Γράφει ο Δημήτρης Βάλλας
Όταν καμιά φορά τα ιστορικά «μπλέκονται» με την Τέχνη, την αισθητική και την ελευθερία της έκφρασης των δημιουργών τα αποτελέσματα είναι πολλές φορές απρόσμενα εντυπωσιακά...
Έτσι με την ευκαιρία της συμπλήρωσης φέτος των 100 χρόνων από τον θάνατο του Γεωργίου Α’ για πρώτη φορά στην Ελλάδα εγκαινιάστηκε στην Αθήνα και θα διαρκέσει μέχρι την 12η Δεκεμβρίου ομαδική Ιστορική Εικαστική Έκθεση σύγχρονων Ελλήνων δημιουργών.
Η Έκθεση έχει σαν θέμα της το ιστορικό αποτύπωμα του μακροβιότερου βασιλιά της νεότερης Ελλάδος και το επιχειρεί μέσα από πίνακες ζωγραφικής, γλυπτά και φωτογραφίες!
«Ο Γεώργιος Α’ θα αναφέρει ο Νίκος Βατόπουλος με αφορμή την Έκθεση –που έγινε αφορμή και για τη δική μας ιστορική ανίχνευση σήμερα-, ήταν ένας από τους μακροβιότερους μονάρχες στην Ευρώπη. Υπήρξε ανώτατος άρχων στην Ελλάδα επί 50 έτη. Ενθρονίστηκε το 1863 και δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1913. Φέτος, συμπληρώνονται 100 χρόνια από τον θάνατο ενός ηγέτη, για τον οποίον οι σύγχρονοι Έλληνες γνωρίζουν ελάχιστα. Επικρατεί ένα καθεστώς σύγχυσης, παρανόησης ή αδιαφορίας. Ανεξάρτητα από την πολιτική, ιδεολογική ή συναισθηματική σχέση που μπορεί να έχει κανείς με τη συμβολή του Γεωργίου Α’ στην ανάπτυξη της Ελλάδας, είναι γεγονός ότι στη διάρκεια της βασιλείας του η χώρα άλλαξε σημαντικά, χάρη στα μεγάλα έργα υποδομής επί Χαριλάου Τρικούπη, στον υπερδιπλασιασμό της πρωτεύουσας, στον ατυχή πόλεμο του 1897, στην αλλαγή του διεθνούς γεωστρατηγικού πλαισίου μετά την ενοποίηση της Γερμανίας και την παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και εν τέλει στους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους.
Καθώς η ελληνική κοινωνία προχωράει, ολοένα και πιο άμεσο είναι το αίτημα για εθνική αυτογνωσία μέσα από τη διαδικασία της κατανόησης και της προβολής μισο-φωτισμένων ιστορικών περιοχών ή προσώπων.
Η δολοφονία του βασιλιά, ακόμα μετά από τόσα χρόνια για τους ιστορικούς ερευνητές παραμένει ένα μυστήριο. Έγινε σε μια χρονική στιγμή στα πρόθυρα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και στην κρίσιμη περίοδο που ο ελληνικός στρατός είχε καταλάβει τη Θεσσαλονίκη και η Ελλάδα πλέον μετά τους νικηφόρους πολέμους χάραζε τα νέα της σύνορα. Ο δολοφόνος του, μία αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, ο Αλέξανδρος Σχινάς, συνελήφθη, αλλά στη συνέχεια εκπαραθυρώθηκε από το διοικητήριο που ήταν φυλακισμένος, ενώ κάηκαν και όλα τα αρχεία της ανάκρισης μέσα στο πλοίο που τα μετέφερε στην Αθήνα.
...Κλικ λοιπόν στη μηχανή του χρόνου και πάμε:
“Τον Μάρτιο του 1913 ο βασιλιάς Γεώργιος βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, λίγους μήνες μετά την απελευθέρωσή της από τους Οθωμανούς. Ο Γεώργιος μετά την κατάληψη της πόλης, διέμενε εκεί για να εδραιωθεί και με την προσωπική του παρουσία η κυριαρχία της Ελλάδας στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας.
Το απόγευμα της 5ης Μαρτίου, ενώ πραγματοποιούσε τον καθιερωμένο απογευματινό του περίπατο, κατέβηκε στην αποβάθρα του Λευκού Πύργου. Μαζί του ήταν και ο υπασπιστής του ταγματάρχης Φραγκούδης. Στη γωνία της οδού Αγίας Τριάδος, σημερινή Βασιλίσσης Όλγας, ο Αλέξανδρος Σχινάς πλησίασε και από μικρή απόσταση πυροβόλησε τον Γεώργιο. Στη συνέχεια προσπάθησε να πυροβολήσει και τον υπασπιστή του, αλλά συνελήφθη από τους συνοδούς χωροφύλακες. Τραυματισμένος θανάσιμα ο βασιλιάς μεταφέρθηκε στο Παπάφειο Ίδρυμα, αλλά οι γιατροί δεν μπόρεσαν να του προσφέρουν καμία βοήθεια, αφού ο βασιλιάς ήταν ήδη νεκρός.
