Στο σημερινό σημείωμά μας θα αναφερθούμε στην ιστορία του χώρου ο οποίος βρίσκεται στη γωνία Φιλελλήνων και Κύπρου, εκεί όπου σήμερα υψώνεται το κτίριο που στεγάζει τη Λέσχη Αξιωματικών Φρουράς Λαρίσης.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της τουρκοκρατίαςμας είναι γνωστό από καταγραμμένες αναμνήσεις παλαιοτέρων Λαρισαίων ότι στον συγκεκριμένο χώρο υπήρχε ένα απλό ισόγειο κτίσμα με μικρά σιδερόφρακτα παράθυρα, το οποίο στέγαζε τις ποινικές φυλακές της Λάρισας[1]. Το οίκημα ήταν ιδιοκτησία του Τούρκου μεγαλοκτηματία Ομέρ Λεγκέρ. Στον ίδιο ανήκαν επίσης και τα περισσότερα καταστήματα της περιοχής αυτής. Το 1905, μετά την μεγάλη πυρκαγιά η οποία κατέστρεψετο εντυπωσιακό κτίριο των Δικαστηρίων, ο Τούρκος ιδιοκτήτης κατεδάφισε τις φυλακές και στη θέση τους οικοδόμησε ένα μεγαλοπρεπέστατο για τα μέτρα της Λάρισας της εποχής εκείνης διώροφο μέγαρο που κάλυπτε μεγάλο μέρος της γωνίας.
Αρχιτεκτονικά το μέγαρο αυτό αποτελούσε ένα θαυμάσιο δείγμα εκλεπτυσμένης νεοκλασικής αισθητικής. Ο κάτω όροφος διαμορφώθηκε σε μια σειρά καταστημάτων με μεγάλα ανοίγματα, τα οποία είχαν πρόσωπο προς τη πλατεία και την οδό Φιλελλήνων και νοικιάζονταν από τον ιδιοκτήτη για διάφορες επαγγελματικές δραστηριότητες (καφενεία, κουρεία, ραφεία, κ.λπ). Προς το πεζοδρόμιο όλα τα καταστήματα σκεπάζονταν με επικλινές μεταλλικό στέγαστρο.
Η αξεπέραστη όμως ομορφιά του κτιρίου επικεντρώνονταν στον επάνω όροφο και κυρίως στην πρόσοψη η οποία έβλεπε προς την πλατεία. Ήταν χωρισμένη σε επτά τμήματα τα οποία χωρίζονταν μεταξύ τους με πεσσούς που ψηλά κατέληγαν σε ιωνικά επίκρανα. Σε κάθε άνοιγμα αντιστοιχούσε μια ψηλή πόρτα που οδηγούσε σε εξώστη. Ο τελευταίος υποστηρίζονταν με ωραία σκαλιστά μαρμάρινα φουρούσια και προστατεύονταν από μεταλλικά κιγκλιδώματα. Το κεντρικό από τα ανοίγματα αυτά ήταν μεγαλύτερο, πιο προσεγμένο, προεξείχε των άλλων, η πόρτα του είχε τοξωτό υπέρθυρο, και πάνω στη σκεπή κατέληγε σε επιμελημένο τοξωτό επίσης αέτωμα.
Ολόκληρο το οικοδόμημα είχε μια ιδιότυπη μορφή γωνιακού κτίσματος όπου οι δύο πλευρές αρθρώνονται στη γωνία με την παρεμβολή κυλινδρικού όγκου[2], ο οποίος είναι ιδιαίτερα εμφανής στον επάνω όροφο, ενώ ψηλά, στο ύψος της σκεπής ο όγκος αυτός επιστέφονταν με οξυκόρυφο τρούλο από φολιδωτά γκρι στοιχεία. Η ιδιομορφία αυτή, δηλ. της παρουσίας του τρούλου στην οροφή, προσέδιδε στο κτίριο ύψος και αρχοντιά[3].
