Από το Δημήτρη Τσικούρα
Χριστούγεννα χωρίς γεύση από... Χριστό, είναι κάτι που το έχουμε συνηθίσει πια, εδώ και χρόνια, δεκαετίες τώρα. Άλλα Χριστούγεννα χωρίς καμιά χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα, από εκείνη τη γνωστή χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα, που εγκαρδίωνε και έθελγε τους προγόνους μας, είναι ένα φαινόμενο που δείχνει πόσο μεγάλα είναι τα άλματα των αλλαγών που γίνονται στον κοινωνικό μας βίο.
Άλματα απότομα, σπασμωδικά, που μας απομακρύνουν ολοένα και περισσότερο από την περιοχή των λεγόμενων ελληνικών εθίμων και μας ρίχνουν σε έναν κόσμο αλλότροπο και ξενικό, «ευρωπαϊκό» όπως μας αρέσει να τον θεωρούμε και να τον αποκαλούμε, πιο «πολιτισμένο», όπως θέλουμε να τον εννοούμε και να τον πιστεύουμε.
Νομίζουμε ότι με το να εισάγουμε τα δυτικά έθιμα, γίναμε κιόλας... δυτικότροποι, ευρωπαίοι, ενώ πραγματικά δεν είμαστε παρά μια κοινωνία που πιθηκίζει άλλους λαούς, μιμούμενη τα εξωτερικά τους, μοναχά, φαινόμενα.
Ο μαϊμουδισμός είναι ασφαλώς μια από τις πολλές πληγές του νεοελληνικού μας βίου και έχει τις βαθύτερες αιτίες του. Η ξενοκρατία που εισέβαλε στον τόπο μας, αμέσως ύστερα από την απόχτηση της ανεξαρτησίας μας – και που συνεχίστηκε και συνεχίζεται με διάφορες μορφές και μάσκες – είναι βέβαια η αρχική πηγή της κακοδαιμονίας μας αυτής.
Ένα παράδειγμα, επίκαιρο, ο γιορτασμός των Χριστουγέννων. Για μας, η κορυφαία μας γιορτή ήταν, επί αιώνες, η Λαμπρή. Με το σύμβολο της Ανάστασης εναρμονίζονταν ψυχικά και στους απελευθερωτικούς πόθους της σκλάβας ρωμιοσύνης. Οι Δυτικοί, είχαν σα μέγιστη γιορτή τους – και για άλλους λόγους – τα Χριστούγεννα. Λοιπόν, σιγά – σιγά με τη μιμητική μας λύσσα, δώσαμε κι εμείς στο γιορτασμό των Χριστουγέννων μέγα πανηγυρικό χαραχτήρα – κι όχι καν θρησκευτικό, κατά τα πρότυπα των Καθολικών και των Διαμαρτυρομένων, άλλα «εμπορικό» ή «καταναλωτικό», σύμφωνα με τη φρασεολογία της εποχής μας.
Καθιερώσαμε το χριστουγεννιάτικο «δέντρο» - κι ας μην έχουμε ούτε έλατα, για να τα κόβουμε αλόγιστα και να στολίζουμε τα σπίτια μας. Καταργήσαμε τα κάλαντα που τραγουδούσανε τα παιδιά, για να τ’ ακούμε τώρα μόνο από τα CD ή απ’ τις ανούσιες τηλεοπτικές εκπομπές. Μεταφυτέψαμε την ευρωπαϊκή συνήθεια των «ρεβεγιόν» για να τα μεταβάλουμε σε ταβερνο – υπόθεση, με ακριβοπληρωμένα «νταμπλ ντοτ», οργανωμένα με «προγράμματα» πρόχειρα και κουραστικά, που τα παρακολουθούμε καρφωμένοι σε μια καρέκλα, στριμωγμένοι, παστωμένοι σαρδεληδόν.
Εγκολπωθήκαμε – και με επιδεικτικό τρόπο – το έθιμο τάχα, της τριήμερης χριστουγεννιάτικης εκδρομικής εξόρμησης και τη μεταβάλαμε σε μια πανικόβλητη, θαρρείς, φυγή από τα σπίτια μας, σα να μη μας χωρούνε τις γιορτάσιμες ημέρες – κι ας έχουμε ξοδέψει χρήματα άφθονα για να τα εξοπλίσουμε με όλες τις μοντέρνες ανέσεις. Καταργήσαμε το κλασικό, οικογενειακό μας «χριστουγεννιάτικο τραπέζι», όπου καθόμαστε όχι μόνο για να γευτούμε την καλοψημένη γαλοπούλα μας, αλλά και να κουβεντιάσουμε συγχρόνως τα αντρόγυνα μεταξύ μας, οι γονείς με τα παιδιά μας, αδέρφια, θείοι και ξαδέρφια, να πούμε λίγο τα οικογενειακά μας, να ζεσταθούνε λίγο οι παγωμένες οι καρδιές μας, σε μια συζήτηση αληθινής αγάπης και στοργής – που αυτές τις δύσκολες ημέρες της οικονομικής και ανθρωπιστικής κρίσης – την έχουμε ίσως περισσότερο ανάγκη, την οικογενειακή αυτή κουβέντα.
Υποταχθήκαμε στην επιδημική μόδα να ανταλλάζουμε εκατομμύρια «ευχετήριες κάρτες» και e-mail, εμείς που ξεχνούμε ή δυσανασχετούμε ίσως, όταν είναι να στείλουμε ένα χειρόγραφο γράμμα με λίγες αράδες, στη μάνα, στον πατέρα, στον αδερφό, αν ζούνε μακριά μας, στην επαρχία, στο χωριό. Έτσι, με προεξάρχουσα την... αρχιμαϊμού την πόλη που ζούμε, αφήσαμε τα έθιμα και τις συνήθειες να μαραθούν που είχαμε καταβολές σ’ αυτόν τον τόπο, «κι αλλάξαμε ζωή» που λέει και ο ποιητής.
Αλλά και που τα λέμε όλα αυτά, τι βγαίνει; - θα παρατηρήσει εδώ ο αναγνώστης. Τίποτα δεν βγαίνει. Ο κόσμος τραβάει τον δρόμο του, η κοινωνία μας, παραζαλισμένη, ακολουθεί τους «συρμούς» έτσι καθώς μας έρχονται αδιάκοπα κι απανωτά από τα ευρωπαϊκά κανάλια, η όποια τους πραμάτεια. Ωστόσο χρειάζεται και να τα λέμε πότε – πότε. Αν όχι για άλλο λόγο, τουλάχιστο για να καταλαβαίνουμε το γιατί οι χριστουγεννιάτικες γιορτές φτάνουν και φεύγουν χωρίς να φέρνουν ή ν’ αφήνουν πίσω τους καμιά σχεδόν αγαλλίαση ψυχής και πνεύματος. Γιορτασμοί τυποποιημένοι, κονσερβαρισμένοι, αποξενωμένοι, χωρίς γιορταστικό άρωμα, χωρίς γιορταστική ατμόσφαιρα και γεύση, όχι πια θρησκευτικής αλλά ούτε καν απλής ανθρώπινης εγκάρδιας χαράς. Κι ακόμα για να συνειδητοποιούμε τι απερίγραφτο κοινωνικό μωσαϊκό αποτελούμε ύστερα από δυο αιώνες περίπου κακοχώνευτες αλλότριες επιρροές.
Ο Δημήτρης Τσικούρας είναι λογοτέχνης – ποιητής και ιστορικός μελετητής