Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα
Ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας θα είναι ο υποψήφιος της Αριστεράς για τη θέση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σύμφωνα με απόφαση που έλαβε στη Μαδρίτη το Συνέδριο του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, μια υποψηφιότητα η οποία (παρά τις λυσσαλέες αντιδράσεις που έχουν εκδηλωθεί στην Ελλάδα) περιποιεί τιμή για τη χώρα, το κόμμα του, αλλά και τον ίδιο.
Ωστόσο, αν αυτό για τον ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί επιβεβαίωση της ρήσεως του Κωνσταντίνου Καραμανλή ότι «έξω πάμε καλά», ουδείς μπορεί να ισχυρισθεί ότι το ίδιο καλά πάνε τα πράγματα για το κόμμα στο εσωτερικό χώρας, καθώς συνεχίζει να εμφανίζει δημοσκοπική στασιμότητα.
Κι αυτή η εικόνα, σε συνδυασμό με τις βίαιες (με εργολαβικό τρόπο, θα μπορούσε να ισχυρισθεί κάποιος) επιθέσεις που δέχεται από τα κυρίαρχα ΜΜΕ, φυσικά δε και πρωτίστως από την κυβέρνηση, με χτυπήματα πολλάκις κάτω από τη μέση, με εμμονική εναντίον του κριτική, με «μονταζιέρες» και γκεμπελικές πρακτικές, θολώνει περαιτέρω (και συνεπώς η κοινωνία παραμένει διστακτική απέναντί του) αφού ταλανίζεται από εσωκομματικές έριδες, αντιθέσεις και αντιφάσεις.
Αυτή δε η τελευταία επισήμανση είναι που δίνει «τροφή» στην κυβέρνηση και τα κυρίαρχα ΜΜΕ να δαιμονοποιούν το κόμμα της μείζονος αντιπολιτεύσεως, που παρέχει το έδαφος και τη βάση για τις βίαιες εναντίον του επιθέσεις, οι οποίες ταυτόχρονα δείχνουν και την αγωνία των κυρίαρχων – μνημονιακών ελίτ, ενόψει του ενδεχομένου απώλειας της εξουσίας.
Οι προαναφερθείσες έριδες, αντιθέσεις και αντιφάσεις, στοιχεία αναπόφευκτα όχι μόνο στην ίδια την Αριστερά διαχρονικά, αλλά και ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι το κόμμα από το 4% ανήλθε στο 27%, δεν έχουν λυθεί, ούτε καν διευθετηθεί, όπως, εξ άλλου, φαίνεται προς τα έξω (και αυτή μοιάζει να είναι η αχίλλειος πτέρνα του ΣΥΡΙΖΑ) ότι δεν έχει ακόμη αποκρυσταλλώσει και ενιαιοποιήσει την πολιτική του γραμμή και πάνω από όλα δεν έχει απαντήσει με πειστικό τρόπο στο ερώτημα «με ποια χρήματα» και «με ποιο τρόπο» θα υλοποιήσει τα όσα ευαγγελίζεται.
Αυτές τις αντιφάσεις και τις, εν πολλοίς, «παιδικές ασθένειες» ενός πρώην μικρού κόμματος, το οποίο ξαφνικά έγινε μεγάλο, το οποίο προσπάθησε, μέσω ενός Συνεδρίου, να μετατραπεί από κόμμα συνιστωσών σε ενιαίο κόμμα, δηλαδή να ωριμάσει βιαίως και το οποίο πιθανόν να κληθεί να ασκήσει κυβερνητική εξουσία, είναι αποκλειστικά δικό του θέμα να τις λύσει κι όσο και αν οι πολιτικοί του αντίπαλοι κάνουν την τρίχα – τριχιά, φαίνεται πως είναι ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος διαχειρίζεται πολλά ζητήματα με ανωριμότητα, έλλειψη ρεαλισμού και ενιαίας γραμμής και πολλάκις με ερασιτεχνικό και ασυγχώρητο τρόπο για ένα κόμμα το οποίο ευρίσκεται στα πρόθυρα της εξουσίας.
