Κάποτε αυτή η ημέρα της πληρωμής, για το δημόσιο υπάλληλο, τον ιδιωτικό, τον συνταξιούχο, ήταν ημέρα χαράς, ημέρα γιορτής και ανακούφισης και... προγραμματισμού.
Τόσα για το ενοίκιο, τόσα για τη ΔΕΗ, για τον ΟΤΕ, για το δάνειο, για τα φροντιστήρια των παιδιών, για φαγητό και όλο και κάτι θα περίσσευε, για ν` αγοράσουμε κανένα... παντελόνι - για να μην πω κάτι άλλο και το βρούνε άκομψο οι αναγνώστες.
Αναστενάζαμε ικανοποιημένοι και λέγαμε, «Δόξα τω Θεώ, μια χαρά θα τα καταφέρουμε κι αυτόν το μήνα». Έπειτα το ρίχναμε και στη φιλοσοφία. «Τι να τα κάνεις τα περισσότερα, το χρήμα, φθείρει τον χαρακτήρα των ανθρώπων και άλλα τέτοια. - Η... αλεπού όσα δεν φθάνει τα λέει αγουρίδες». – Και πορευόμασταν έτσι απλά και όμορφα, αλλά σίγουρα.
Ξέραμε εμείς οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι, σ` αυτούς θα εστιάσω σήμερα το θέμα μου, ότι και τον επόμενο μήνα θα πάρουμε τόσα. Μάλιστα είχαμε και το αυτί μας τεντωμένο, μην ακούσουμε τίποτα για καμιά αυξησούλα. Ας ήταν μικρή δεν μας πείραζε. Για περικοπή ούτε λόγος.
Αλλά τώρα συνάνθρωποι, το πράγμα έχει ξεφύγει προ πολλού. Έχει φθάσει στο απροχώρητο. Όταν πλησιάζει η ημέρα της πληρωμής ο σφυγμός της καρδιάς μας χτυπάει κόκκινο.
«Πόσα θα πάρουμε – αν θα τα πάρουμε – και τι θα μας κόψουν πάλι και γιατί;». Δεν έχει σημασία αν θα είναι εκατό ή τριάντα ή δέκα, οπωσδήποτε θα είναι λιγότερα απ` τον προηγούμενο μήνα. Έτσι αυθαίρετα και με το «έτσι θέλω» χωρίς να μας ενημερώνει κανένας!
Για σταθείτε βρε παιδιά, όταν δεν σας βγαίνουν τα νούμερα πέφτετε με τα μούτρα στον υπάλληλο και στον συνταξιούχο να του... πιείτε το αίμα!
Επειδή δεν μπορείτε να πιάσετε τα μεγάλα... μπατάκια – έτσι λέμε στο χωριό μου – την πληρώνουμε εμείς!
Ένας σοφός γέροντας έλεγε: «Στον ιστό της αράχνης δεν πιάνονται οι μεγάλες μύγες και τα νταβάνια, αυτές τον σχίζουν και φεύγουν. Εκείνα που πιάνονται και δεν μπορούν να ξεφύγουν, είναι τα κουνουπάκια και τα μυγάκια».
Και τα χαράτσια, τα ΕΤΑΚ, οι φόροι ακίνητης περιουσίας, αν έχεις, πάνε κι έρχονται. Κάποτε αν κληρονομούσες κάτι από κάποιον πρόγονό σου ήταν ευλογία και ευχή. Τώρα είναι κατάρα. Κι όλοι οι παραπάνω φόροι λοιπόν και χίλιοι δύο ακόμα θέλουν πληρωμή. Αλλά πώς; «Πάτε να κάνετε διακανονισμό» λένε.
Τι να τον κάνουμε τον διακανονισμό και τα πράσινα άλογα – ας μου επιτραπεί η έκφραση – κύριοι ανεγκέφαλοι; Και πενήντα ευρώ το μήνα να μας βγει η δόση, δεν έχουμε να τα δώσουμε.
Γι’ αυτό σας λέω φίλοι μου, η ημέρα της πληρωμής τώρα, έχει γίνει μαρτύριο, εφιάλτης, αδιέξοδο. Αναρωτιόμαστε ύστερα πώς έχουμε τόσες αυτοκτονίες τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας.
«Δεν υπάρχουν άλλοι τρόποι, πρέπει να πέσουμε απ` το μπαλκόνι;». Έλεγε μια... βολεμένη κυρία στη συντροφιά της.
Μα κυρία μου, ο άνθρωπος πρώτα χάνει τα μυαλά του, απ` τις αντιξοότητες και μετά βρίσκει πως δεν έχει κανένα νόημα η ζωή και... φουντάρει. Ξέρεις κανένα ήρεμο και λογικό και νορμάλ να βάζει τέρμα στη ζωή του; Αλήθεια, αυτοί που μας έφεραν σ` αυτήν την κατάσταση, πώς κοιμούνται ήσυχοι; Πώς τρώνε, πώς συνεχίζουν τη ζωή τους;
Κι έχεις και τον Γιωργάκη, που έγινε «Γιώργος» για κάποιο διάστημα, ώσπου να μας καταστρέψει, να συνεχίζει τη ζωή του κι όχι μόνο. Αλλά να διδάσκει και σε ξένα Πανεπιστήμια. Τι διδάσκει στους φοιτητές του, πώς να καταστρέψουν και να χαντακώσουν τη χώρα τους;
Και φυσικά δεν είναι μόνο αυτός υπεύθυνος για την κατάντια μας. Είχε αρχίσει προ πολλού η κατηφόρα, αλλά πήγαινε σιγά-σιγά και δεν την αντιληφθήκαμε. Ήρθανε... πεινασμένοι απ` το εξωτερικό, με τα ζιβάγκο και αεράτοι με τη σημαία του... σωτήρα κι έπεσαν με τα μούτρα στο ψητό.
Και τώρα, σφίξε το ζωνάρι ταλαίπωρε Έλληνα και μην περιμένεις να δεις άσπρη μέρα. Και όλα αυτά για ανάκαμψη και ευημερία το δύο χιλιάδες... πόσο, δεν ξέρω, εγώ τ` ακούω βερεσέ.
Καλλίτσα Γκουράβα - Δικτά
λογοτέχνις, συγγραφέας