Γλυκιά ανάμνηση και νοσταλγία θυμίζεις τη νιότη, σύμβολο της πρώτης εικοσαετίας της ζωής μας!
Τη γέννηση, το μπουμπούκισμα, την άνθηση!
Σε ύμνησαν ζωγράφοι, ποιητές, σε τραγούδησαν νέοι και γέροι.
«Γίνεται ο θόλος γαλαζένιος,
όλη η γη χτιστή φωλιά,
και σε σωριάζουν για στολίδια,
άνθη και δέντρα και πουλιά».
«Ω γλυκύ μου Εαρ... πού έδυ σου το κάλλος. Θρηνεί (κατά τον ανθρώπινο πόνο) η Παναγία μας τον Υιό της, το άνθος και την Άνοιξη της καρδιάς της και της δικής της καρδιάς, η διάνοιξη... (στέκομαι στη στάση λεωφορείου).
Στον τρούλο του ναού απέναντί μου ένας πελαργός κτυπά με δύναμη και γρήγορα το μακρύ ράμφος του που είναι στραμμένο προς τον ουρανό, τακ - τακ - τακ - τακ, ίσως ευχαριστεί τον Δημιουργό του που επανήλθε σώος στην παλιά φωλιά του.
Τίναξε τα φτερά του, έκανε ένα γύρο και πέταξε προς τον κάμπο.
«Πετώ» κι εγώ μαζί του πίσω στα παιδικά μου χρόνια. Τότε που ο ουρανός είχε έντονο γαλανό χρώμα και ο ήλιος έλαμπε αλλιώτικα.
Τότε που η παιδική αθωότητα τα ΄βλεπε «μαγικά» κι ονειρικά...
Ξαπλωμένη η παρέα πάνω στο καταπράσινο γρασίδι (ανάσκελα) παρακολουθούσαμε τα λευκά σύννεφα που κυνηγούσε το ένα το άλλο σε διάφορα σχήματα. Πότε σαν άλογα που έτρεχαν, πότε σαν άγγελοι, πότε σαν κύματα έτοιμα να μας ταξιδέψουν...
Την άλλη στιγμή ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια παρατηρώντας τα καμώματα των μικρών όψιμων αρνιών προσπαθώντας να ισορροπήσουν στα αδύνατα ποδαράκια τους κάνοντας αστείους πήδους ή τυλίγονταν στα πόδια των μητέρων των.
Από τα ολάνθιστα, χιλιόχρωμα παρτέρια και τις γλάστρες των μπαλκονιών, το απαλό αεράκι μεταφέρει ευωδιές μεθυστικές! Αναπνέω βαθιά. Το άρωμα του Πάσχα που είναι συνυφασμένο με την άνοιξη.
Πού θα πάτε το Πάσχα; ρωτούν η μία την άλλη οι δύο κυρίες δίπλα μου και διακόπτουν για λίγο τη ροή των αναμνήσεων. «Στο χωριό. Αααα κι εμείς το ίδιο, έχει άλλο «χρώμα» το Πάσχα εκεί. Πήγαμε ετοιμάσαμε τα πάντα, ακόμη και τους τοίχους ασπρίσαμε όπως παλιά».
«Γυρίζω» πάλι πίσω. Ασπρίσαμε τους τοίχους... Εθιμο, παράδοση που χάνεται στον χρόνο και ταυτίζεται με τον αγώνα τον πνευματικό για «λεύκανση», καθαρισμό, εξαγνισμό των ψυχών που ξεκινά από το άνοιγμα του Τριωδίου και της Μ. Σαρακοστής.
Νηστεία και προσευχή ώστε να είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε το μεγάλο γεγονός της Αναστάσεως.
Στο χρονικό αυτό διάστημα υπάρχουν και γιορτές που δυναμώνουν τους πιστούς σ’ αυτό τον αγώνα.
Σταυροπροσκύνηση, Χαιρετισμοί, Ακάθιστος Υμνος, που με τόση συγκίνηση ψάλλουμε προς την υψηλοτέρα των ουρανών, τη χαρμονή των αγγέλων και τη βοήθεια των πιστών δεομένων.
Το Σάββατο του Λαζάρου οι παρέες των μικρών κοριτσιών με το καλαθάκι στα χέρια στολισμένα με λουλούδια του αγρού, πηγαίνανε πόρτα - πόρτα να «αναγγείλουν» την άφιξη της Κυριακής των Βαΐων, με το σχετικό τραγούδι, ενώ οι νοικοκυρές τους πρόσφεραν αυγά, ξηρούς καρπούς και ψιλοκέρματα.
Από το βράδυ της ίδιας ημέρας (των Βαΐων) έπαυαν οι «βαριές» εργασίες, ούτε έμπαιναν στα περιβόλια, ζούσαμε όλη την εβδομάδα την ιερότητα των ημερών με κατάνυξη.
