«Θέλω τη ζωή μου πίσω τώρα!», έγραφε το πλακάτ που κρατούσε μια διαδηλώτρια. Κραυγή διαμαρτυρίας και αίτημα συνάμα. Τα μειωμένα εισοδήματα και η ραγδαία αύξηση της ανεργίας αναιρούν τις βεβαιότητες των πολιτών και γεννούν οργή που κλονίζει την κοινωνική συνοχή. Όμως το μήνυμα του πλακάτ σε ποιον απευθύνεται; Ποιοι άραγε, με ποια πολιτική μπορούν να ξαναφέρουν άμεσα την ευημερία στη ζωή μας; Αν η απάντηση ήταν εύκολή θα την είχαμε υιοθετήσει ήδη. Την αίσθηση πως η κρίση είναι προσωρινή την είχαμε το 2010 και δεν την έχουμε πια. Η απαισιοδοξία έχει κυριαρχήσει παντού. Ο αναπόφευκτος θυμός των ανέργων, η ανέχεια που διευρύνεται, η υποβάθμιση του κοινωνικού κράτους και η ανασφάλεια που βιώνουν οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι είναι το εύφλεκτο υλικό που η πιθανή ανάφλεξή του θα καταστρέψει βίαια ό,τι απόμεινε όρθιο.
Η κυβερνητική πολιτική γλυτώνει τη χώρα από την άτακτη χρεοκοπία, με αδικίες και τεράστιο κοινωνικό κόστος. Οι κραυγές της αντιπολίτευσης δεν πείθουν, δικαιολογημένα, ότι αποτελούν εναλλακτική πρόταση. Κι έτσι φτάσαμε στον παραλογισμό, η πολιτική τάξη που αποδείχθηκε ανίκανη να διαχειριστεί τη χώρα στα χρόνια της «ευμάρειας» να καλείται να τη σώσει από τη καταστροφή. Πόσο καλά μπορούν να τα καταφέρουν εκείνοι που ως κυβέρνηση –Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ- το μόνο που έκαναν σωστά και ολοκληρωμένα ήταν οι άθλιες «εξυπηρετήσεις» τους; Πόσο μπορεί να ελπίσει κανείς σε κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ που έμπαιναν μπροστάρηδες στον αγώνα για τη μονιμοποίηση εκείνων των συμβασιούχων που με ρουσφέτι μπήκαν στο δημόσιο;
Έτσι σήμερα, καταντήσαμε να απολύονται ή να βιώνουν τον κίνδυνο της απόλυσης και όσοι κέρδισαν έντιμα τη θέση εργασίας τους στο Δημόσιο. Κι αντί να ντρέπονται για αυτό το κατάντημα όλοι εκείνοι που έφεραν τα πράγματα έως εδώ, σπεύδουν να δείξουν τον Μανιτάκη ως υπεύθυνο.
Η εκλογίκευση στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης έπρεπε από χρόνια να είναι απαίτηση της κοινωνίας και των κομμάτων που την εκπροσωπούν. Αυτό που δεν έγινε όταν έπρεπε, μπορεί να υλοποιηθεί σήμερα, εν μέσω κρίσης, με σχέδιο που θα εμπεριέχει τα νέα οργανογράμματα, την αξιολόγηση δομών και προσώπων και τη μετακίνηση των υπαλλήλων με βάση τα παραπάνω. Σε μια αποθέωση του ανορθολογισμού, ο εκσυγχρονισμός ταυτίστηκε με τις άκριτες απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων. Η Τρόικα δεν ενδιαφέρεται βασικά για τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούν χρόνο και συστηματική προσπάθεια. Βάζοντας ποσοτικούς στόχους σε πιεστικές προθεσμίες ωθεί και εξαναγκάζει την ελληνική κυβέρνηση στη λήψη βιαστικών και ανεφάρμοστων μέτρων. Έτσι οδηγεί το δημόσιο σε παράλυση και ακυρώνει κάθε σοβαρή μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Πάνω σ’ αυτό τον ανορθολογισμό βρίσκει έδαφος ο λαϊκισμός και ο συντηρητισμός να δυναμιτίσει την οποιαδήποτε αλλαγή. Για να μην