Μετά την κατασκευή του ο επάνω όροφος νοικιάσθηκε το 1906 από τον επιχειρηματία Ιωάννη Ασλάνη, ο οποίος τον μετέτρεψε σε Λέσχη που φιλοξενούσε πολλαπλές εκδηλώσεις. Από διαφημιστικές καταχωρήσεις σε εφημερίδες της εποχής διαβάζουμε ότι χρησιμοποιήθηκε σαν ψυχαγωγικό κέντρο με μουσική και χορευτικά συγκροτήματα, σαν αίθουσα χορευτικών εκδηλώσεων, θεατρικών παραστάσεων, διαλέξεων, κοντσέρτων, κ.λπ. Μέχρι και το τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αιώνα η κοινωνική ζωή ολόκληρης της πόλης συγκεντρώνονταν μέσα στον χώρο αυτό της Λέσχης Ασλάνη. Η ονομασία αυτή έμεινε για πολλά χρόνια στη συνείδηση των Λαρισαίων, γιατί ο Ασλάνης ήταν ένας δραστήριος και προοδευτικός επιχειρηματίας που έφερε στην πόλη τον κοσμοπολίτικο αέρα της ελληνικής πρωτεύουσας. Οι χώροι της Λέσχης ήταν πολυτελέστατοι για την εποχή τους, με βαρύτιμους κρυστάλλινους πολυελαίους, πολυτελέστατα βιεννέζικα έπιπλα, πολύχρωμα περσικά χαλιά, βελούδινες κουρτίνες και ακριβά σερβίτσια. Για τη διασκέδαση των θαμώνων μετακαλούσε τακτικά μουσικά συγκροτήματα και τραγουδίστριες από τη Βιέννη και άλλες μεγαλουπόλεις του εξωτερικού[4].
Η Λέσχη Ασλάνη λειτούργησε μέχρι το 1919, χρονολογία κατά την οποία ο ρηξικέλευθος αυτός επιχειρηματίας σταμάτησε τη λειτουργία της και δημιούργησε θεατρική σκηνή στην Πλατεία Ταχυδρομείου, η οποία υπήρξε ο πρόδρομος του σημερινού, ανενεργού πλέον, κινηματοθεάτρου «Ολύμπια». Έτσι η πόλη έχασε το κοσμικότερο κέντρο της και το μοναδικό εντευκτήριο της παλιάς Λαρισινής αριστοκρατίας.
Μετά τη διακοπή της λειτουργίας της Λέσχης ο χώρος αυτός στέγασε μέχρι το 1940 το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία», το οποίο λειτούργησε ο επιχειρηματίας Β. Μίχος. Ήταν ένα από τα ευπρεπέστερα ξενοδοχεία της πόλης, σε μια πολύ ευνοϊκή θέση και εξυπηρετούσε τους διερχόμενους εμπόρους και διάφορους επιχειρηματίες που επισκέπτονταν την πόλη για επαγγελματικούς λόγους.
Προπολεμικά από τα καταστήματα που υπήρχαν στο ισόγειο στην πλευρά της οδού Φιλελλήνων δύο πόρτες είχε μισθωμένες ο πλούσιος Εβραίος έμπορος εγχωρίων προϊόντων Μουσών Αβραάμ, πατέρας του Σαλβατώρ Αβραάμ. Ο Μουσών Αβραάμ ήταν ο ιδιοκτήτης του ομώνυμου αρχοντικού επί της οδού Παλαιστίνης 7, το οποίο μέχρι πρόσφατα στέγαζε το ψυχαγωγικό κέντρο ArtDeco. Στην ημικυκλική γωνία του κτιρίου υπήρχε το Καπνοπωλείο των αδελφών Μπαλταδώρου. Στη συνέχεια επί της οδού Αλεξάνδρας (της σημερινής Κύπρου) είχε αναπτύξει το Κουρείο του ο Κ. Κόγιας. Ακολουθούσε το Στιλβωτήριο του Πέτρου Κοσμόπουλου και όταν αυτός το εγκατέλειψε προπολεμικά, το μίσθωσε ο Πέτρος Βούλγαρης ο οποίος το χρησιμοποίησε ως πρατήριο βενζίνης. Στη συνέχεια βρισκόταν η κυρία είσοδος του ξενοδοχείου και εν συνεχεία οι υπόλοιπες τρεις πόρτες του ισογείου καταλαμβάνονταν από το ιστορικό καφενείο του Μήτσου Μπόκοτα. Στο καφενείο αυτό σύχναζαν ως επί το πλείστον εργαζόμενοι και ιδιαίτερα οι αρτεργάτες, οι οποίοι συγκαλούσαν εκεί και τις συνελεύσεις της συντεχνίας τους. Επίσης και οι αμαξάδες που είχαν παρκαρισμένα τα αμάξια τους στην απέναντι πλευρά του δρόμου κατά μήκος της πλατείας, το είχαν για στέκι τους. Στο βάθος του καφενείου αυτού υπήρχε ιδιαίτερη αίθουσα στην οποία ήταν εγκατεστημένα μπιλιάρδα[5].
