* Γιάννης Μπασλής
Μέχρι πριν από κάμποσους μήνες το σύνολο των Ελλήνων δεν γνώριζε κανένα όνομα σουλτάνου. Κάποιοι ίσως θυμούνταν το όνομα του Μωάμεθ, του σουλτάνου που κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη. Όσο για όνομα κάποιας σουλτάνας ούτε λόγος να γίνεται. Ούτε οι επαγγελματίες ιστορικοί δεν γνωρίζουν ένα όνομα από τις δεκάδες γυναίκες που είχε στο χαρέμι του ο κάθε σουλτάνος. Τελευταία όμως άξεστοι καναλάρχες φρόντισαν να γνωρίσουν στον ελληνικό λαό τον «βίο και την πολιτεία» του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή και μερικών από τις πολυάριθμες γυναίκες του χαρεμιού του. Κι έτσι μπορεί εμείς οι Θεσσαλοί να μην ξέρουμε παρά ελάχιστα ή και τίποτα για τους σπουδαίους προγόνους μας την εποχή της τουρκοκρατίας, το Ρήγα, τον Κούμα, τον Φαρμακίδη, τον Νικοτσάρα, τον Μπασδέκη, τον Τζαχίλα, τον Μπουκουβάλα και τα άλλα παλικάρια που αγωνίστηκαν να απαλλαγούμε από την Τουρκιά, αλλά μάθαμε για τον Σουλεϊμάν, «την πανούκλα από την Ασία», όπως τον αποκάλεσε κάποιος Ευρωπαίος ιστορικός, που οι Τούρκοι τον θεωρούν ίσιο κι όμοιο με το Μεγαλέξανδρο. Μάθαμε ακόμα για το πώς ζούσαν οι γυναίκες του Σουλεϊμάν και η αρχισουλτάνα του, η μπας-χανούμ. Και μπορεί βέβαια να μην έχουμε ιδέα για την κατάσταση, στην οποία βρίσκονταν οι πρόγονοί μας στα χρόνια του Σουλεϊμάν, παρακολουθούμε όμως με αγωνία τις μηχανορραφίες των γυναικών του. Έτσι οι ελληνομπαίχτες καναλάρχες και οι δημοσιογράφοι, που κατακεραυνώνουν τη δασκάλα της μουσικής, επειδή δίδαξε στα παιδιά το τραγούδι του Μ. Χατζηδάκη «Κεμάλ», πιστεύουν πως ανυψώνουν το πατριωτικό μας συναίσθημα. Γι’ αυτό είπα να γράψω δυο λόγια για τις συνθήκες στις οποίες ζούσαν οι πρόγονοί μας στα χρόνια του «φίλου μας» του Σουλεϊμάν.
Την περίοδο λοιπόν της τουρκοκρατίας τα ελληνικά χωριά ήταν δυνατό να ταξινομηθούν σε τέσσερις κατηγορίες έχοντας ως κριτήριο τη σχέση που είχαν με την οθωμανική εξουσία.
1. Το σύνολο σχεδόν των χωριών ανήκαν στο δημόσιο ως τιμάρια και ζιαμέτια. Αυτά τα χωριά με τα χωράφια τους στα χρόνια της ακμής της αυτοκρατορίας (15ος και 16ος αιώνας) παραχωρούνταν από τον Σουλτάνο σε δημόσιους λειτουργούς (σπαχήδες κ.λπ.) για τις υπηρεσίες που πρόσφεραν στο κράτος. Αργότερα αυτά μεταβλήθηκαν σε τσιφλίκια. Στα χωριά αυτά δεν υπήρχε καμιά δυνατότητα να αναπτυχθούν κοινοτικοί θεσμοί. Οι κάτοικοι ήταν δουλοπάροικοι (κολίγοι) και εξαρτιόταν απόλυτα από τη βούληση και τα κέφια του Τούρκου ιδιοκτήτη, του τσιφλικά. Δεν είχαν δικαίωμα να χτίζουν εκκλησιές. Μόνο αν ήθελε ο αγάς ή ο πασάς, όπως έκανε ο Αλή πασάς, που έχτισε τον Άγιο Γεώργιο στον Πυργετό. Μέχρι τα χρόνια του Αλή ο Πυργετός δεν είχε εκκλησιά. Οι Πυργετινοί εκκλησιάζονταν στην Παναγία, ένα εξωκλήσι 1,5-2 χιλιόμετρα βόρεια του χωριού.