κοροϊδευόμαστε, ο εκσυγχρονισμός του δημόσιου τομέα όταν γίνει, θα επηρεάσει τις ζωές των υπαλλήλων που θα μετακινηθούν ή θα απολυθούν. Κατά τον Μανιτάκη, «Η κινητικότητα, απελευθερωμένη από το άγος των αναγκαστικών αποχωρήσεων, μπορούσε έτσι να αφιερωθεί στον βασικό σκοπό της, που ήταν η μετακίνηση-μετάταξη των υπαλλήλων, όπως το συμφέρον της υπηρεσίας και η καλύτερη αξιοποίηση του υπάλληλου το απαιτεί, και όπως η εργασιακή του φυσιογνωμία το δικαιολογεί.». Ας μάθουμε να διακρίνουμε τις έννοιες, να αντιλαμβανόμαστε τις αποχρώσεις τους και να μην τα ισοπεδώνουμε όλα. Άλλο να μετακινείς έναν υπάλληλο γιατί έτσι πρέπει κι άλλο να τον απολύεις. Άλλο να απολύεις αυτόν που θα μείνει δίχως εισόδημα κι άλλο εκείνον που κρίθηκε αχρείαστος μεν, αλλά με τον ένα ή άλλο τρόπο κατοχύρωσε το συνταξιοδοτικό του δικαίωμα. Άλλο να διώχνεις εκείνον που μπήκε με πλαστά πιστοποιητικά, με τον οποιονδήποτε ηθικά ή νομικά ανέντιμο τρόπο κι άλλο εκείνον που διαγωνίστηκε για να κερδίσει τη θέση του. Καλώς ή κακώς η κυβέρνηση υπέγραψε ένα μνημόνιο με το οποίο αποδέχθηκε την εκβιαστική απαίτηση των δανειστών μας για 15.000 απολύσεις. Αυτό ήταν και είναι ένα δυσάρεστο δεδομένο που έπρεπε να διαχειριστεί ο προηγούμενος υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης. Προσπάθησε να βρει την πιο σωστή λύση για το δημόσιο συμφέρον και την πιο ανώδυνη για τους υπαλλήλους. Ποιος βοήθησε σ’ αυτό και με ποιες προτάσεις; Ελάχιστοι, κυρίως από τη ΔΗΜ.ΑΡ. που τον στήριξε μέχρι την παραίτησή του. Ποιοι στάθηκαν πολέμιοι απέναντί του; Πρώτα η τρόικα, μετά η Ν.Δ και τέλος η αντιπολίτευση και ο συνδικαλισμός. Γιατί όμως ο συνδικαλισμός; Γιατί ο μαξιμαλισμός είναι κυρίαρχος στις διεκδικήσεις του. Γιατί συνήθως έπεται των γεγονότων επιδεικνύοντας επαναστατικό οίστρο ανάλογο της αποτυχίας του. Με το όλα ή τίποτα ως πολιτική πρόταση, η συνηθισμένη κατάληξη είναι η ήττα.
Το τελικό συμπέρασμα δεν είναι πως πρέπει να καταργήσουμε τη Βουλή, τα κόμματα και τον συνδικαλισμό. Δεν μας φταίνε οι κανόνες του πολιτεύματος παρά η νοοτροπία που αγκιστρώθηκε στο μυαλό μας. Αυτή που ταυτίζει το προσωπικό μας συμφέρον με αυτό της κοινωνίας. Αυτή που δίνει άφεση αμαρτιών σε όσους οδήγησαν τη χώρα στην ανυποληψία, που ανέχεται τα μεγάλα λόγια και τα συνθήματα. Αυτή που ξεχνά το αιματοκύλισμα του κόσμου από το ναζισμό. Η νοοτροπία που θέλει τον συμπολιτευόμενο βουλευτή να αποδέχεται τα πάντα και τον αντιπολιτευόμενο με την ίδια ευκολία να τα απορρίπτει.
Οι αναγκαίες Μεταρρυθμίσεις συναντούν την αντιπαλότητα της γραφειοκρατίας, των οπαδών της στασιμότητας, των εκπροσώπων των πιστωτών και της κομματοκρατούμενης συνδικαλιστικής νοοτροπίας.
Φτάσαμε στη χώρα που γεννήθηκε ο ορθός λόγος να γίνει το ζητούμενο, όχι απλά ως βάλσαμο αλλά σαν σωτήρια αντίδραση στη παρακμή.
Τα πλακάτ πρέπει να φωνάζουν. Ναι, το έχουμε ανάγκη κι αυτό, αλλά να ξέρουμε πως η λύση δεν θα γραφτεί πάνω τους.
Αντώνης Σούρμπης, εκπαιδευτικός-μέλος της ΔΗΜ.ΑΡ.