Του Χρήστου Τσαντήλα
ΣΤΟΝ πεζόδρομο της Πρωτοπαπαδάκη, επικρατούσε, όπως άλλωστε κάθε βράδυ... πανικός! Από τη γωνία με τη Ρούσβελτ, μέχρι και το τέλος του πεζόδρομου, στη συμβολή με την Αλεξ. Παναγούλη, ίσα με χίλιοι (και παραπάνω ίσως), νέοι, έφραζαν με τα κορμιά τους κάθε πέρασμα για τους διερχόμενους. Τα περισσότερα παιδιά... ζευγαρωμένα! Με «τον έτσι» ή «την έτσι», να καπνίζουν και να πίνουν, να λικνίζονται στον ρυθμό μιας αδιάκοπης και μονότονης μουσικής, ακόμα και μέσα σε ψιλόβροχο, κάτι σε... «ταμ ταμ» της ζούγκλας, ξέρετε τώρα σ’ αυτόν τον καφετεριόδρομο, και όχι μόνο, άλλο να βλέπεις κι άλλο να περιγράφεις...
ΛΙΓΑ μόλις μέτρα πιο κει, στο μαρμαρόστρωτο της πλατείας Ταχυδρομείου, ούτε τριάντα δρασκελιές απόσταση, καθισμένοι σε πλαστικές καρέκλες αλλά και όρθιοι (ούτε καν οι μισοί από τους νεαρούς θαμώνες της Πρωτοπαπαδάκη), χειροκροτούσαν βαριεστημένα και μάλλον υποχρεωτικά, τους ομιλητές πολιτικής συγκέντρωσης, στην οποία από το βήμα, ο υποψήφιος περιφερειάρχης, που έβγαζε λόγο εκείνη τη στιγμή, ούρλιαζε:
-«Ήρθε η στιγμή για τη νεολαία μας, να αντιδράσει να εκδικηθεί για όσα περνάει απ' αυτούς που μας έφεραν τα μνημόνια. Να ξυπνήσουν και να ξεσηκωθούν οι νέοι μας...».
ΕΙΝΑΙ αλήθεια ότι τόσο ακριβής αποτύπωση της ωμής (ελληνικής) πραγματικότητας, ομολογώ, δεν μου τυχαίνει κάθε μέρα. Εβδομηντάρηδες σιτεμένοι, συνδικαλιστές και πολιτικοί, να «ξελαρυγγιάζονται» απ’ το βήμα, μπροστά σε ένα μικρόφωνο, απευθυνόμενοι σε μια γενιά εντελώς αδιάφορων και δυστυχισμένων, απενεργοποιημένων και αποπροσανατολισμένων νέων, τη γενιά της οδού Πρωτοπαπαδάκη.
«Φουκαρά μου, λέω μέσα μου, από ποιους νέους ζητάς να αντιδράσουν, από ποιους ζητάς να ξεσηκωθούν; Αυτοί όχι μόνο δεν ξέρουν τι κάνεις εκεί δίπλα τους στην πλατεία, αλλά ούτε ξέρουν και ούτε τους νοιάζει ποιος είσαι. Τι γυρεύεις και ακούνε τη φασαρία σου γιατί τους χαλάς την ησυχία τους που βρίσκουν μέσα στη βαβούρα της μουσικής;».
ΔΥΟ κόσμοι διαφορετικοί, εκ διαμέτρου αντίθετοι. Οι μεν να τη βρίσκουν στην πλατεία και μέσα στη βροχή, κραδαίνοντας κομματικά σημαιάκια και επαναλαμβάνοντας τα λόγια της ντουντούκας και οι δε, να τη βρίσκουν με ένα ποτήρι οινόπνευμα στο χέρι και να καταριούνται την τύχη τους, που η κρίση, τους καθήλωσε στα καφέ της ανεργίας. Δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες πρόσωπα αδιάφορα, δικά μας όμως παιδιά, χωρίς προσανατολισμό, επειδή δεν τα δώσαμε την ευκαιρία παρότι μπορούν να... στύψουν και την πέτρα, δεν τους διευκολύνουμε να δημιουργήσουν. Κακό του κεφαλιού τους βεβαίως αλλά κυρίως του δικού μας...