Από τον Δούκα Δ. Γραβάνη
1965: Πολλοί βουλευτές της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου (Ένωση Κέντρου), η οποία είχε προέλθει από ευρεία εκλογική νίκη (ποσοστό: 53%), αποσύρουν την εμπιστοσύνη τους από αυτήν και την ανατρέπουν. Αμέσως μετά, οι ίδιοι βουλευτές στηρίζουν τον σχηματισμό μιας νέας κυβέρνησης εντός του Κοινοβουλίου. Για τούτο και ονομάζονται «αποστάτες», το δε γεγονός της πράξης τους «Αποστασία»: επειδή, αντί να παραιτηθούν ως εκλεγμένοι με τον πολιτικό σχηματισμό που οι ίδιοι εμπράκτως καταδίκασαν, προέβησαν στη σύσταση/στήριξη μιας νέας κυβέρνησης (χωρίς μάλιστα να έχει προηγηθεί η έγγραφη παραίτηση της προηγούμενης!). Η νέα κυβέρνηση των αποστατών δεν κατάφερε να συγκεντρώσει την απαραίτητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ωστόσο η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου είχε οριστικά ανατραπεί, και μαζί της η λαϊκή θέληση που την επέλεξε ως κύριο εκφραστή της.
1992-93: Ο Αντώνης Σαμαράς παραιτείται από βουλευτής της ΝΔ ύστερα από την αποπομπή του από το υπουργείο Εξωτερικών της κυβέρνησης του Κ. Μητσοτάκη. Το γεγονός, αν και καταχωρίσθηκε στη συλλογική μνήμη ως «αποστασία Σαμαρά», καθότι ο σημερινός πρωθυπουργός συνετέλεσε καταλυτικά στην ανατροπή της κυβέρνησης Μητσοτάκη, δεν έχει τα χαρακτηριστικά της Αποστασίας. Και τούτο γιατί ο Α. Σαμαράς δεν στήριξε τη δημιουργία μιας άλλης κυβέρνησης (όπως ο Κ. Μητσοτάκης το ’65): παραιτήθηκε, και στις επόμενες εθνικές εκλογές συμμετείχε (και κρίθηκε) ως πρόεδρος του νεοσύστατου πολιτικού φορέα της «Πολιτικής Άνοιξης».
Οι παραπάνω δύο ιστορικές επισημάνσεις έχουν σημασία, αν θέλουμε να ερμηνεύσουμε δίχως προκαταλήψεις την επαναφορά του όρου «αποστασία» στο τρέχον πολιτικό λεξιλόγιο.
Τις ημέρες που ακολούθησαν της πρότασης μομφής, ο Α. Τσίπρας απευθύνθηκε προσωπικά στους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ καλώντας τους «να θέσουν με την ψήφο τους τέρμα στην καταστροφική πορεία της χώρας», εμμέσως πλην σαφώς προτρέποντάς τους να μιμηθούν το παράδειγμα της βουλευτή του ΠΑΣΟΚ Θ. Τζάκρη που υπερψήφισε την πρόταση δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Ε. Βενιζέλος αντέδρασε έντονα, κατηγορώντας τον κ. Τσίπρα ότι απευθύνει μία «αγοραία πρόσκληση αποστασίας», συνεπικουρούμενος από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Σ. Κεδίκογλου, ο οποίος, απόλυτα ευθυγραμμισμένος με τη δήλωση Βενιζέλου, κατηγόρησε τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι «ποντάρει στην αποστασία». Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως απάντηση στις κατηγορίες που του αποδόθηκαν διά στόματος του αντιπροέδρου της κυβέρνησης και του εκπροσώπου της, δήλωσε ότι «για τα περί αποστασίας ας απευθυνθούν στον πρωθυπουργό», υπενθυμίζοντας έτσι την «αποστασία Σαμαρά» με μία φράση που ανακαλεί τη λαϊκή παροιμία «στο σπίτι του κρεμασμένου, δεν μιλάνε για σκοινί».
