Του Χρήστου Τσαντήλα
ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ είναι ανέκδοτο, όχι όμως όπως όλα τα ανέκδοτα, αλλά κάνει τη διαφορά, επειδή προσαρμόζεται απόλυτα με την πραγματικότητα. Οι ήρωες, δεκαετίες πίσω. Και τόπος, το γραφείο του νομάρχη Λάρισας, ή καλύτερα, του σημερινού περιφερειάρχη Θεσσαλίας. Η πόρτα ανοίγει να μπει ο πρόεδρος, μεγάλου, εκείνη την εποχή, χωριού του νομού, ο οποίος μπαίνει αμέσως στο ψητό:
- Νομάρχη μου, θέλω τρία εκατομμύρια δραχμές για να φτιάξω τη στέγη του σχολείου. Τα παιδιά διαμαρτύρονται, στάζει στα θρανία και στα κεφάλια τους νερό...
- Μα, πρόεδρε, μόλις χθες υπέγραψα την απόφαση - ετοιμόλογος ο νομάρχης. Παίρνεις από τη ΣΑΤΑ (τη θυμούνται ως...ευλογία για την Τ.Α. οι παλιοί πρόεδροι...) τρία ολόκληρα εκατομμύρια δραχμές για το σχολείο σου. Τι άλλο θέλεις...
- Μα, νομάρχη μου, για το σχολείο δεν μου δίνεις τίποτα - στην πλάκα(;) ο πρόεδρος. Ένα εκατομμύριο θα πάει στον εργολάβο, ένα στον επιβλέποντα και ένα σε μένα. Για το σχολείο τι μένει; Με τι λεφτά θα το φτιάξω;
(ΠΑΝΕ πια οι καλές παλιές εποχές... Τότε που υπήρχαν λεφτά για... μίζες! Σήμερα δεν υπάρχουν ούτε αυτά. Ή, καλύτερα, μην παίρνουμε και όρκο, δεν τα παίρνουμε και τόσο χαμπάρι...)
ΤΟ ΠΑΡΑΠΑΝΩ περιγραφέν (ανέκδοτο) περιστατικό, δεν είναι και καθόλου... ανέκδοτο. Αποτυπώνει την ωμή αλήθεια για το πώς ακριβώς γίνονταν τότε (και τώρα;) τα όποια έργα στην Ελλάδα. ΕΤΣΙ γίνονταν στη χώρα της απάτης, της μίζας, της αναξιοκρατίας και της (δανεικής) ευμάρειας, όπου ακόμα και οι φτωχοί βιοπαλαιστές, έπαιζαν στο χρηματιστήριο! Είχαν γίνει παντογνώστες! Τους είχε καρφωθεί στο φτωχό τους το μυαλό, ότι θα μπορούσαν να «καβαλήσουν» μετοχές του Κόκκαλη, του Βαρδινογιάννη και του Λάτση και θα τους κερδίσουν! Η αλήθεια για την κατάντια της εποχής εκείνης κρύβεται στην ατάκα του παλιού προέδρου, ο οποίος είχε πειστεί, αγράμματος όπως ήταν, ότι για να γίνει το έργο έπρεπε να πάρει κι αυτός τη ...μίζα! Τόσο φυσιολογικό το θεωρούσε και δεν έκανε καθόλου πλάκα!
ΗΤΑΝ όμως η εποχή των παχιών αγελάδων. Όπου ο διορισμένος νομάρχης, έδινε λεφτά σε όποια έργα αυτός ήθελε. Και βέβαια σε όποιους προέδρους ήθελε να επανεκλεγούν. Τους ξεχώριζε. Πράσινοι, γαλάζιοι και κόκκινοι! Οι γαλάζιοι στην κυβέρνηση, στην πείνα οι κοκκινοπράσινοι. Οι πράσινοι στην εξουσία, φράγκο δεν έπαιρναν οι μπλε... Ένας δε απ’ αυτούς τους διορισμένους νομάρχες, τα θυμάται και τα διακωμωδεί. Όταν ανέλαβε, του έδωσαν μια κατάσταση με τα (πάνω από 300) χωριά του νομού με τα ονόματα των προέδρων δίπλα. Και στο περιθώριο σε καθένα χρωματιστές τελίτσες. Κόκκινες, πράσινες και μπλέ!