* Του Γιώργου Απ. Μίγα, Δικηγόρου
Η χώρα μας συγκλονίζεται από πρωτόγνωρα γεγονότα. Ζούμε όλοι μας την αγωνία για το αύριο. Και σ’ αυτό το αβέβαιο περιβάλλον καλείται η Αριστερά να δώσει το δικό της πειστικό σχέδιο για την Ελλάδα του αύριο. Να ενώσει και να εμπνεύσει τις υγιείς και παραγωγικές δυνάμεις αυτού του τόπου. Να απευθυνθεί στον άνεργο, στον νέο επιστήμονα των 450 ευρώ τον μήνα, στους ανθρώπους της παραγωγής –υπάρχουν πολλοί ακόμη- που πασχίζουν να κρατήσουν όρθια και ανοιχτή την επιχείρηση τους, να οργώσουν το χωράφι τους, να πουλήσουν τα προϊόντα τους, να βρουν νέες αγορές, να αντέξουν χωρίς καμία βοήθεια ρευστότητας από το τραπεζικό σύστημα. Να μιλήσει η Αριστερά όχι με γενικότητες, ασάφειες και καταγγελίες. Αλλά με λόγο και κυρίως με έργο που θα εμπνέει και θα δίνει ελπίδα. Που δεν θα κολακεύει ομάδες και συντεχνίες προκειμένου να γίνει αρεστή. Και που θα πρέπει να πει τα πράγματα με το όνομα τους. Για παράδειγμα να πει πως δεν είναι δυνατόν 300 ή 400 διοικητικοί υπάλληλοι του Πανεπιστημίου και του Πολυτεχνείου να κρατούν ομήρους χιλιάδες φοιτητές και τις οικογένειες τους. Για την Αριστερά υπάρχει μόνο το ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Χωρίς συντεχνίες, οικογενειοκρατία και προνομιούχες μειοψηφίες που δεν θέλουν να αλλάξει τίποτε. Να πει ναι στην αξιολόγηση και όχι στην στείρα άρνηση αυτής. Να καταστήσει σαφές στον κόσμο πως θα χρειαστούν θυσίες και αλλαγές. Διότι για παράδειγμα δεν θα βγούμε από τη κρίση με το 60% σχεδόν των συνταξιούχων μεταξύ 50 και 58 ετών. Με έναν δημόσιο τομέα ανίκανο να λειτουργήσει, χωρίς αξιολόγηση και χωρίς έλεγχο. Να τολμήσει να μιλήσει για έναν δημόσιο τομέα στον οποίο ο πραγματικά ικανός θα αμείβεται και ο μη ικανός δεν θα έχει θέση σ’ αυτό. Που ο ικανός θα αξιολογείται με βάση τα πραγματικά προσόντα και όχι με τα σημειώματα του κομματικού προϊσταμένου του.
Όμως αν θέλει η Αριστερά να αλλάξει την κοινωνία πρέπει πρώτα να αλλάξει η ίδια αναγνωρίζοντας τα λάθη της. Και για να την αναγορεύσει ο ελληνικός λαός σε πλειοψηφία πρέπει να μάθει να διοικεί δημιουργώντας ταυτόχρονα πλειοψηφική δυναμική με συμμαχίες τόσο στο εσωτερικό της αλλά και εκτός αυτού. Πως θα γίνει αυτό; Με τη συμμαχία, πριν από όλα, των κομμάτων της Αριστεράς. Και αυτό αφορά κυρίως (αλλά όχι μόνο) τα κόμματα του ΣΥΡΙΖΑ και της ΔΗΜΑΡ τα οποία πρέπει να δώσουν ένα σαφές μήνυμα. Και από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ να παύσουν οι δογματικοί αποκλεισμοί και οι εναγκαλισμοί με δυνάμεις ενός ακραίου λαϊκισμού, «τύπου» Καμμένου και όχι μόνο, και από την πλευρά της ΔΗΜΑΡ να παύσουν οι θέσεις «ναι μεν αλλά και θα εξετάσουμε στο μέλλον τις συνθήκες για πιθανές συμμαχίες». Δεν τιμούν την ιδεολογία και την πολιτική ηθική της Αριστεράς τα μισόλογα, οι ασάφειες και οι κάθε είδους δισταγμοί που μπορεί να ερμηνευτούν ως πολιτικός καιροσκοπισμός. Η Ιστορία δεν δίνει πάντα τις ευκαιρίες και ούτε θα περιμένει πότε θα αποφασίσουν ο κ. Τσίπρας ή ο κ. Κουβέλης να μιλήσουν δημοσίως για την ανάγκη συμμαχιών. Και η Ιστορία καλεί σήμερα την Αριστερά να παίξει τον ρόλο του πρωταγωνιστή και όχι μίας απλής συμπληρωματικής δύναμης.
Διότι όπως είπε προσφάτως ο Γιάννης Δραγασάκης σε μία δημόσια τοποθέτησή του «για να παύσει να είναι η Αριστερά ή τμήματα αυτής συμπληρωματική ή περιφερειακή δύναμη ενός άλλου κόμματος (της Ενώσεως Κέντρου ή του ΠΑΣΟΚ στο παρελθόν) πρέπει να μάθει να δημιουργεί συμμαχίες». Και πριν απευθυνθεί η Αριστερά για συμμαχίες σε άλλη «πολιτική γειτονιά» πρέπει πρώτα να απευθυνθεί στην «πολιτική της αυλή». Και αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι αποκλείονται, ως πιθανοί σύμμαχοι, οι εκτός αριστεράς πολιτικές δυνάμεις. Και υπάρχουν σαφώς και δυνάμεις εκτός της αριστεράς που αγωνιούν και αυτές για το μέλλον του τόπου. Διότι δεν είναι προνόμιο μόνο της αριστεράς να οραματίζεται και να αγωνιά. Και μία σύγχρονη και ευρωκεντρική Αριστερά πρέπει να ανοίξει τα φτερά της και σ’ αυτές τις δυνάμεις ακόμη και να δεν υπάρχει σύμπτωση απόψεων.
Όσον αφορά τη ΔΗΜΑΡ δεν τίθεται δίλλημα αν θα πρέπει να συμμετάσχει στο μέλλον σε μία κυβέρνηση με κορμό την Ν.Δ ή τον ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτό διότι μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2012 υπήρξαν απόψεις εντός της ΔΗΜΑΡ (και σε τοπικό επίπεδο) που έλεγαν πως είτε με τη Ν.Δ είτε με τον ΣΥΡΙΖΑ το ίδιο δίλλημα θα τίθεται. Αλλά αυτό είναι θέμα μίας άλλης συζήτησης που θα ανοίξει στο μέλλον προκειμένου να κριθούν και αυτές οι απόψεις.
Τελειώνοντας, θα ευχόμουν να αναληφθούν πρωτοβουλίες από τα κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ και ΔΗΜΑΡ) και να ανοίξει ένας ειλικρινής και θαρραλέος διάλογος, χωρίς μικροψυχίες και μικροπολιτικές φοβίες, για την ανάγκη συμμαχιών και γιατί όχι και σε βάθος χρόνου ενός διαλόγου για ένα ελάχιστο κοινό αριστερό κυβερνητικό πρόγραμμα. Ίσως χρειαστεί.