Από τον Χρίστο Λιάπη
Πριν από περίπου 17 χρόνια, στο βιβλίο του «Η Μεγάλη Σκακιέρα» ο Zbigniew Brezinsky, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και παλαίμαχος Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Αμερικανού προέδρου Jimmy Carter, συμπεριελάμβανε την Ουκρανία, μαζί με την Πολωνία, τη Γερμανία και τη Γαλλία στον κρίσιμο πυρήνα της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Με ορίζοντα το 2010, αναφερόταν στον γεωστρατηγικό αυτόν πυρήνα ως τον βασικό γεωπολιτικό άξονα εμπέδωσης του διατλαντικού συστήματος ασφάλειας και μετεξέλιξής του σε ένα διευρασιατικό σύστημα ασφάλειας. Σημείωνε δε πως η ανεξαρτησία της Ουκρανίας το 1991 δεν σηματοδότησε μόνον τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, δεν στέρησε απλά τη Ρωσία από την κυρίαρχη θέση της στη Μαύρη Θάλασσα, αλλά αμφισβήτησε την ίδια την ουσία του ισχυρισμού της Ρωσίας ότι είναι ο θεϊκά χρισμένος σταθερός φορέας της κοινής πανσλαβικής ταυτότητας.
Όλα τα ανωτέρω προσφέρουν ένα συνεκτικό αναλυτικό πρίσμα θεώρησης των όσων συμβαίνουν αυτές τις τόσο κρίσιμες για την παγκόσμια ειρήνη ώρες στην Ουκρανία και την Κριμαία, όπου η εμπλοκή της Ρωσίας πυροδοτεί άμεσες και σφοδρές ανησυχίες για την ευρωπαϊκή ασφάλεια.
Οι καλειδοσκοπικές γεωστρατηγικές μεταβολές που συντελούνται στην κριμαϊκή χερσόνησο εντάσσονται στον σχετικά μακρινό, αλλά ακόμη τόσο ισχυρά και συχνά οδυνηρά, ενεργό ιστορικό απόηχο της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης, φέρνοντας στο μυαλό μας και μία άλλη παρόμοια εμπόλεμη σύγκρουση της Ρωσίας με μία άλλη από τις πρώην Σοβιετικές της Δημοκρατίες, τη Γεωργία. Μια σύγκρουση που είχε λάβει χώρα τον Αύγουστο του 2008, ενταγμένη και αυτή στη γεωστρατηγική φαντασμαγορία της Μαύρης Θάλασσας και της πολιτικής του «εγγύς εξωτερικού», ως στενογραφικής διατύπωσης της ανάγκης να οικοδομηθεί στον γεωπολιτικό χώρο που κατείχε άλλοτε η Σοβιετική Ένωση, κάποιο νέο είδος βιώσιμου πλαισίου, στο οποίο η Μόσχα θα είναι το κέντρο της λήψης των αποφάσεων.
Μεσούσης, λοιπόν, τότε, της ολυμπιακής εκεχειρίας λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου, στις 7 Αυγούστου του 2008, σε μια κατοπτρική εικόνα της τρέχουσας διαμάχης στην Κριμαία, αλλά με ανεστραμμένους αρκετούς από τους ρόλους, στρατιωτικές δυνάμεις της Γεωργίας επιτέθηκαν στην επαρχία της Νότιας Οσσετίας, επιχειρώντας την προσάρτησή της και την αλλαγή του επί δεκαεξαετίας καθεστώτος ημιαυτονομίας της. Η Ρωσία απάντησε στέλνοντας τεθωρακισμένες δυνάμεις στη Νότια Οσετία και εξαπολύοντας αεροπορικές επιδρομές βαθιά στο έδαφος της Γεωργίας.
