*Του Χρήστου Σχίζα, φιλολόγου
Ανά δεκαπενταετία περίπου αλλάζει το εκπαιδευτικό σύστημα και παράλληλα και το εξεταστικό. Τελευταία το Υπουργείο Παιδείας γνωστοποίησε, αλλά και προώθησε τη «νέα» μεταρρύθμιση έχοντας ως πρωταρχικό στόχο την αναβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης και τη δημιουργία ολοκληρωμένων προσωπικοτήτων. Όμως, η παροχή γενικής παιδείας στις πρώτες τάξεις του Γενικού Λυκείου και η εμβάθυνση ή καλύτερα η εξειδικευμένη γνώση στην τελευταία τάξη του Λυκείου είναι αρκετά επίπονη αλλά και ανέφικτη σε μεγάλο βαθμό.
Με αφορμή τη κατάθεση του σχεδίου νόμου για το «νέο» Λύκειο, θα ήθελα να σταθώ σε ορισμένα επίμαχα σημεία: Αρχικά παρατηρείται μια μεγάλη βιασύνη για την κατάθεση του νομοσχεδίου(«μεσούντος του θέρους»),χωρίς να έχει προηγηθεί πειραματική εφαρμογή αυτών των αλλαγών, ώστε να επισημανθούν τα θετικά ή τα αρνητικά στοιχεία.
Η αυτοτέλεια του Λυκείου και η αποδέσμευση από τις πανελλαδικές εξετάσεις μπορεί να θεωρηθεί ένα θετικό βήμα, γιατί ορισμένοι μαθητές δεν επιθυμούν να συμμετάσχουν στις πανελλαδικές εξετάσεις, αλλά απλώς θέλουν να αποκτήσουν το απολυτήριο του Λυκείου. Η αποδέσμευση αυτή απελευθερώνει αυτούς τους μαθητές από τον «γολγοθά» των πανελλαδικών εξετάσεων αλλά και δίνει τη δυνατότητα για ξεδίπλωμα των δημιουργικών τους δυνάμεων σε άλλους τομείς.
Βέβαια, από την άλλη πλευρά ελλοχεύει ο κίνδυνος ένα μεγάλο μέρος του μαθητικού δυναμικού να απορρίπτεται ή να διακόπτει τη φοίτησή του, γιατί οι απαιτήσεις στις λυκειακές τάξεις για την προαγωγή ή την απόλυση θα είναι αρκετά υψηλές, ιδιαίτερα αν τα θέματα των εξετάσεων προέρχονται από «τράπεζα θεμάτων».
Επίσης, στο πνεύμα της ίσης μεταχείρισης των μαθητών, κρίνεται απαραίτητο να συσταθούν επιτροπές από καθηγητές του δημοσίου, για να ελέγχουν την αξιολόγηση των μαθητών στα ιδιωτικά σχολεία, κυρίως στα μαθήματα γενικής παιδείας.
Ωστόσο, το Γενικό Λύκειο, για να αποκτήσει και πάλι το χαμένο κύρος, θα πρέπει να δημιουργεί σκεπτόμενους μαθητές, να καλλιεργεί και να αξιολογεί όλες τις νοητικές δυνατότητες-ικανότητες των μαθητών (κρίση, αντίληψη, παρατηρητικότητα, φαντασία, μνήμη…), να προάγει τη «συνεργατική μάθηση» και να προωθεί την έρευνα. Γι’ αυτό η ερευνητική εργασία δεν πρέπει να αποτελεί αυτόνομο μάθημα, αλλά να είναι η βάση-μαγιά για τη διδασκαλία όλων των μαθημάτων.
Παράλληλα θα πρέπει να επισημάνω ότι το Λύκειο θα αποκτήσει αξία και γόητρο, όταν οι αίθουσες διδασκαλίας είναι «γεμάτες» από μαθητές μέχρι την τελευταία μέρα των μαθημάτων και όταν το Λύκειο γίνει χώρος δημιουργίας, προώθησης του διαλόγου, πνευματικής και ηθικής ολοκλήρωσης. Αυτό σημαίνει ότι το Λύκειο αποβλέπει στην «ευδαιμονία»(κατά τον Αριστοτέλη) και όχι στη στείρα απόκτηση γνώσεων.
Ύστερα από όσα ειπώθηκαν πιο πάνω, ευελπιστώ ότι θα ληφθούν υπόψη οι παραπάνω επισημάνσεις, ώστε το Γενικό Λύκειο να αναβαθμιστεί και να αποκτήσει και πάλι την αξία που του ταιριάζει και όχι να είναι απλώς ένας προθάλαμος για την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο.
Ο ουσιαστικός διάλογος με τους αρμόδιους φορείς και οι ανάγκες της σύγχρονης πραγματικότητας θα πρέπει να αποτελέσουν τη βάση για τις απαιτούμενες αλλαγές , ώστε το κάθε παιδί να αναπτύξει τη δική του προσωπικότητα και να ανακαλύψει τα προτερήματά του. Στον αγώνα αυτό για το σχολείο του αύριο δεν έχουν θέση ούτε η αδράνεια ούτε οι τεχνοκρατικοί πειραματισμοί αλλά το μεράκι και η κοινή δράση για τη δημόσια παιδεία που αξίζει στα παιδιά μας.