Προφανώς ο κ. Βενιζέλος δεν έχει δίκιο όταν κατηγορεί τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ ότι καλεί τους βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας σε αποστασία. Και τούτο γιατί είναι συνταγματικά θεμιτή και προβλεπόμενη η ενέργεια της άρσης εμπιστοσύνης των κυβερνητικών βουλευτών προς την κυβέρνηση, αν κρίνουν πως η ασκούμενη κυβερνητική πολιτική δεν εξυπηρετεί το λαϊκό συμφέρον. Εξάλλου, το ίδιο το Σύνταγμα κατοχυρώνει το δικαίωμα του βουλευτή να καταψηφίσει την κυβέρνηση, προβλέποντας για το λόγο αυτό τις διαδικασίες της πρότασης δυσπιστίας ή της καταψήφισης νομοσχεδίων και προϋπολογισμού. Άρα, αν ο οποιοσδήποτε βουλευτής της συμπολίτευσης, επικαλούμενος το δικαίωμα γνώμης και την ψήφο κατά συνείδηση, διαχωρίσει την πολιτική του θέση από την επίσημη θέση της κυβέρνησης, διόλου δεν σημαίνει πως ανταποκρίνεται σε «καλέσματα αποστασίας». Απλώς πράττει καταπώς κρίνει. Άλλο ζήτημα βέβαια αν είναι από ηθικής σκοπιάς ορθό αυτός ο βουλευτής να διατηρεί τη βουλευτική του έδρα και να μην παραιτείται. Πάντως, σίγουρα δεν είναι –με όρους Δημοκρατίας– υποκείμενο αποστασίας.
Προφανώς ούτε ο κ. Τσίπρας έχει δίκιο όταν επιστρέφει τις κατηγορίες περί «καλέσματος σε αποστασία» με μία ιστορική αναφορά στην «αποστασία Σαμαρά». Γιατί όπως παραπάνω ειπώθηκε, ο νυν πρωθυπουργός δεν ανέστειλε την εμπιστοσύνη του προς την κυβέρνηση της οποίας διετέλεσε υπουργός με σκοπό να συμπράξει σε ένα νέο κυβερνητικό μόρφωμα. Αντίθετα, αυτομάτως παραιτήθηκε.
Επιπλέον, είναι ολωσδιόλου άλλο ο κ. Τσίπρας να ενθαρρύνει τους βουλευτές της συμπολίτευσης να καταψηφίσουν στο Κοινοβούλιο την κυβέρνηση (μία πολιτική πρακτική διαχρονικά παγιωμένη απ’ όλες τις αντιπολιτεύσεις), και άλλο να εμφανίζει το κόμμα του ως πρόθυμο πολιτικό αποδέκτη αυτών των προσώπων. Εν προκειμένω, η πολιτική συμπεριφορά της κ. Τζάκρη επ’ ουδενί δεν μπορεί να θεωρηθεί «αποστασία», αλλά οπωσδήποτε θα ομολογεί έναν πολιτικό αμοραλισμό αν, παραμένοντας στη βουλευτική της έδρα, επιδιώξει την πολιτική της αναβάπτιση μέσω της «συνεργασίας» με τον ΣΥΡΙΖΑ – την ίδια πολιτική μικροπρέπεια θα ομολογεί και ο ΣΥΡΙΖΑ στην περίπτωση που εγκολπωθεί αυτού του είδους τις συμπεριφορές.
Εν τέλει, στη ρευστή πολιτικά τωρινή περίοδο, είναι αναμενόμενο κάθε κόμμα να προσδοκά αφενός να διατηρήσει τις δυνάμεις του, κι αφετέρου να τις αυξήσει. Ο τρόπος με τον οποίο θα τα πράξει αμφότερα, αποτελεί κύριο δείγμα του πολιτικού του στίγματος και της πολιτικής του ηθικής. Η Δημοκρατία είναι ένα πολίτευμα που για να λειτουργήσει δεν χρειάζεται αποστάτες: χρειάζεται ανθρώπους που μπορούν να τεκμηριώσουν υπεύθυνα τη στάση τους, να πείσουν για τις πολιτικές τους επιλογές και να εκφέρουν έναν ακέραιο πολιτικό λόγο. Ο τυχοδιωκτισμός, ο πολιτικός αμοραλισμός και οι αποστασίες μπορεί όντως κατά καιρούς να συγκίνησαν τα πλήθη. Ποτέ όμως τους πολίτες.