Από τον Μιχαήλ Γκρίλλα
Διάβασα προσεκτικά το βιβλίο του Στρατηγού ε.α. Φραγκούλη Φράγκου επίτιμου Αρχηγού Γενικού Επιτελείου Στρατού, με τον παραπάνω τίτλο και θα προσπαθήσω, με λίγα και απλά λόγια, να το σχολιάσω, μεταφέροντας στο αναγνωστικό κοινό, τις δικές μου διαπιστώσεις και τα δικά μου συμπεράσματα, γι’ αυτό το βιβλίο πόνημα και πως ο συγγραφέας του ακτινογραφεί ιστορικά, με ντοκουμέντα, και αδιάσειστα πλέον στοιχεία, διαχρονικά την εξέλιξη, σε όλη της τη διαδρομή, της σημερινής Τουρκίας.
Ο συγγραφέας πέραν της στρατιωτικής του ιδιότητας, έχει πανεπιστημιακές και μεταπτυχιακές σπουδές, υπηρέτησε συνολικά έξι χρόνια, στην Πρεσβεία μας στην Άγκυρα, ως στρατιωτικός ακόλουθος και Άμυνας, ομιλεί την τουρκική, την αγγλική και τη ρωσική γλώσσα, είναι διδάκτωρ Γεωπολιτικής και Γεωστρατηγικής του Ιονίου Πανεπιστημίου και σε συνδυασμό με την εξαετή παραμονή του, στην Τουρκία, ξεδιπλώνει μέσα από τις στήλες και γραμμές του βιβλίου του, την πραγματική εικόνα της γειτονικής μας χώρας και τη συνεχή προσπάθεια, που ακόμα κάνει, για την πλήρη ομογενοποίησή της.
Μελετώντας από την αρχή το βιβλίο αυτό, ο συγγραφέας του, απαντά κατά κάποιο τρόπο και έμμεσα, στο πολυδιαφημισμένο εγχειρίδιο του καθηγητή Πολιτικών Επιστημών και Διεθνών Σχέσεων, σημερινού υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου, με τίτλο το Στρατηγικό Βάθος και η διεθνής θέση της Τουρκίας, στο οποίο ο παμπόνηρος Ανατολίτης περιγράφει ούτε λίγο, ούτε πολύ τη χώρα του, ως μια σύγχρονη Δημοκρατία, που στη διαδρομή της και στο πέρασμά της, σεβάστηκε τις μειονότητες, τη θρησκεία τους και οι λαοί, που έζησαν, κάτω από την ομπρέλα αυτής συμβίωσαν αρμονικά μονιασμένα και αγαπημένα, με τους Τούρκους και πρέπει να είναι ευγνώμονες κιόλας προς τη μεγάλη αυτή χώρα, για όσα τους προσέφερε και εξακολουθεί ακόμα, να τους παρέχει, όσοι εξακολουθούν να ζουν και σήμερα στην επικράτειά της.
Ξεκινώντας με γεγονότα, που συνέβησαν, πριν από μια περίπου χιλιετία και αφορούν τη μετάλλαξη των ντόπιων χριστιανών σε «Τούρκους Μουσουλμάνους», με αποκορύφωμα τις πρόσφατες αποκαλύψεις, για την καταγωγή πολλών κορυφαίων αξιωματούχων και πολιτικών της Τουρκίας, όπως ο Ερντογάν, ο ίδιος ο Κεμάλ Ατατούρκ και ο Μωάμεθ Β΄ Πορθητής.
Η δοκιμασία για τον απανταχού Ελληνισμό, άρχισε από την καθοριστική μάχη του Μαντζικέρτ της Αρμενίας το 1071, που από τότε αρχίζει, ουσιαστικά η εξασθένηση του Βυζαντίου και να βάζουν σιγά – σιγά και για τα καλά πόδι στη Μικρά Ασία οι Σελτζούκοι Τούρκοι, οι οποίοι στη συνέχεια δημιούργησαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, άλωσαν την Κωνσταντινούπολη την 29η Μαΐου του 1453 και έτσι έγιναν κύριοι όλων των κτήσεων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και άρχισαν συνεπώς τα δεινά των Ελλήνων και λοιπόν μειονοτήτων και ιδιαίτερα των χριστιανών και η χώρα μας, να μην έχει κατορθώσει μέχρι σήμερα, να παγιώσει τη θέση της, στην περιοχή και να απειλείται μονίμως πλέον, η εθνική της κυριαρχία, και η ακεραιότητά της, από την επιτήδειο ουδέτερη Τουρκία.
Η πολιτική όλων ανεξαιρέτως των ηγετών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δεν ήταν άλλη, από την με κάθε τρόπο, ομογενοποίηση του μωσαϊκού όλων των φυλών, που στη διαδρομή της, την αποτελούσαν και έτσι επιδόθηκαν από την αρχή στον βίαιο εξισλαμισμό όλων των χριστιανών και ιδιαίτερα των Ελλήνων, χρησιμοποιώντας προς τούτο ποικίλας μεθόδους όπως ο εκτοπισμός σε στρατόπεδα εργασίας και ο εκβιασμός με την απειλή του ξεκληρίσματος, των οικογενειών τους και άλλα πολλά όπως το σώμα των Γενιτσάρων.
