Από τον Κων/νο Οικονόμου
ΓΕΝΙΚΑ: Εκδίκηση είναι η ανταπόδοση κάποιου κακού ή η απολαβή ικανοποίησης για κάποια ζημιά. Συναντιέται στα πρώτα βήματα όλων των πολιτισμών και των κοινωνιών. Ακόμη και σήμερα συναντάται εκεί κυρίως που το πολιτιστικό επίπεδο είναι χαμηλό και εκεί που δεν υπάρχει καλή απόδοση δικαιοσύνης. Η εκδίκηση δεν πρέπει να συγχέεται με τη νόμιμη άμυνα, διότι η πρώτη είναι ενσυνείδητη επίθεση με σκοπό ανταπόδοσης σ' αυτόν που μας προσβάλλει ίσου αντί ίσου. Η εκδίκηση διακρίνεται σε προσωπική και σε ομαδική ή του αίματος (ιταλ. Vendetta, ελλ. Γδικιωμός). Πίσω από την ομαδική εκδίκηση, υπάρχουν οργανωμένες οικογένειες, πατριές και φυλές, στις οποίες υπάρχει το ομαδικό συμφέρον και, κυρίως, η ομαδική τιμή. Έτσι κάθε προσβολή σε βάρος ενός μέλους θεωρείται ευθεία προσβολή σε βάρος της ομάδας στην οποία το θύμα ανήκει. Στην ατομική εκδίκηση έχουμε άτομο εναντίον ατόμου, στην ομαδική οικογένεια εναντίον οικογένειας, φυλή εναντίον φυλής. Η εκδίκηση αίματος (γδικιωμός) θεωρείται ιερή υποχρέωση και υπήρξε εθιμική σ' όλες τις πρωτόγονες κοινωνίες. Μετά τη δημιουργία των κρατικών οντοτήτων και των κεντρικών εξουσιών αντικαταστάθηκε από τη δημόσια ποινή ή ετεροδικία. Ο θεσμός της δημόσιας αυτής ποινής πάλεψε για μεγάλο χρονικό διάστημα για να καθιερωθεί. Ακόμη όμως και σήμερα ο γδικιωμός υφίσταται σε περιοχές της Ελλάδας (Μάνη, Κρήτη), η βεντέττα στην Κορσική, τη Σικελία και τη Σαρδηνία, και το αντίστοιχο «κανόν» ή «κανούν» στο Μαυροβούνιο, τη Β. Αλβανία, κ.α.
ΜΥΘΙΚΟ ΥΠΟΣΤΡΩΜΑ: Φαίνεται πως έχει λησμονηθεί ο λόγος για τον οποίο η οργανωμένη κοινωνία ονομάστηκε «κράτος»: Στην ελληνική μυθολογία, κατά τον Ησίοδο, ο Κράτος, η Βία, ο Ζήλος και η Νίκη αναφέρονται ως αδέλφια. Ο Αισχύλος στην τραγωδία του «Προμηθεύς Δεσμώτης» παρουσιάζει τον Κράτο και τη Βία ως υπηρέτες, πιστούς εκτελεστές του Δία, να βοηθούν τον Ήφαιστο να δέσει τον Προμηθέα στα βράχια του Καυκάσου. Ο Κράτος, απλά αποδέχεται τις διαταγές του Δία (της κυβέρνησης, θα λέγαμε σήμερα) χωρίς αντίθετη σκέψη. Ο Κράτος δεν αισθάνεται φιλία ή οίκτο, επειδή δεν έχει δικό του σύστημα αξιών, εκτός από αυτό που του έχει επιβληθεί από τον Δία-κυβέρνηση. Δεν ονομάσθηκε, επομένως, τυχαία η οργανωμένη κοινωνία «κράτος», όπως το ίδιο συμβαίνει και με τη Δικαιοσύνη που εμφανίζεται με δεμένα μάτια. Δίπλα δε στον Κράτο υπήρχε και η Βία. Εφαρμογή των νόμων χωρίς αυτούς τους πιστούς υπηρέτες δεν γίνεται. Σήμερα, λοιπόν, το κράτος δεν είναι εκτελεστής των αποφάσεων της κυβέρνησης, αλλ’ ούτε η βία είναι αντικειμενική ως οφείλει. Η αδυναμία της κυβέρνησης να επιβάλλει την πιστή τήρηση των νόμων, που η ίδια ψήφισε, οδηγεί το κράτος και τη βία, αλλού να εμφανίζονται ως δυνάστες, αλλού να απουσιάζουν.
