Του Αλέξανδρου Χ. Κορτσάρη
Στις 3, 4 και 5 Ιουνίου του 2012 με την ευκαιρία του εορταστικού τριημέρου του Αγίου Πνεύματος ξαναβρέθηκα στην Αθήνα, γεγονός που ενεπλουτίσθη από δυο χαρμόσυνα γεγονότα. Στις 5 Ιουνίου η κόρη μου Ολυμπία μ' έκανε για δεύτερη φορά παππού, χαρίζοντάς μου μία γλυκυτάτη εγγόνα που ως αδελφή της Ιλάειρας θα ονομαστεί Φοίβη και θα εορτάζει στις 3 Σεπτεμβρίου ημέρα εορτής της Φοίβης της Διακόνου.
Γυρίζοντας λοιπόν στη Θεσσαλονίκη και περνώντας από την Ραψάνη, την Κάτω Ραψάνη για την ακρίβεια δηλαδή, είδα δυο άσπρα άλογα δεμένα σ’ ένα δέντρο να μασουλούν ευτυχισμένα το σανό τους που ήταν μέσα σε τορβά κρεμασμένο από τον λαιμό τους.
Κατάλαβα ότι ο Μίτια και οι φίλοι του ήταν στο γνωστό τους στέκι. Ανέβηκα λοιπόν στη Ραψάνη και πραγματικά κάτω από τον πλάτανο τους είδα να κάθονται στο ίδιο μαρμάρινο τραπεζάκι.
Ο Μίτια έκανε τις συστάσεις λέγοντας: «Αγαπητοί μου φίλοι, σας παρουσιάζω τον Αλέξανδρο Κορτσάρη που έχει για εργόχειρο τη Βιοχημεία, αλλά εδώ και χρόνια γράφει πολλά περίεργα με αρκετή επιτυχία. Κινείται σε διάφορες περιοχές του κόσμου αλλά πάντα περνά από αυτά εδώ τα μέρη αφού η πρώτη του ηρωίδα, η Αικατερίνη Καραμάνου, μικροσυγγενής του Μιχάλη, του κυρίου δηλαδή αυτού εδώ», είπε ο Καραγάτσης δείχνοντας τον εκ δεξιών του κύριον, «που υποστηρίζει ότι είναι ό πρώτος golden boy εν Ελλάδι και που γι' αυτό διαβάζει κι ακούει μόνον τις οικονομικές ειδήσεις».
Ετσι είναι τα πράγματα κύριε Αλέξανδρε», είπε αμέσως μετά ο Καραμάνος, «αφού εγώ και ο Γιούγκερμαν ήμασταν οι πρώτοι που στήσαμε την Τράπεζα των Σκλα βογιάννηδων, όπως επιτυχέστατα έχει ιστορήσει ο Μίτια». Ό διπλανός του κύριος, καλοντυμένος κι αυτός πήρε αμέσως τον λόγο αυτοπαρουσιαζόμενος. «Εγώ, ο Αλέκος Σακελλάριος σε καλωσορίζω στη συντροφιά μας και σου λέω Αλέκο μου ότι ξαναγράφω το έργο «Οί Γερμανοί ξανάρχονται» που, όπως καταλαβαίνεις, είναι το παλιό μου έργο προσαρμοσμένο στα σημερινά δεδομένα, με Μέρκελ, δηλαδή, και μνημόνια. Τελειώνω όπου να ‘ναι. Με καθυστερούν οι χωριάτες των Βρυξελλών».
Ό τελευταίος που αυτοπαρουσιάστηκε ήταν ο Νίκος Τσιφόρος.
«Εγώ, κ. Καθηγητά, γράφω την Ιστορία της Ιταλίας. Μαζεύω πληροφορίες. Καλά κάνετε και γράφετε» μου είπε. «Χρήσιμα είναι».
Ξαφνικά σηκώθηκαν κι έφυγαν με τα πόδια ό Λιάπκιν με τον Τσανάκα. «Θα πάνε στην Τερψιθέα», δήλωσε ο Μίτια. «Έχει ανοίξει τελευταία το ροζ σπίτι. Καλή επιτυχία» τους ευχήθηκε.
Ο Καραμάνος πήρε αγκαζέ τον Γιούγκερμαν και μπήκαν σε μία κόκκινη Chrevrolet του 1935. Αν περάσετε αγαπητοί μου άναγνώστες κάποια στιγμή από τη γέφυρα του Πηνειού στην Κάτω Ραψάνη μην ξεχάσετε να ανεβείτε στην Άνω Ραψάνη. Πού να ξέρει κανείς. Μπορεί να είστε τυχεροί. Τότε θα βεβαιωθείτε ότι αν το πιστεύετε μπορεί να συνομιλήσετε κι εσείς με κάποιους νεκρούς. Εδώ πιστεύετε τους διαιτολόγους και κάνετε διατροφή για να γίνετε σκελετοί.
Και τέλος μία πρόταση σαν επίλογος. Ο Φρέντυ Γερμανός περιμένει την Έλλη Αλεξίου για τις τελευταίες πληροφορίες που χρειάζεται να συμπληρώσει το βιβλίο για τον Νίκο Μπελογιάννη.
Έγραφα στο σπίτι μου στις 27 Οκτωβρίου 2012, Νέστορος μάρτυρος, όπως λέει το ημερολόγιο. 100 χρόνια ελεύθερη Θεσσαλονίκη.