Έτσι στις περιοχές των παραλίων και του Εύξεινου Πόντου, όπου πλειοψηφούσαν συνήθως χριστιανοί με ελληνική παιδεία όπου με βάση ενός μακροχρονίου σχεδίου, προέβαιναν στον εξισλαμισμό τους, δήμευση ή εικονική αγορά των περιουσιών τους, μετατροπή των εκκλησιών τους σε τζαμιά, αλλαγή των ελληνικών τοπωνυμίων σε τουρκικά και έτσι με την πάροδο του χρόνου σιγά - σιγά και τεχνηέντως αλλοίωναν τα δημογραφικά και τα θρησκευτικά τους στοιχεία υπέρ των Τούρκων και οι περιοχές με βίαιο τρόπον, άλλαζαν στο βάθος του χρόνου, την αρχική τους φυσιογνωμία και μετατρέπονταν σε τουρκικές. Έτσι προέκυψαν οι λεγόμενοι «Κρυπτοχριστιανοί», που τυπικά ήσαν «Τούρκοι Μουσουλμάνοι» αλλά ουσιαστικά όμως παρέμειναν χριστιανοί.
Οι εξισλαμισθέντες υπόδουλοι συνέβαλαν στη δημιουργία του νεοσύστατου Οθωμανικού Κράτους. Με το πέρασμα όμως του χρόνου οι ελληνικές συνειδήσεις χάνονταν σιγά - σιγά και αμετάκλητα, διότι Έλληνες θεωρούνταν μόνον όσοι εξακολουθούσαν να είναι Χριστιανοί. Όσοι άλλαζαν την πίστη τους, άλλαζαν μαζί και το όνομά τους, και την εθνικότητά τους, αφού αυτομάτως θεωρούνταν Τούρκοι.
Κατά τον συγγραφέα τον 13ο αιώνα οι κάτοικοι της Μικράς Ασίας (οι περισσότεροι χριστιανοί με ελληνική παιδεία) υπολογίζονται πάνω από 20.000.000 οι οποίοι με την πάροδο του χρόνου, εξισλαμίσθηκαν και συν τω χρόνω απέκτησαν τουρκική συνείδηση και έγιναν Τούρκοι, πλην όμως πολλοί απ’ αυτούς εξακολουθούν να νιώθουν ως χριστιανοί και συμπεριφέρονται ως «Κρυπτοχριστιανοί».
Η Τουρκία μέχρι πρότινος δεν αναγνώριζε τους Κούρδους ως ξεχωριστή εθνική οντότητα, αλλά τους ονόμαζε ορεσίβιους Τούρκους, ποντάροντας διαχρονικά στην πλήρη αφομοίωσή τους. Από το 1984 όμως το ΡΚΚ άρχισε εναντίον της Τουρκίας, έναν ανταρτοπόλεμο, που διαρκεί μέχρι σήμερα και έχει στοιχίσει 45.000 νεκρούς 2.500 με 3.000 κουρδικά χωριά πλήρως κατεστραμμένα με κόστος 300 δισ. ευρώ. Το 20% των Τούρκων είναι Κούρδοι περίπου 15-18 εκατομμύρια και διεκδικούν πλέον στα ίσα, πλήρη αυτονομία εντός της Τουρκίας.
Επίσης το 30% του τουρκικού πληθυσμού, 25 εκατ. περίπου είναι Αλεβήδες. Οι Αλεβήδες είναι μουσουλμάνοι αλλά το δόγμα τους, είναι πολύ προοδευτικό. Υποστηρίζουν τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, τις ίδιες ευκαιρίες με τις γυναίκες και είναι ειρηνιστές. Δεν πιστεύουν στην κόλαση, ούτε στον παράδεισο. Δεν κοιτάνε στη Μέκκα όταν προσεύχονται. Ο Θεός είναι στους ανθρώπους, όχι στα βουνά και στις πέτρες, συνηθίζουν να λένε.
Αποκορύφωμα της τουρκικής βαρβαρότητας ήταν η γενοκτονία 1.500.000 Αρμενίων το 1915 και 357.000 Ελλήνων του Πόντου το 1917 και διωγμός και οι καταστροφές των ελληνικών περιουσιών της 6ης Σεπτεμβρίου του 1955 στην Κωνσταντινούπολη, όπου σήμερα από τις 120.000 που παρέμειναν εκεί με τη συνθήκη της Λοζάνης έχουν μείνει 3.000 – 4.000 τρίτης το πλείστον ηλικίας.
Συμπερασματικά και κατά τον συγγραφέα η Τουρκία είναι ένα συνονθύλευμα 76 τον αριθμό εθνικοτήτων και παρά τη μεγάλη προσπάθεια, που με τη μέθοδο του βιαίου εξισλαμισμού, που μετέρχεται, όλα αυτά τα χρόνια για την ομογενοποίησή της, δεν τα κατάφερε και παραμένει μια ετερόκλητη χώρα. Επ’ αυτού μας παραπέμπει, σε μια δήλωση, στην οποία είχε προβεί, ο εκλιπών πρωθυπουργός και Πρόεδρος της Τουρκίας Τουργκούτ Οζάλ «Bizdle Yetmis iki bucuk Millet Yar», δηλαδή «και σε εμάς υφίσταται εβδομήντα και μισό έθνη», που συμπληρωματικά διευκρινίζεται με την εκτίμηση ότι εάν αναζητήσει κανείς «τρεις τέσσερις, γενεές, πιο πριν ποιοι είμαστε δεν θα βρει τελικά από πού είμαστε».
Συνεπώς η παρακαταθήκη του ιδρυτή της σύγχρονης Τουρκίας Κεμάλ Ατατούρκ, ένας ως Λαός, μια Θρησκεία, μια γλώσσα, ένα Έθνος, μια Πατρίδα και πάνω απ’ όλα Τούρκοι, για πάντα, για όλα και σε όλα, δεν φαίνεται να επιτυγχάνεται και ο κίνδυνος διαμελισμού αυτής σε βάθος χρόνου, έχοντας πλέον για τα καλά ανοιχτή και αιμορραγούσα, την πληγή, του Κουρδικού, δεν αποκλείεται να συμβεί.