Αμέσως η πόλη τέθηκε σε κατάσταση επιφυλακής, τα καταστήματα έκλεισαν και άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες των εκκλησιών πένθιμα. Η είδηση της δολοφονίας έφτασε στην Αθήνα αργά το βράδυ, με τηλεγράφημα του πρίγκηπα Νικολάου, στον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο. Αμέσως εκείνος κάλεσε τους πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων και τους ανακοίνωσε επίσημα το γεγονός. Με έκτακτο φύλλο της Εφημερίδας της Κυβέρνησης έγινε η αναγγελία προς τον ελληνικό λαό του θανάτου του βασιλιά Γεωργίου Α’. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος από τα Ιωάννινα όπου βρισκόταν, αναχώρησε για την Αθήνα και ορκίστηκε ως νέος βασιλιάς. Παρόλο που ο δολοφόνος πιάστηκε και ομολόγησε, ποτέ δεν έγιναν γνωστά τα κίνητρα της δολοφονίας, ούτε αν ο Σχινάς έδρασε μόνος του ή ήταν εκτελεστικό όργανο κάποιων άλλων. Την εποχή της δολοφονίας οι γεωστρατηγικές συνθήκες στην ευρύτερη περιοχή ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητες. Ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη και ήδη στην Ευρώπη πλήθαιναν τα φαινόμενα που προανήγγειλαν την έναρξη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Η ύπαρξη ενός αγγλόφιλου βασιλιά στον θρόνο της Ελλάδας αποτελούσε εμπόδιο στα σχέδια των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανίας, Αυστροουγγαρίας) για τη δημιουργία ενός συμμαχικού συνασπισμού. Η αντικατάστασή του από τον διάδοχο Κωνσταντίνο, ο οποίος ήταν δηλωμένα γερμανόφιλος, θα διευκόλυνε τα σχέδιά τους. Η επίσημη εκδοχή, περί μεμονωμένου παρανοϊκού δολοφόνου, δεν έπεισε πολλούς. Παρ’ όλα αυτά παραμένει ως εκδοχή και ήταν αυτή που τελικά υιοθετήθηκε από την πολιτεία, πιθανώς για λόγους σκοπιμοτήτων και διατήρησης ισορροπιών στις εύθραυστες συνθήκες που επικρατούσαν παγκόσμια.
Μια δεύτερη εκδοχή, υποστηρίζει ότι ο Σχινάς έδρασε ως όργανο των Βουλγάρων, κάτι που ενισχύεται από το γεγονός ότι ο δολοφόνος είχε το προηγούμενο διάστημα τακτικές επαφές με τον Βούλγαρο συνταγματάρχη και κομιτατζή Τσιλιγκέρωφ. Μία τρίτη θεωρία υποστηρίζει ότι ο πραγματικός δολοφόνος ήταν ένας Αυστριακός αξιωματικός που υπηρετούσε σε ένα αυστριακό πολεμικό πλοίο, το οποίο βρισκόταν εκείνες τις μέρες στη Θεσσαλονίκη. Μετά την πράξη του ο Αυστριακός αξιωματικός έσπευσε να εξαφανιστεί και στη θέση του συνέλαβαν τον Σχινά, ο οποίος περνούσε τυχαία από εκεί και εξαιτίας του ιδιόρρυθμου χαρακτήρα του ανέλαβε την ευθύνη της δολοφονίας. Μία τέταρτη εκδοχή, η οποία από τους περισσότερους μελετητές θεωρείται η επικρατέστερη, μιλά για γερμανοαυστριακή συνωμοσία. Είναι μια άποψη που διατυπώνουν τόσο ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος στα «Απομνημονεύματά» του όσο και ο στρατηγός Λ. Παρασκευόπουλος στις «Αναμνήσεις» του.
Όποιες και αν είναι οι θεωρίες για τα κίνητρα του δολοφόνου, δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ. Ο βασιλιάς Γεώργιος κατάφερε και έγινε πολύ αγαπητός στον ελληνικό λαό. Κατάφερε ακόμα και έμεινε μακριά από τα πολιτικά πάθη που συντάραξαν τους Έλληνες και αυτή η ουδετερότητά του εκτιμήθηκε. Από πολλούς ο θάνατος του θεωρήθηκε μεγάλη απώλεια για την Ελλάδα. Και υπό μία έννοια ήταν, αφού τα γεγονότα που ακολούθησαν το επιβεβαίωσαν με τον πιο δραματικό τρόπο για την έκβαση της ελληνικής ιστορίας».