Από τη Μαρίνα Αποστολοπούλου
...Και ενώ εμείς περιμένουμε «πώς» και «τι» τη σημερινή συνάντηση Σαμαρά με τη Μέρκελ, ευελπιστώντας ότι θα δεσμευτεί να λύσει το ελληνικό ζητήματα με συγκεκριμένες δηλώσεις, η επιμονή-μέχρι στιγμής-της ελληνικής κυβέρνησης να μην υποκύψει σε νέα οριζόντια μέτρα-εκτός που προκαλεί την μήνιν των δανειστών που δεν έχουν συνηθίσει σε τόση...αντίσταση, προκαλεί επίσης και τις «καρφάρες» των ξένων αρθογράφων. Οι οποίοι ξένοι αρθογράφοι από την εποχή που ξεκίνησε αυτή η πικρή ιστορία της κρίσης, έχουν βεβαίως παίξει τον δικό τους ρόλο-κατά βάση και κατά πλειοψηφία αρνητικό-στη διαμόρφωση ενός αρνητικού κλίματος για την Ελλάδα, διεθνώς. Μπορεί τον τελευταίο καιρό να έχει κάπως αμβλυνθεί αλλά δεν παύει, αν δεν υφίσταται ακριβώς, πάντως να βρίσκεται σε ύπνωση και μόλις δοθεί η κατάλληλη αφορμή αμέσως αναζωπυρώνεται.
Ενώ λοιπόν η περίφημη διαπραγμάτευση αυτής της φάσης, κατά μία έννοια και με μεγάλη δυσκολία έχει μπει σε μία σειρά χωρίς όμως να έχει υπάρξει συμφωνία διότι δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν οι δυο πλευρές για το μέγεθος του χάσματος που αφορά στο δημοσιονομικό κενό του 2014 και χωρίς, ως εκ τούτου η τρόικα να έχει εγκρίνει το σχέδιο προϋπολογισμού που κατατέθηκε χθες στη Βουλή, έρχονται οι «Φαϊνάνσιαλς Τάιμς» και θέτουν το ερώτημα: «Τι γίνεται όταν μία χώρα υπό διάσωση αποφασίσει τελικά να πει «όχι;». Πρόκειται για σχετικό άρθρο, το οποίο «χρεώνει» στην ελληνική πλευρά την πάγια «ξεροκεφαλιά» στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και την άρνηση σε νέα μέτρα λιτότητας και χαρακτηρίζει ως μετά βίας αποκρυπτόμενη την οργή των διαπραγματευτών της τρόικας.
Επισημαίνει, μάλιστα, ότι οι εν εξελίξει συζητήσεις δεν συνιστούν απλά μια αλλαγή κλίμακας (ως προς την ένταση) αλλά μια αλλαγή επί της ουσίας. Και πώς το εξηγεί αυτό; Παρατηρεί ότι «κάτι έχει αλλάξει στη διάθεση της Αθήνας» και μπορεί επιφανειακά οι διαφωνίες να έχουν να κάνουν με τα γνωστά θέματα δημοσιονομικό κενό, ιδιωτικοποιήσεις, διαρθρωτικές αλλαγές αλλά...Αλλά, κατά τον αρθρογράφο, όσοι ασχολούνται προσεκτικά με το ελληνικό πρόγραμμα, φαίνεται πως αυτό που αλλάζει είναι κάτι πολύ πιο θεμελιώδες: «η μηδέποτε ενθουσιώδης στις μεταρρυθμίσεις Αθήνα, έχει πλέον όλο και λιγότερους λόγους να συνεργάζεται».
Στην πραγματικότητα, αυτό δεν είναι και απολύτως λάθος παρότι η Αθήνα εγκαλείται για μία ακόμη φορά ως «κακό παιδί». Απλώς η προσέγγιση είναι εντελώς μονομερής. Διότι βεβαίως, αναγνωρίζουμε ότι οι ρυθμοί των μεταρρυθμίσεων υπήρξαν από ανύπαρκτοι έως προωθούμενοι με ρυθμούς χελώνας και ναι μεν μπορεί να μην έχουν επιτευχθεί όλοι οι στόχοι αλλά... Αλλά, έχει επιδειχθεί μία σαφής και με διάρκεια τον τελευταίο ενάμιση χρόνο προσήλωση στο θέμα των μεταρρυθμίσεων, έχουν προχωρήσει αρκετά πράγματα-παρά το παντελώς αρνητικό κλίμα στο εσωτερικό της χώρας το οποίο βρίσκει διαρκώς «τοίχους» αρνήσεων προς πάσα κατεύθυνση και μολαταύτα έχει αποδώσει ως ένα βαθμό τέτοιο που να οδηγεί στην εξασφάλιση αυτού του περίφημου πρωτογενούς πλεονάσματος.