2. Μερικά χωριά υπάγονταν στον ίδιο το Σουλτάνο ή κάποιον ανώτερο αξιωματούχο. Είναι τα λεγόμενα χάσια. Τα χωριά αυτά βρίσκονταν σε καλύτερη κατάσταση, αν και οι καλλιεργητές κατέβαλλαν βαρύτατους φόρους, τακτικούς και έκτακτους. Όμως δίνονταν η δυνατότητα να οργανωθούν και, «αν οι προεστοί του κάθε χωριού ήταν κομμάτι προκομμένοι και πρακτικότεροι, πλέο σύμφωνοι, πλέο φιλοπάτριδες…ημπορούσαν να τα φέρουν εις καλύτερη κατάσταση», γράφουν οι Πηλιορίτες Κωνσταντάς και Φιλιππίδης το 1789 στο βιβλίο τους «Γεωγραφία Νεωτερική», σελ. 105.
3. Σε ορεινές και άγονες περιοχές, για τις οποίες οι κατακτητές δεν είχαν κανένα οικονομικό διάφορο, υπήρχαν μικρά χωριά, τα λεγόμενα κεφαλοχώρια, που κατοικούνταν από φτωχούς ελεύθερους μικροκαλλιεργητές και μικροκτηνοτρόφους. Στο τέλος όμως του 18ου αιώνα και αυτά τα χωριά είχαν γίνει τσιφλίκια του Αλή πασά.
4. Προνομιούχα ήταν μόνο ελάχιστα χωριά, τα λεγόμενα βακούφια. «Η διοίκηση των βακουφίων εκ φύσεως και καθ’ εαυτήν είναι καλή, ωσάν οπού αυτά εξαρτώνται αμέσως από την Πόλη και έχουν πάντοτε προστάτας δυνατούς. Τούρκος δεν έχει εξουσίαν να έμβει εις αυτά και να ενεργήσει τη θηριώδη βαρβαρότητά του. Κτίζουν εκκλησιές, όταν θέλουν. Τα δοσίματά τους είναι περιορισμένα και πολλά ελαφρά (Κωνσταντάς κ.λπ., σελ. 103). Οι φόροι από τα χωριά αυτά χρησιμοποιούνταν για τη συντήρηση διάφορων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, όπως τζαμιά, νοσοκομεία, πτωχοκομεία κ.λπ. επικεφαλής των οποίων ήταν κάποιο πρόσωπο του παλατιού, συνήθως η Σουλτάνα, η μητέρα δηλ. του σουλτάνου ή του διαδόχου. Αυτά τα χωριά με τα προνόμια που απόχτησαν ανέπτυξαν βιοτεχνία και εμπόριο και άκμασαν τον 18ο και τον 19ο αιώνα. Ήταν όμως ελάχιστα και κανένα καμποχώρι. Σ’ ολόκληρη τη Θεσσαλία π.χ. μόνο μερικά χωριά του Πηλίου, η Τσαρίτσανη, η Αγιά, τα Αμπελάκια, η Ραψάνη και η Κρανιά Ολύμπου βρέθηκαν σ αυτή την προνομιακή θέση. Σ’ όλα τ’ άλλα επικρατούσε η βαρβαρότητα του Τούρκου και η δυστυχία του Έλληνα.
Στα επίσημα τουρκικά έγγραφα αγοραπωλησίας κτημάτων αναγράφεται ότι το χωριό είναι βακούφι. Ένα τέτοιο έγγραφο, συνταγμένο στην τούρκικη γλώσσα, σώζεται στο αρχείο μιας οικογένειας της Κρανιάς Ολύμπου. Συντάχθηκε στα Τρίκαλα το 1872 και σε μετάφραση αναφέρει τα ακόλουθα.