ΗΘΙΚΗ ΤΗΣ ΕΚΔΙΚΗΣΗΣ: Όταν συμβεί αυθαίρετη υπέρβαση της σφαίρας ζωής και δράσης του ατόμου ή της ομάδας (βιαιοπραγία, έγκλημα κ.ά.), δημιουργείται αυτομάτως ζήτημα αποκατάστασης της δικαιοσύνης, που μπορεί να ικανοποιηθεί με παροχή ανταλλαγμάτων ή συμφιλίωσης. Όταν αυτό δεν συμβεί, η αγανάκτηση και η πικρία του αδικουμένου βρίσκει διέξοδο στην αυτοδικία ή εκδίκηση, η οποία, από τη φύση της, υπερβαίνει συνήθως τα όρια της αποκατάστασης του δικαίου και παίρνει τη μορφή πάθους που παρασύρει τον άνθρωπο ή την ομάδα σε εξαφάνιση μέρους ή και ολόκληρης της πηγής της αδικίας. Η ορμή μάλιστα της εκδίκησης παίρνει τη μορφή τυφλής, εγωιστικής, σκληρής και αιμοβόρας πράξης, που δεν υπολογίζει τις συνέπειες. Αρχαίοι φιλόσοφοι στράφηκαν κατά της εκδίκησης. [Πλάτων (Κρίτων 49, Πολιτ. 335), Κικέρων (De of. I,25), Σενέκας (De ira., I, 5,16,55), κ.ά.]
Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ: Ο Μωσαϊκός Νόμος για της εξάλειψη του κακού όριζε την «δικαίαν εκδίκησιν». Όπου η αποκατάσταση της δικαιοσύνης δεν γινόταν από θεσμοθετημένα όργανα τότε οριζόταν η ποινή «κατά αντιπεπονθός», δηλαδή «οφθαλμόν ατί οφθαλμού» (Έξ. κα΄23-25, Λευιτ. κδ΄20-21, Δευτ. ιθ΄18-21). Η εκδίκηση όμως δεν ήταν ο σκοπός αυτών των διατάξεων. Απλώς εκφραζόταν η ανάγκη προστασίας και ασφάλειας της ζωής, έστω και διά της δημιουργίας φόβου προς παιδαγωγία. Όμως οι εκπρόσωποι του επίσημου Ιουδαϊσμού είχαν μετατρέψει το νόημα του Νόμου σε πράξη εκδίκησης. Σ΄αυτό το πνεύμα εφαρμογής και ερμηνείας του νόμου της Π. Διαθήκης, στράφηκε η αντίθεση του ίδιου του Κυρίου στην Επί του όρους Ομιλία Του. Άλλωστε «ο εκδικών παρά Κυρίου ευρήσει εκδίκησιν» (Σ. Σειρ. κη΄1) και κατά τον Νόμο της Χάριτος: «εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω, λέγει Κύριος» (Ρωμ. ι΄30). Άλλωστε ο Χριστιανισμός κάνοντας υπέρβαση, προτείνει την αρχή της αγάπης προς τον πλησίον, της αμνησικακίας και της ανταποδόσεως καλού αντί κακού. Διαβάζουμε στον λόγο του Κυρίου: «Ηκούσατε ότι ερρέθη, οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος. Εγώ δε λέγω υμίν μη αντιστήναι τω πονηρώ· αλλ' όστις σε ραπίζει εις την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην· και τω θέλοντί σοι κριθήναι και τον χιτώνα σου λαβείν, άφες αυτώ και το ιμάτιον· (...) τω αιτούντι σε δίδου, και τον θέλοντα από σου δανείσασθαι μη αποστραφής» (Μτθ.