Μεγάλη Πέμπτη το πρωί τα παιδιά φιλούσαμε το χέρι των γονέων μας (ένδειξη συγγνώμης) και πηγαίναμε να μεταλάβουμε φορώντας τα καινούρια πασχαλιάτικα ρούχα και παπούτσια.
Κατά την επιστροφή όλες οι γειτονιές μύριζαν βανίλια από τα κουλούρια και το εφτάζυμο που μόλις είχαν βγει από τον φούρνο.
Τα αυγά ήταν βαμμένα και γυαλισμένα με λάδι, η μητέρα μας με το πρώτο αυγό που έβγαζε και προόριζε για το εικονοστάσι μάς «έχριε» ευχόμενη Καλή Ανάσταση και υγεία.
Το βράδυ κατάμεστος ο ναός να προσκυνήσουμε τον Εσταυρωμένο αφήνοντας στα πόδια του ένα λουλούδι, ένα δάκρυ, μια ικεσία, τις αμαρτίες μας. Με το πέρας έμεναν πολλοί να ξενυχτίσουν τον Χριστό. Εστρωναν κουβέρτες γύρω από το Σταυρό του και καθισμένοι κατάχαμα ή γονατισμένοι έψαλαν: «Σήμερα μαύρος ουρανός» και τα εγκώμια ως το πρωί που οι κοπέλες γύριζαν με τα πανέρια από σπίτι σε σπίτι να μαζέψουν άνθη για τον Επιτάφιο.
Τραπέζι δεν έστρωναν εκείνη την ημέρα, την πείνα τους «έκοβαν» με ξηρούς καρπούς. Και το βράδυ στην περιφορά του Επιταφίου μέσα στα στενά δρομάκια του χωριού κάτω από τον ανοιξιάτικο έναστρο ουρανό ψάλαμε όλοι μαζί.
Το Σάββατο μετά την πρώτη ανάσταση ο τσέλιγκας έφερνε το αρνί και ο καθένας το «ετοίμαζε» (το λέω με τακτ μην τρομάξω τους οικολόγους) στο σπίτι του.
Το βράδυ του Μ. Σαββάτου παρακολουθούσαμε τη θεία λειτουργία ως το τέλος (δεν φεύγαμε σαν κυνηγημένοι) κι έπειτα «μπουλούκια - μπουλούκια» σκορπίζαμε μέσα στους σκοτεινούς δρόμους για να φέρουμε το ανέσπερο φως.
Το πρωί της Κυριακής μέσα στους μπαξέδες στα περιβόλια τα ολάνθιστα άναβαν τις φωτιές από φρεσκοκλαδεμένα κλήματα και με τη σειρά γύριζαν τον οβελία.
Παντού ακούγονταν το Χριστός Ανέστη και δημοτικά τραγούδια. Το κρασί ή το τσίπουρο έφερναν το τσακίρ - κέφι και το γλέντι άναβε. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας (έχει ξεχαστεί πια) στη δεύτερη Ανάσταση οι γιαγιάδες με τα εγγόνια πήγαιναν στην εκκλησία να «κάψουν» τις λαμπάδες των νονών.
Τη Δεύτερη του Πάσχα του Αγίου Γεωργίου ζυγίζονταν με το καντάρι όλοι και ανάλογα με το βάρος του καθενός και τα «πειράγματα» που σκορπούσαν το γέλιο. Το απόγευμα σε κάποιο πλάτωμα του δρόμου (σε κάθε γειτονιά) χόρευαν τον διπλό χορό «ζεμπέλι». Ο «πολιτισμός» και η παγκοσμιοποίηση εξαφανίζουν σιγά - σιγά τα ήθη και τα έθιμά μας.
Επιτέλους ήρθε το λεωφορείο, ακούω τις δύο κυρίες να εύχονται μεταξύ τους Καλό Πάσχα και Καλή Ανάσταση κι εγώ μαζί τους σε σας.
Ευχαριστώ για τη φιλοξενία
Χρυσαυγή Καπέλλα - Παπαδημητρίου
ΥΓ. Για τους ευρωλιγούρηδες που χαρακτηρίζουν απαξιωτικά καθετί ελληνικό, όπως τα παραπάνω και πολλά άλλα «παραδοσιοκρατία», «επαρχιωτισμό» περί θρησκείας και «εθνικοφροσύνης» τους υπενθυμίζω πως αυτή είναι η δομή του Ελληνα (κουλτούρα), οι ρίζες μας και πρέπει κάπου - κάπου να τις «ποτίζουμε», γιατί χωρίς αυτές «κλαδιά» δεν υπάρχουν.
Και γνωστόν όσοι ξεχνούν το παρελθόν δεν έχουν μέλλον.