Εκ του Ταμείου του Αυτοκρατορικού Υπουργείου Βακουφίων
Ιερόν αφιέρωμα της Μιχρεμάχ Σουλτάνας
Διευθυνόμενον υπό του Ταμείου του Υπουργείου Βακουφίων
Δια του παρόντος τίτλου δηλούται ότι:
Ως καταφαίνεται εκ του υπό τους άνωθι σημειουμένους αριθμούς βιβλίου πιστοποιητικών, αποσταλέντος εκ του λογιστηρίου βακουφικών κτημάτων Τρικάλων εις το ταμείον του Αυτοκρατορικού Υπουργείου Βακουφίων ο εκ των προσοδοφόρων ιερών αφιερωμάτων της ειρημένης Μιχρεμάχ Σουλτάνας αγρός κείμενος εις θέσιν λεγομένην «Σκηταριό» εν τη κώμη Κρανιά της υποδιοικήσεως Φαναριο-Λαρίσης, της επαρχίας Τρικκάλων και περιοριζόμενος αφενός υπό βράχων και αφετέρου υπό του αγρού Μπούρα, συγκείμενος δε εξ ημίσεος περίπου στρέμματος και υποκείμενος εις νόμιμον δεκάτην αξίας πέντε γροσίων, επειδή ένεκα της αποβιώσεως του ιδιοκτήτου αυτού Γιάννη μετεβιβάσθη ο αγρός φυσικός εις τον υιόν του Παπακωνσταντίνον, υπό τον όρον όπως πληρώνει κατ’ έτος την νόμιμον αυτού δεκάτην κατά τας ισχυούσας περί Βακουφίων διατάξεις, παρεχωρήθη εις τον ειρημένον Παπακωνσταντίνον η άδεια διά την κατοχήν της κυριότητος του εν λόγω αγρού και εις ένδειξιν τω εδόθη ο παρόν τίτλος. Τη 17 του αραβικού μηνός Τζιμάγι ουλ-εββέλ, έτους εγείρας 1290, τη 30 του μηνός Ιουνίου έτους οικονομικού 1289/1872.
Για το Υπουργείο Βακουφίων
(σφραγίδες και υπογραφές)
Όπως φαίνεται από το έγγραφο, Σουλτάνα την εποχή εκείνη ήταν η Μιχρεμάχ. Το ίδρυμα, το οποίο επόπτευε, ενδιαφέρονταν ακόμα και για το ποιος θα κληρονομήσει ένα κτήμα, από το οποίο έπαιρνε ως φόρο τη «νόμιμη δεκάτη», ποσό πολύ μικρό βέβαια σε σύγκριση μ’ αυτά που πλήρωναν οι κάτοικοι των άλλων χωριών. Ως αντιστάθμισμα η Σουλτάνα παρείχε απόλυτη προστασία στους Κρανιώτες. Δεν ξέρουμε πότε οι Κρανιώτες πέτυχαν να γίνει το χωριό τους «Βακούφιον της Σουλτάνας». Αυτό όμως το προνόμιο έδωσε τη δυνατότητα στην Κρανιά ν» αναπτύξει τη βιοτεχνία και το εμπόριο των μεταξωτών υφασμάτων, ώστε πριν από την επανάσταση του 1821 να φτάσει τα 500 σπίτια. Αν και επαναστάτησε και καταστράφηκε ολοκληρωτικά σχεδόν από τον πασά της Θεσσαλονίκης Αβδούλαβούτ, δεν έχασε τα προνόμια, όπως φαίνεται από το έγγραφο του 1872. Όμως το χωριό δεν ξαναπόχτησε την παλιά του ακμή. Τα 4/5 των κατοίκων της σκόρπισαν στη Νιγρίτα, στη Θεσσαλονίκη κι αλλού.
Θα ήταν λοιπόν καλό οι καναλάρχες κι οι παρατρεχάμενοί τους αντί να μας παρουσιάζουν «γυαλισμένη» τη ζωή της «μάστιγας των Ελλήνων», του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή, του εθνικού ήρωα των Τούρκων, να μας παρουσιάσουν το «βίο και την πολιτεία» σπουδαίων Ελλήνων την εποχή της τουρκοκρατίας