Του Δημ. Κατσανάκη
Μάρτυρες μιας ιδιότυπης διαμαρτυρίας των Αγιωτών και όχι μόνο παραγωγών γίναμε τις τελευταίες ημέρες με αντικείμενο την απασχόληση αλλοδαπών στη συγκομιδή αγροτικών προϊόντων. Η αφορμή για τις ποικίλες αντιδράσεις έδωσε η μετεκλογική επιχείρηση της Αστυνομίας για τον εντοπισμό των παράνομα εργαζομένων αλλοδαπών, που είχε ως αποτέλεσμα να πέσουν τα πρώτα τσουχτερά πρόστιμα στους παραγωγούς –εργοδότες, που ξεπερνούν τις 10 χιλιάδες ευρώ για κάθε παράνομα απασχολούμενο αλλοδαπό.
Όταν μιλάμε για παράνομα απασχολούμενους αλλοδαπούς, αναφερόμαστε σε αλλοδαπούς που μπήκαν στην Ελλάδα ως τουρίστες, με τουριστική βίζα και συνεπώς χωρίς δικαίωμα εργασίας. Η απασχόλησή τους σε χωράφια και αγροτικές εργασίες (σε ποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα άραγε γίνεται αυτό;) αποτελεί κλασσική περίπτωση «μαύρης εργασίας» με πολλαπλές αρνητικές συνέπειες για τη χώρα –απώλεια εσόδων από παράβολα, απώλειες εσόδων από τις εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία. Και ως «μαύρη εργασία» δεν μπορεί να είναι αποδεκτή, ιδιαίτερα με μια περίοδο κατά την οποία το σύνολο των κοινωνικών φορέων την καταδικάζει διεκδικώντας πιεστικά από την Πολιτεία τον περιορισμό της εισφοροδιαφυγής, που έχει εξελιχθεί σε μάστιγα των ασφαλιστικών μας ταμείων.
Η αλήθεια είναι ότι μεγαλύτερο κέρδος διεκδικούν οι παραγωγοί εργοδότες και γι΄ αυτό ανέλαβαν το ρίσκο της παράνομης απασχόλησης των αλλοδαπών θεωρώντας ότι, όπως και στο παρελθόν, τίποτε δεν ελέγχεται –γιατί να ελεγχθεί τώρα. Δυστυχώς όμως κάποιοι κλήθηκαν να πληρώσουν το κόστος αυτού του ρίσκου και καλώς βεβαίως αφού εναλλακτικές λύσεις για νόμιμη εποχιακή απασχόληση υπάρχουν, μόνο που κοστίζουν κάτι παραπάνω.
Γιατί δηλαδή οι περισσότεροι συνάδελφοί τους προτίμησαν να καταβάλλουν, όπως προβλέπει ο ισχύων νόμος, για κάθε απασχολούμενο αλλοδαπό προκαταβολικά τα 150 ευρώ για το παράβολο και ασφάλιστρα δύο ή τριών μηνών με την υποβολή της αίτησης, τα οποία βέβαια δεν τα βάζουν από την τσέπη τους αλλά τα κρατούν από τους μισθούς των αλλοδαπών, σύμφωνα με την επικρατούσα πρακτική;
Είναι αποκαλυπτικές οι δηλώσεις των παραγωγών της Βόρειας Ελλάδας ότι «οι αλλοδαποί, παρ όλη την προθυμία τους, κοστίζουν πολύ ακριβά, ύστερα από τις τελευταίες ρυθμίσεις σχετικά με την είσοδο και παραμονή, αλλά και εργασία στη χώρα μας» για να στηρίξουν την στρεβλή πρακτική της «μαύρης εργασίας» στην αγροτική παραγωγή ενώ παράλληλα αναζητούν άλλοθι σε επιχειρήματα του τύπου «οι Έλληνες δεν καταδέχονται να εργαστούν στα χωράφια».
Είναι προφανές ότι πρόκειται για τη μισή αλήθεια γιατί η άλλη μισή λέει ότι οι παραγωγοί εργοδότες θα προτιμήσουν αλλοδαπούς καταβάλλοντας το ημερομίσθιό τους για απασχόληση από το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα έναντι ενός άνεργου Έλληνα που θα απασχοληθεί για οκτώ ώρες με την ίδια αμοιβή. Επιπρόσθετα, η άλλη μισή λέει ότι οι εγγεγραμμένοι στον ΟΑΕΔ άνεργοι δεν προτιμούν την εποχιακή απασχόληση των δύο τριών μηνών γιατί διακόπτοντας την ανεργία χάνουν και όσα δικαιώματα απορρέουν από αυτή –κυρίως την μοριοδότηση για τη διεκδίκηση μόνιμης απασχόλησης.
Αντί λοιπόν αναλύοντας ένα πρόβλημα –και στην περίπτωση της συγκομιδής υπάρχει αναμφισβήτητα πρόβλημα- οι εμπλεκόμενοι φορείς να αναζητούν λύσεις για την αντιμετώπισή του, όπως αυτές της προσωρινής αναστολής ισχύος της κάρτας ανεργίας για όσους άνεργους επιλέξουν να εργαστούν εποχιακά στην αγροτική οικονομία (εκεί θα δούμε αν οι Έλληνες δεν καταδέχονται να μαζέψουν φρούτα») ή ακόμα και της μείωσης των ασφαλίστρων, καταβάλουν προσπάθειες να δικαιολογήσουν τη «μαύρη εργασία» και με την πίεση της συγκομιδής των προϊόντων να τη «νομιμοποιήσουν» -για την ακρίβεια να πείσουν τις αρχές να αποδεχθούν την παρανομία.
Δυστυχώς όμως ένα πρόβλημα σε μια ευνομούμενη κοινωνία δεν (πρέπει να) αντιμετωπίζεται με κινήσεις και πρακτικές εκτός των ορίων του νόμου. Απαιτείται γνώση, διάλογος, γρήγορες αποφάσεις και κυρίως αλλαγή νοοτροπίας χρόνων. Για να μην επαναληφθεί ξανά –η έκταση και η ένταση δεν έχει σημασία- το φαινόμενο της Μανωλάδας.