Του Ηλία Κανέλλη
Την περασμένη εβδομάδα, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ και υποψήφιος πρόεδρος της Κομισιόν με το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, Αλέξης Τσίπρας, έκανε μια παρορμητική δήλωση. Έπειτα από τη σύλληψη και την ανάκριση του Τζέρι Άνταμς, του 65 ετών ηγέτη του κόμματος της Βορείου Ιρλανδίας Σιν Φέιν (το οποίο θεωρείτο ο πολιτικός βραχίονας του IRA, του Ιρλανδικού Απελευθερωτικού Στρατού), που κατηγορείται για ανάμειξη στον φόνο μιας μητέρας δέκα παιδιών πριν από περίπου 40 χρόνια, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ανάρτησε μια δήλωση στα ελληνικά και στα αγγλικά, την εξής:
«Η σύλληψη και η κράτηση του Τζέρι Άνταμς [...] είναι μια πολιτικά εμπρηστική κίνηση ενάντια στη δημοκρατία και την εύθραυστη ειρήνη και ομαλότητα στην περιοχή. [...] Δεν είναι όμως μόνος του. Πέραν της υποστήριξης του ελληνικού λαού, έχει την υποστήριξη κάθε δημοκρατικού πολίτη στην Ευρώπη, που αποστρέφεται τις πολιτικές του "αποδιοπομπαίου τράγου" και τις καιροσκοπικές προεκλογικές κινήσεις, σε μια προσπάθεια να επηρεαστούν οι τοπικές και ευρωπαϊκές εκλογές της 23ης Μαΐου στην Ιρλανδία. Ως πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ και υποψήφιος για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, ζητώ την άμεση και άνευ όρων απελευθέρωση του Τζέρι Ανταμς» (οι υπογραμμίσεις δικές μου).
Πίσω από την έντεχνη οργή του Αλέξη Τσίπρα κρύβεται η, εσκεμμένη ή όχι, περιφρόνηση ίσως του σοβαρότερου δομικού συστατικού των δημοκρατικών κρατών δικαίου ήδη από τα χρόνια του διαφωτισμού: της διάκρισης των εξουσιών. Άλλο πράγμα είναι η νομοθετική εξουσία την οποία ασκούν οι πολιτικοί, άλλο η εκτελεστική (που είναι δουλειά της κυβέρνησης και της δημόσιας διοίκησης) και άλλο η δικαστική εξουσία, που την ασκούν οι δικαστές. Καθεμιά από τις τρεις αυτές εξουσίες είναι ανεξάρτητη - και αν δεν είναι, οι πολιτικές των κομμάτων που πιστεύουν στη δημοκρατία οφείλουν να διεκδικούν την ανεξαρτησία τους.
Ο ίδιος ο Τζέρι Άνταμς, εκ των πολιτικών εταίρων της σημερινής κυβέρνησης της Ιρλανδίας, ο οποίος δεν αρνήθηκε τη σχέση του με τον IRA, προσήλθε οικειοθελώς στην πρόσκληση των δικαστικών αρχών για να ανακριθεί. Δήλωσε την αθωότητά του, μίλησε για κακόβουλες κατηγορίες αλλά δεν αμφισβήτησε την αρμοδιότητα του δικαστηρίου να κάνει τη δουλειά του. Ακόμα κι η αντιπρόεδρος του Σιν Φέιν, που μίλησε για πολιτική υποκίνηση, δεν ζήτησε την άνευ όρων απελευθέρωση του ηγέτη της. Και ξέρετε γιατί; Διότι στα ευνομούμενα κράτη, ο νόμος είναι πάνω από τα πολιτικά πάθη μας. Και διότι, όπως κι αν επιλέγει κανείς να υπερασπίσει τον εαυτό του, στο πλαίσιο του δημοκρατικού κράτους δικαίου δεν μπορεί να αμφισβητήσει το δικαίωμα του δικαστηρίου να εφαρμόζει το νόμο.
