Από τον Απόστολο Γερόπουλο
Η αυτοκτονία του εικοσάχρονου Βαγγέλη Γιακουμάκη, που συντάραξε πρόσφατα το πανελλήνιο, ανέδειξε με τον πλέον αποκαλυπτικό τρόπο το πρόβλημα της ενδοσχολικής βίας, που βρίσκεται σε έξαρση τα τελευταία χρόνια. Θύματα του καινοφανούς αυτού φαινομένου, του γνωστού και ως «bullying», είναι συνεσταλμένα και ντροπαλά παιδιά και θύτες ζωηρά και ανάγωγα, που μεγαλώνουν, συνήθως, σε οικογένειες με προβλήματα. Η βία στα σχολεία έχει πάρει τελευταία διαστάσεις ανησυχητικές, όπως δείχνουν σχετικές έρευνες. Η εμφάνιση τρομοκρατίας στο χώρο του σχολείου, στον οποίο εξ ορισμού τα παιδιά πρέπει να νιώθουν ασφάλεια και προστασία, πρέπει να προβληματίσει σοβαρά την εκπαιδευτική κοινότητα και να κινητοποιήσει όλους τους αρμόδιους κοινωνικούς φορείς.
Τα γενεσιουργά αίτια του «bullying» πρέπει να αναζητηθούν πρωτίστως στην οικογένεια των παιδιών, όπου μπαίνουν τα θεμέλια της συναισθηματικής και ψυχικής τους υγείας. Τα παιδιά, που κουβαλούν στο υποσυνείδητό τους τραυματικές εμπειρίες από τα παιδικά τους χρόνια λόγω συναισθηματικής αποστέρησης, εμφανίζουν προβλήματα κοινωνικής προσαρμογής. Μετά την οικογένεια, τη σκυτάλη της ψυχικής διάπλασης των παιδιών παίρνει το σχολείο. Καθήκον του αντισταθμιστικού αυτού θεσμού είναι να συμπληρώνει τα κενά της οικογένειας και να διορθώνει τα τυχόν λάθη της. Στο πρωτοβάθμιο σχολείο η σχολική βία μπορεί να ελεγχθεί, γιατί τα παιδιά είναι μικρά και η επιτήρησή τους σχετικά εύκολη. Στο δευτεροβάθμιο όμως σχολείο, που τα παιδιά είναι μεγαλύτερα σε ηλικία και το περιβάλλον είναι «ανώνυμο» και «απρόσωπο», τα πράγματα δυσκολεύουν. Στο νέο αυτό σχολικό περιβάλλον τα ευαίσθητα παιδιά γίνονται εύκολα στόχοι απείθαρχων και ατίθασων συμμαθητών τους, που εξωτερικεύουν τα επιθετικά τους ένστικτα με πράξεις λεκτικής, ψυχικής και σωματικής βίας. Πώς μπορεί να αντιμετωπισθεί όμως η βία στα σχολεία;
Η σχολική βία αποτελεί σοβαρό πρόβλημα για την ελληνική εκπαίδευση. Είναι αυτονόητο ότι η ευθύνη για την αντιμετώπισή της ανήκει πρωτίστως στην οικογένεια και στο σχολείο. Στοιχειώδες καθήκον των γονιών και των εκπαιδευτικών είναι να συνεργάζονται αδιάκοπα στη βάση της αμφίδρομης πληροφόρησης και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Στο πλαίσιο της ενημέρωσής τους από το σχολείο, εκτός από την επίδοση των παιδιών, οι γονείς πρέπει να πληροφορούνται και για τη συμπεριφορά τους. Να συζητούν με τους εκπαιδευτικούς τα προβλήματά τους και να αναζητούν από κοινού λύσεις. Να τα ενθαρρύνουν να εξωτερικεύουν τα συναισθήματά τους και να εκμυστηρεύονται τα προβλήματά τους. Να γνωρίζουν πώς περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους, ποιες είναι οι παρέες και οι φίλοι τους και να επιδιώκουν μάλιστα να γνωρίζονται με τις οικογένειες των φίλων των παιδιών τους. Στις ανάγκες τους να δείχνουν κατανόηση, αλλά να μην είναι υπερβολικά ενδοτικοί. Και το πιο σημαντικό: τα παιδιά να μην βρίσκουν ποτέ «κλειστή» την πόρτα του σπιτιού τους. Από την πλευρά του το σχολείο πρέπει να δίνει πρώτη προτεραιότητα στον παιδαγωγικό και στον ηθικοπλαστικό του ρόλο. Γιατί το πρόβλημα του «bullying» αντανακλά κυρίως έλλειψη αγωγής, οικογενειακής και σχολικής. Η πάταξή του προϋποθέτει τη συνεργασία της οικογένειας με το σχολείο αλλά και άλλων επιστημονικών φορέων, όπως σχολικών ψυχολόγων, κοινωνιολόγων, κοινωνικών λειτουργών κ.ά. Η ενδοσχολική βία είναι σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα και ως τέτοιο πρέπει να απασχολεί το σύνολο της κοινωνίας.