Η ιδιοκτησία του κτιρίου το 1923, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και τις ανταλλαγές των πληθυσμών περιήλθε στο Δημόσιο, το οποίο το 1935 περίπου το παραχώρησε για στρατιωτική χρήση. Από τους ιταλικούς βομβαρδισμούς του Δεκεμβρίου του 1940 υπέστη ζημιές οι οποίες επηρέασαν την αρτιότητα του κτιρίου. Ήλθε στη συνέχεια και ο ισχυρός σεισμός του Μαρτίου του 1941 και καταστράφηκε ολόκληρος ο επάνω όροφος. Μεταπολεμικά το κατεστραμμένο κτίριο κατεδαφίσθηκε και στη θέση του οικοδομήθηκε το κτίριο της Λέσχης Αξιωματικών Φρουράς Λαρίσης, το οποίο άρχισε να λειτουργεί με την σημερινή μορφή του από το 1954. Ενδιαφέρον στην αρχιτεκτονική του σημερινού κτιρίου είναι ότι διατήρησε μερικώς την ημικυλινδρική μορφή της γωνίας, εκεί που συναντώνται οι δύο πλευρές του κτίσματος.
Η φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο[6] απεικονίζει την πρόσοψη του κτιρίου προς την κεντρική πλατεία μια χιονισμένη ημέρα. Σ’ αυτήν διακρίνονται καθαρά τα νεοκλασικά αρχιτεκτονικά στοιχεία του μεγάρου στον επάνω όροφο. Χαρακτηριστική όμως είναι και η σκηνή μεγάλων σε ηλικία ατόμων στην πλατεία που έχουν αποδυθεί σε παιχνίδι χιονοπόλεμου, καθώς και η παρουσία κάποιου λαχειοπώλη.
[1]. Το κτίσμα αυτό είχε άμεση γειτνίαση με τα Δικαστήρια και έτσι η μεταγωγή των καταδικασμένων ήταν ευχερέστερη. Ολύμπιος (Περραιβός Κώστας), Περιπέτειες της Θέμιδος στην πόλη μας, εφ. Λάρισα, φύλλο της 26ης Ιουνίου 1972. Μετά την κατεδάφιση του κτιρίου για την ανέγερση της Λέσχης, οι ποινικές φυλακές μεταφέρθηκαν στο χάνι του Σαχίνη, ένα μεγάλο και ισχυρό οικοδόμημα στις νότιες παρυφές του λόφου του Φρουρίου κοντά στη γέφυρα, το οποίο υπέστη σοβαρές καταστροφές από τον σεισμό και τους γερμανοϊταλικούς βομβαρδισμούς του Μαρτίου 1941, με αποτέλεσμα μεταπολεμικά να κατεδαφισθεί
[2]. Γρουσόπουλος Χρήστος, Όψεις της Νεοκλασικής Λάρισας, Πρακτικά επιστημονικής συνάντησης «Ο Νεοκλασικισμός στη Θεσσαλία, μέσα 19ου αιώνα - 1920», Λάρισα (2005) σελ. 224.
[3]. Πανομοιότυπους τρούλους είχαν το ξενοδοχείο «Άρνη» στην Καρδίτσα και το κτίριο Παπαστράτου στην παραλία του Βόλου, όπου σήμερα στεγάζεται το κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Από τους δύο αυτούς τρούλους διατηρείται μόνον ο τελευταίος.
[4]. Νούσια Αγλαΐα. Η Λέσχη Ασλάνη, εφ. Ελευθερία Λάρισας, φύλλο της 4ης Σεπτεμβρίου 2000, όπου καταγράφονται οι αναμνήσεις του αιωνόβιου σήμερα ιστορικού της σύγχρονης Λάρισας Γιώργου Ζιαζιά.
[5]. Ολύμπιος (Κώστας Περραιβός), Τι υπήρχε άλλοτε γύρω από την πλατεία, εφ. Λάρισα, φύλλο της 17ης Ιουλίου 1972.
{6}. Η φωτογραφία αυτή προέρχεται από το αρχείο του Γιώργου Ζιαζιά και την έχει δημοσιεύσει παλαιότερα. Στο σημείο αυτό θέλω να ευχαριστήσω και τον Θανάση Μπετχαβέ που μου υπέδειξε διάφορες δημοσιεύσεις γύρω από το κτίριο που στέγασε κάποια περίοδο τη Λέσχη Ασλάνη.
Νικόλαος Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com