Διότι κανείς δεν είναι υπεράνω του νόμου. Ούτε και η πολιτική δράση είναι υπεράνω του νόμου. Κι όταν πιστεύεις ότι ο νόμος είναι άδικος, προφανώς, έχει νόημα να πολεμήσεις τον άδικο νόμο. Αλλά ο πόλεμος αυτός έχει συνέπειες. Ο Χένρι Ντέιβιντ Θόρω (1817-62), ο Αμερικανός φιλόσοφος που έθεσε την έννοια της πολιτικής ανυπακοής, ήταν σαφής: η διεκδίκηση με παράνομα μέσα της άρσης ακόμα και άδικων νόμων δεν μπορεί να μην έχει προσωπικές συνέπειες, έστω και αν ο νόμος είναι άδικος. Η ανάληψη της δημόσιας ευθύνης από τον πολιτικό, λέει ο Θόρω, προϋποθέτει το ηθικό κίνητρο του πολιτικού και της δράσης του. Ο Σωκράτης, ο φιλόσοφος της αρχαίας Ελλάδας, ο οποίος προτίμησε να θανατωθεί έστω και εξαιτίας ενός άδικου νόμου παρά να διαφύγει, παρότι του δόθηκε η δυνατότητα, είναι το πιο γνωστό παράδειγμα τέτοιας ηθικής προσήλωσης στους κανόνες.
Αυτό, προφανώς, ο Τζέρι Άνταμς το γνωρίζει. Γνωρίζει, δηλαδή, ότι ακόμα κι αν όλος ο κόσμος έχει σήμερα πειστεί για το δίκιο των αγωνιστών του IRΑ που ήθελαν να φύγουν από τον πολιτικό έλεγχο της Βρετανίας, μεγάλο μέρος του αγώνα αυτού περιείχε αδικίες και υπερβολές. Η υπόθεση για την οποία κατηγορείται είναι ενδεικτική της ακρότητας στην οποία, συχνά, μπορούν να καταφύγουν όσοι χειρίζονται την πολιτική βία: μια γυναίκα, μητέρα δέκα παιδιών, δολοφονήθηκε με μια σφαίρα στον αυχένα, επειδή με κάποιον τρόπο θεωρήθηκε ότι συνεργάστηκε με τον εχθρό. Ακόμα κι αν πολιτικά ο φόνος ήταν δίκαιος, ηθικά και νομικά είναι αποδοκιμαστέος. Ο Άνταμς γνωρίζει καλά ότι, αν θέλει να συνεχίσει να είναι δρων πολιτικός με ισχύ και, παρά τις διαφωνίες που μπορεί να έχει κανείς μαζί του, με κύρος, πρέπει να απεμπλέξει το όνομά του από κάθε σχέση, πολιτική ή οργανωτική, με το αποτρόπαιο εκείνο έγκλημα. Ο μόνος που δεν το κατάλαβε αυτό είναι ο Αλέξης Τσίπρας.
Ακόμα κι αν ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένας ιδεολόγος διεθνιστής (που πολύ αμφιβάλλω), εκφράσεις όπως η παραπάνω, έστω κι αν ήταν αποτέλεσμα έκρηξης του θυμικού του, δείχνουν, και πολύ λυπάμαι που το επισημαίνω, το τεράστιο έλλειμμα της ελληνικής παιδείας. Ό,τι είναι αυτονόητο για κάθε στοιχειωδώς εγγράμματο πολίτη του δυτικού κόσμου, διαφεύγει από τον δεύτερο σε πολιτική ισχύ πολιτικό της Ελλάδας (βεβαίως, και από πολλούς ακόμα). Υποψήφιος για την προεδρία της Ευρώπης, ο κ. Τσίπρας μεταφράζει τα πάντα σε αποτέλεσμα πολιτικής ισχύος (και lifestyle, αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση), υπερκερνώντας τη σημασία των θεσμών στις κοινωνίες μας.
Στο σημείο αυτό έγκειται και το πραγματικό πρόβλημα με την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Δηλώνει ευρωπαϊκό κόμμα, διεκδικεί μια άλλη Ευρώπη, αλλά, ταυτόχρονα, αγνοεί ή περιφρονεί τα χαρακτηριστικά αυτής της Ευρώπης που αποτελούν κατακτήσεις των λαών της. Αλλά αυτό δεν είναι αριστερό.
ΣΗΜ.: Η, αργά χθες το απόγευμα, απελευθέρωση του Ανταμς, χωρίς να του απαγγελθούν κατηγορίες-καθώς η αστυνομία στέλνει τον φάκελο της υπόθεσης στην Εισαγγελία, στην οποία πλέον εναπόκειται εάν θα του ασκηθούν ή όχι - δείχνει ακριβώς ότι στη δύση και στα κανονικά ευρωπαϊκά κράτη, οι θεσμοί και οι επιμέρους εξουσίες εξακολουθούν να λειτουργούν. Σε πείσμα όσων εκούσια ή ακούσια δεν αντιλαμβάνονται τον ρόλο τους.