Του Χρήστου Τσαντήλα
Η ΜΙΚΡΗ κοινωνία του παραλιακού χωριού αναστατώθηκε Κυριακάτικα. Καθώς τη χειμερινή ηρεμία της (και την «τουριστική μοναξιά») τάραξε ένα γεγονός, το οποίο έφερε κοντά της "επίσημες αρχές" και ...κουστουμαρισμένους βουλευτές, υπουργούς, προέδρους, συμβούλους, παρασυμβούλους, ομιλίες, γλυκίσματα, γλάστρες, χαιρετούρες και τα σχετικά... Τη «χειροπιαστή» πλευρά της Πολιτείας δηλαδή. Που διαθέτει «σάρκα και οστά» να προβάλλει τα... επιτεύγματά της στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης στους (ξεπαγιασμένους ελλείψει θέρμανσης αλλά και γιατρού) κατοίκους της υπαίθρου...
ΕΠΡΟΚΕΙΤΟ για τα επίσημα εγκαίνια του χώρου που θα στεγάσει το αγροτικό ιατρείο. Στο οποίο θα πηγαίνουν υποτίθεται, οι ασθενείς του χωριού και οι ασφαλισμένοι να βρουν την υγειά τους. Μόνο που το ιατρείο άνοιξε χωρίς γιατρό! ‘Η καλύτερα, θα τον έχουν επισκέπτη για δυο φορές την εβδομάδα, τις υπόλοιπες ημέρες απαγορεύεται οι κάτοικοι να... ασθενούν! Αυτό όμως, δυστυχώς, είναι το φυσιολογικό... Σιγά μην υπάρχει ιατρική φροντίδα, όπως πρέπει, για τους κατοίκους της υπαίθρου, ιδιαίτερα τώρα με την οικονομική κρίση που έπεσε ψαλίδι στα πάντα. Όμως, δεν έχω σκοπό να σταθώ σ΄αυτά...
ΚΑΙ ΚΑΘΩΣ όλα τα απίστευτα πλέον, κατέστησαν... φυσιολογικά, γι’ αυτό μπορώ και να εξηγήσω την έκδηλη αποστροφή του κόσμου απέναντι στην Πολιτεία. Από τους 2.000 περίπου μόνιμους κατοίκους του χωριού, στα εγκαίνια του ιατρείου παρευρέθηκαν καμιά... τριανταριά!
ΠΙΑΝΩ λοιπόν τα «ανεπίσημα» και καθώς προσπερνώ τον χώρο της γιορτής, βρίσκομαι ανάμεσα σε αγανακτισμένους του χωριού (και του ασφαλιστικού συστήματος) που σέρνουν τα εξ αμάξης σε (παρόντα) πολιτικά πρόσωπα ειδικώς και γενικώς στο... σύστημα. Κάποιοι συγκρατούν κάποιους, μην πλησιάσουν το «μπουλούκι» των επισήμων και εκτονωθούν με άγριο και χυδαίο, απ' ό,τι κατάλαβα, τρόπο. Μα είναι δυνατόν ένα τέτοιο έργο, προσφερόμενης υγείας, να δίχασε ένα ολόκληρο χωριό;
ΔΥΣΤΥΧΩΣ αυτό που αναπτύσσεται, σιωπηλά είναι αλήθεια, δεν είναι άλλο από ένα «κύμα αγανάκτησης» και θυμού στον κόσμο. Είναι αυτό ακριβώς που περιέχεται στη φράση του πιο ασυγκράτητου της παρέας που κοντοστέκεται μπροστά μου: «Βρε τους Καραγκιόζηδες»! Ο οποίος δεν ξέρει ότι έτσι αδικεί τον Καραγκιόζη (το κάνουμε πολλοί αυτό, όπως μου λέει ένας σοφός φίλος...) αλλά λέει αυτό που κατά βάθος τον εκφράζει. Θέλει να εκτονωθεί, να εκδηλώσει σε όσους νιώθει στο "αντίπαλο στρατόπεδο" τον θυμό του για εκείνους που του έκαναν δύσκολη τη ζωή. Που του έκλεψαν από την τσέπη τη μισή σύνταξη, που του στέρησαν επιδόματα και εφάπαξ, που τον έβαλαν, με το έτσι θέλω, να πληρώσει δέκα φορές το σπίτι που έχτισε χύνοντας ιδρώτα μια ζωή, που άφησαν τα παιδιά άνεργα έτοιμα να αλλάξουν πατρίδα...
ΤΟ περιστατικό των εγκαινίων δεν είναι παρά ένα προμήνυμα για το τι έρχεται. Αυτή τη φορά η τελετή του κοψίματος της κορδέλας, έγινε. Την επόμενη φορά όμως; Θα είναι άλλο ένα κύμα αγανάκτησης και μέχρις εκεί; ‘Η θα είναι τσουνάμι η οργή του κατατρεγμένου οικογενειάρχη, του αιωνίως οφειλέτη Έλληνα;