Και φυσικά δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη, όπως άλλωστε δεν το λαμβάνει και η τρόικα το γεγονός ότι οι Έλληνες πολίτες έχουν κυριολεκτικά «στυφτεί» από την επιβολή απανωτών μέτρων, φορολογίας και περικοπών και το «ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος» δεν αποτελεί σχήμα λόγου αλλά μία επιτακτική και ενίοτε τραγική πραγματικότητα.
Η ειρωνεία της υπόθεσης, η οποία λειτουργεί ως «μπούμερανγκ» για τους πολίτες είναι ότι: οι δανειστές βλέποντας ότι δεν προχωράνε τα συμφωνημένα (επί παραδείγματι η πάταξη της φοροδιαφυγής, ή οι μεταρρυθμίσεις στον δημόσιο τομέα, οι απολύσεις κ.λπ.), στρέφονται στη μόνη «σίγουρη πηγή» εσόδων για να καλυφτούν τα κενά. Δηλαδή στο συνήθη και εύκολα θύματα, στους μισθωτούς και συνταξιούχους, των οποίων ο μισθός η ή σύνταξη παρακρατείται στην «πηγή», είναι «παγιδευμένοι» και δεν μπορούν να ξεφύγουν με τίποτα. Γιατί όμως δεν προχωράνε οι μεταρρυθμίσεις ή δεν προχωράνε με τον ρυθμό που θα έπρεπε; Γιατί άλλοι μισθωτοί, συνδικαλιστές κ.λπ. δεν τις αφήνουν να προχωρήσουν. Οπότε ο κύκλος επιστρέφει και πάλι στους μισθωτούς και τους συνταξιούχους για νέα απομύζηση. Πρόκειται δηλαδή για έναν «φαύλο κύκλο» ό οποίος επιστρέφει εκεί από όπου αρχικά ξεκίνησε.
Όλα αυτά λοιπόν το εν λόγω άρθρο τα αγνοεί και στέκεται στους λόγους για τους οποίους η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να έχει αλλάξει συμπεριφορά και να μην είναι τόσο πειθήνια όσο συνήθως.
Και στο κομμάτι αυτό έχει δίκιο. Άλλωστε, δεν χρειάζεται να έρθει να μας πει ο «ξένος παρατηρητής» ότι: η Κυβέρνηση μπορεί να μην τα έχει κάνει όλα αλλά έχει ένα έργο να επιδείξει, έχει μία «κινητικότητα» ενεργειών να καταθέσει και έχει και ένα πρωτογενές πλεόνασμα να δείξει. Επιπλέον, σαφώς βλέπει ότι δεν μπορεί πολιτικά να τραβήξει και άλλο το σχοινί με οριζόντια μέτρα-όχι για ανθρωπιστικούς λόγους-αλλά για πολιτικούς. Διότι το σχοινί αυτό έχει προ πολλού τεντωθεί και είναι έτοιμο να σπάσει. Η κυβερνητική πλειοψηφία εξακολουθεί μεν να υπάρχει αλλά είναι ισχνή. Το ΠΑΣΟΚ ως κυβερνητικός εταίρος δεν...«τραβάει» οπότε δεν μπορεί με ασφάλεια η ΝΔ να βασιστεί σε αυτό και η αξιωματική αντιπολίτευση της χώρας δεν προσομοιάζει σε αξιωματικές αντιπολιτεύσεις άλλων χωρών σε κρίση που έχουν επιδείξει και μία διάθεση συνεργασίας. Εδώ δεν υπάρχει καμία σε κανένα επίπεδο.
Γεγονός που σημαίνει ότι ανά πάσα στιγμή, διακυβεύεται η κυβερνητική σταθερότητα, πράγμα το οποίο και η ΝΔ δεν επιθυμεί αλλά εδώ που τα λέμε ούτε και οι δανειστές. Με την έννοια του ότι έχοντας τον Σαμαρά απέναντί τους, μπορούν να συνεννοηθούν έχοντας κάποιον άλλο δεν είναι καθόλου σίγουρο. Και αυτό είναι μάλλον ένα από τα «χαρτιά» που και ο ίδιος «παίζει» στις συνομιλίες του, όπως η σημερινή, ας πούμε, με τη Μέρκελ.