ε΄38-42). Γενικά, το «μη αντιστήναι τω πονηρώ», είναι ο νόμος της Βασιλείας του Θεού, της Χάριτος. Βεβαίως ο φυσικός άνθρωπος αδυνατεί να τηρήσει, συχνά και να εννοήσει, αυτόν τον τρόπο ζωής. Όμως είναι το του Κυρίου προσκλητήριο προς τους «υιούς της Βασιλείας». Ο συνήθης τρόπος ζωής, δυστυχώς, επιβάλλει την αντίσταση στο κακό διά της βίας. Όμως έτσι το κακό διαιωνίζεται και επεκτείνετα εσαεί. Δεν νικάται. Κατά τον χριστιανικό τρόπο ζωής ο αναγεννημένος πιστός θεωρεί τη ζημιά στην ψυχή του αδικούντος μεγαλύτερη από εκείνη την οποίαν υπέστη ο ίδιος από εκείνον. Το κακό φαίνεται πραγματικά κακό όταν κάποιος το υφίσταται και αντιδρά σ' αυτό με αγάπη, που μπορεί να φτάνει σε ακραία υποχώρηση, για χάρη του πλανηθέντα και αδικούντα αδελφού! Έτσι το «μη αντιστήναι», δεν σημαίνει εγκατάλειψη της αντίστασης κατά του διαβόλου αλλά τη «μη αντίσταση» στα μέσα του. Γενικά, το να αποδίδεις κακό αντί καλού είναι εωσφορικό, κακό αντί κακού είναι πρωτογονισμός, καλό αντί καλού ανθρώπινο, αλλά να ανταποδίδεις καλό αντί κακού είναι θεϊκό. Η στάση αυτή αποτελεί μίμηση Χριστού ο οποίος «λοιδορούμενος ουκ αντελοιδόρει και πάσχων ουκ απείλει» (Α΄ Πέτρ. β΄23), αλλά και στον Σταυρό προσευχόταν υπέρ των σταυρωτών Του.
Η ΑΠΟΔΟΣΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ: Οι χριστιανοί δεν δέχονται την αυτοδικία, ούτε τη θανατική ποινή. Δεν μπορούν όμως να δεχθούν την ατιμωρησία, γιατί οι κακοποιοί αποθρασύνονται και το κακό επικρατεί στην κοινωνία. Αν μάλιστα οι διαφόρων κατηγοριών παραβάτες νόμων και ηθικών αρχών είναι υψηλά ιστάμενοι, τότε η διαφθορά εξαπλώνεται σαν μεταστατικό καρκίνωμα προσβάλλοντας μεγάλα τμήματα της κοινωνίας. Όσοι εμπνέονται από τις αρχές του Ευαγγελίου δεν χρειάζονται τους νόμους της Πολιτείας και τον χωροφύλακα για να ζουν σωστά. Για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας και της Πολιτείας χρειάζονται νόμοι και είναι αναγκαίο να εφαρμόζονται ακριβοδίκαια και για όλους. Διαφορετικά φθάνουμε στο κατάντημα στο οποίο βρίσκεται η πατρίδα μας σήμερα, όπου βασιλεύει η παραβατικότητα αλλοδαπών και ημεδαπών και πολλοί οδηγούνται ακόμη και στην αυτοδικία.
Ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου είναι δάσκαλος στο 32ο Δημ. Σχ. Λάρισας – συγγραφέας.
Konstantinosa.oikonomou@gmail.com www.scribd.com/oikonomoukon