Ορισμένοι (ακόμη και καλοπροαίρετοι, προερχόμενοι από τον χώρο της μεταπολιτευτικής ευρωκομμουνιστικής αριστεράς, του ΚΚΕ εσωτερικού και εντεύθεν, από την οποία προέκυψε ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ) ισχυρίζονται ότι η ηγεσία του κόμματος ίσως να λειτουργεί με τη «λογική της παρέας», ίσως να διακατέχεται από «μικρομεγαλισμό» και άλλα πολλά ίσως, τα οποία, όμως, μπορεί να αποδειχθούν καταστροφικά για την περαιτέρω πορεία του κόμματος, ενός κόμματος στο οποίο ιστορικά και παρά τις δυσκολίες ή τις ακόμη και προσωπικού χαρακτήρα αντιθέσεις και συγκρουόμενες στρατηγικές, το μείζον ήταν η διατήρηση της εσωκομματικής δημοκρατίας και του πλουραλισμού, σε σκέψεις, απόψεις και ιδέες.
Κι αυτό (όσο κι αν ξενίζει τα αρχηγικού τύπου αστικά κόμματα) δεν συνεπάγεται ασυδοσία της μειοψηφίας απέναντι στις αποφάσεις της πλειοψηφίας στα κομματικά όργανα, δηλαδή με άλλα λόγια είναι επιβεβλημένο οι εκφραστές μειοψηφικών απόψεων στα ανωτέρω όργανα, στις δημόσιες εμφανίσεις τους να αποφεύγουν την έκφραση των προσωπικών τους απόψεων και αντιθέτως οφείλουν να υπεραμύνονται των συλλογικών αποφάσεων.
Αλήθεια δεν είναι ερασιτεχνισμός και απειρία το να διασύρεται ένα κόμμα από λαθεμένη επικοινωνιακή στρατηγική στο θέμα των φαρμάκων και να μην μπορεί να αναδείξει την επιχειρηματολογία του ή ακόμη το να «μπαίνει» στο παιχνίδι της αντιπαραθέσεως με έναν υπουργό και δη τον κ. Α. Γεωργιάδη, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, τον οποίο προφανώς κάποιοι επιτελείς του αφρόνως συμβούλεψαν και αυτός (από απειρία;) αποδέχθηκε;
Αλήθεια τι σημαίνει για ένα κόμμα, που ευρίσκεται στα πρόθυρα της εξουσίας, το κάθε στέλεχος κι ο κάθε βουλευτής του (ακόμη δε και πρόσωπα σεβάσμια και με «μπαρούτι στους ώμους») να βγαίνει και να λέει (και το κυριότερο να διοχετεύει σε εχθρικά προς το κόμμα ΜΜΕ) το «μακρύ του και το κοντό του», στο όνομα μίας κακώς εννοούμενης εσωκομματικής δημοκρατίας;
Αλήθεια τι σημαίνουν, επίσης, οι κατά καιρούς ναρκισσιστικού τύπου αυτοπροβολές ορισμένων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ (και δη συνεργαζομένων μαζί του) και οι δημόσιες ανταλλαγές διαξιφισμών και χαρακτηρισμών μεταξύ (υποτίθεται) «συντρόφων», ανταλλαγές που σε καμία περίπτωση δεν συνάδουν με το ήθος και την αισθητική της Αριστεράς;
Αλήθεια τι νόημα έχει η συνεχής υπερπροβολή της (καλώς ή κακώς) μειοψηφικής στα κομματικά όργανα θέσεως κατά του ευρώ και της Ευρωζώνης, όταν ο ίδιος ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ έχει αποσαφηνίσει το ευρωπαϊκό πλαίσιο δράσεως και λειτουργίας του κόμματος;
Είναι εμφανές, λοιπόν, ότι τέτοιου είδους εικόνες, συμπεριφορές και πολυγλωσσία συνιστούν από μόνες τους το θέαμα μιας πολιτικής Βαβέλ, η οποία δύσκολα θα μπορέσει να πείσει την κοινωνία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να αποτελέσει την εναλλακτική λύση – πρόταση για την έξοδο της χώρας από την κρίση.
Κι αν μάλιστα αρχίσουν (κάτι που δεν είναι απίθανο – αν θυμηθεί κανείς ανάλογες συμπεριφορές στελεχών άλλων κομμάτων, κυρίως στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, όταν βρίσκονταν στα πρόθυρα της εξουσίας) να γνωστοποιούνται ή να εκδηλώνονται προσωπικές στρατηγικές ή προσωπικές επιθυμίες και εξουσιαστικές προθέσεις από κάποιους εντός του ΣΥΡΙΖΑ, τότε η κατάσταση θα γίνει περαιτέρω επικίνδυνη για το κόμμα και τις πάσης φύσεως προοπτικές του.-