Σπίθα ήταν μέσα τους
κι έγινε φλόγα, έγινε όραμα.
Πυρπόλησε τα στήθη και το νου.
Δεν άντεξαν άλλο την τουρκική σκλαβιά
της πατρίδας και της θρησκείας
κι άρχισε ένας μεγαλειώδης αγώνας.
Μια χούφτα άνθρωποι,
μέσα από τα σπλάχνα του λαού,
με συνείδηση και πίστη, λίγες γνώσεις,
αλλά με δυνατή θέληση για λευτεριά
όλοι μαζί σαν μια γροθιά, με αδούλωτη ψυχή,
περίσκεψη και ορμή,
ξεχύθηκαν ενάντια στον εχθρό.
Ηρωικές μορφές τα παλικάρια μας,
της Ρούμελης και του Μοριά.
Πρώτοι απ’ όλους,
φουστανελοφόροι αρματωμένοι,
με ντουφέκια και γιαταγάνια,
κι ακολούθησαν πολλοί,
από στεριά και θάλασσα…
Τα μαλλιά τους μακριά κυματιστά,
ποιητικές φιγούρες καβάλα στ’ άλογα
καθώς δρασκέλαγαν κάμπους και βουνά,
λιοντάρια αγριεμένα πολεμούσαν,
τα ντουφέκια κελαηδούσαν.
Ανάσαναν μόνο όταν ξεδιψούσαν
στις ταπεινές κελαριστές βρυσούλες
και ξανά συνέχιζαν τον αγώνα,
διαβαίνοντας ακούραστοι
τ’ αφρισμένα ποτάμια
και κακοτράχαλες πλαγιές.
Ακόμα και τραυματισμένοι, δε βόγκηξαν
μονάχα το τραγούδι
άνθιζε στα χείλη τους
και το πανελλήνιο σύνθημα,
ΕΛΕΥΘΕΡΊΑ Ή ΘΆΝΑΤΟΣ.
Η επανάσταση πέτυχε,
ο εχθρός διώχτηκε.
Ρομαντικοί αγωνιστές,
τα έδωσαν όλα χωρίς ανταλλάγματα.
Έπεσαν υπέρ πίστεως και πατρίδος.
Η αμοιβή τους;
Το αγκάλιασμα της γαλανόλευκης σημαίας
στο άψυχο κορμί τους.
Κι ένα λιτό στεφάνι
πλεγμένο με δαφνόκλαδα
κατάθεση απ’ όλους εμάς,
με συγκίνηση και ευλάβεια
πάνω στο μαρμάρινο ΗΡΏΟ.
Άννυ Γιαβασιάν