Η συγκεκριμένη κρίση είχε βρεθεί στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος, μονοπώλησε τη διεθνή ειδησεογραφία, και αποτέλεσε αφετηρία στρατηγικών αναδιατάξεων της γεωπολιτικής ισορροπίας, συνάμα δε και μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για να δοκιμαστεί η ικανότητα προσφοράς περίθαλψης σε συνθήκες κρίσεως, μαζικών απωλειών και καταστροφής υποδομών. Είχα, μάλιστα ασχοληθεί διεξοδικά με τη μελέτη της, στο πλαίσιο της μεταπτυχιακής μου εκπαίδευσης στη Διεθνή Ιατρική και τη Διαχείριση Κρίσεων Υγείας.
Η σύρραξη αυτή και οι συνέπειές της αποτέλεσαν, όπως άλλωστε και η τρέχουσες συγκρούσεις στην Ουκρανία, μία σύνθετη κρίση, συνδυάζοντας χαρακτήρες ανθρωπιστικής κρίσης, για τη φροντίδα των περίπου 35.000 αμάχων που είχανε χάσει τα σπίτια τους, είτε λόγω βομβαρδισμών είτε λόγω βιαίας μετακινήσεως, καθώς και χαρακτηριστικά ενεργειακής κρίσης, καθώς πολλοί τοποθέτησαν στον πυρήνα της το αυξημένο γεωπολιτικό ενδιαφέρον του αγωγού μεταφοράς πετρελαίου που διασχίζει το έδαφος της Γεωργίας και αποτελεί τη μοναδική ενεργειακή δίοδο μεταφοράς των πετρελαίων της Κασπίας στη Μαύρη Θάλασσα, η οποία παρακάμπτει το έδαφος της Ρωσίας.
Από την πλευρά της ερευνητικής και ακαδημαϊκής μελέτης των Κρίσεων Υγείας, η συγκεκριμένη σύρραξη παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως χαρακτηριστικό παράδειγμα, αλλά και ως πρότυπο, διατήρησης της λειτουργικότητας και της αποτελεσματικότητας του συστήματος υγειονομικής φροντίδας, σε εμπόλεμη περίοδο.
Οι ιθύνοντες του τομέα Υγείας της Γεωργίας έδειξαν να έχουν διδαχθεί πάρα πολλά από τα στρατηγικά λάθη στα οποία είχανε υποπέσει οι αντίστοιχες διοικήσεις κατά τον εμφύλιο πόλεμο της περιόδου 1991-92, ο οποίος είχε ξεσπάσει όταν η Νότια Οσσετία είχε κηρύξει την ανεξαρτησία της, πυροδοτώντας μία διαρκή εστία συγκρούσεων και εντάσεων που εξακολουθεί να εκρήγνυται κατά καιρούς στο μαλακό υπογάστριο του Καυκάσου.
Η διαφορετική προσέγγιση διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης που ξεκίνησε από την πρώτη κιόλας ημέρα των μαχών του Αυγούστου του 2008, κινήθηκε τόσο στο ψυχολογικό όσο και στο οργανωτικό επίπεδο.
Κατά το διάστημα των συγκρούσεων του 1991-92 ο υπουργός Υγείας της Γεωργίας φορούσε στολή παραλλαγής και βρισκόταν στην πρώτη γραμμή, γεγονός που έσπερνε πανικό στους πολίτες και δυσχέραινε τον συντονισμό των υγειονομικών μονάδων των μετόπισθεν. Κάτι που δεν συνέβη το 2008. Παρά τις κατεστραμμένες από τους βομβαρδισμούς υγειονομικές μονάδες, την έλλειψη προμηθειών και τον μεγάλο αριθμό προσφύγων, η εμπειρία του παρελθόντος δίδαξε τον γεωργιανό κρατικό μηχανισμό ώστε να απαντήσει με αμεσότητα και αποφασιστικότητα, σύμφωνα με τις δηλώσεις του τότε Υπουργού Υγείας της Γεωργίας Alexander Kvitashvili.
Βλέπουμε, δηλαδή, πως σε κάθε κρίση, γεωστρατηγική, εθνική, υγειονομική, ανθρωπιστική ή κοινωνική το επικοινωνιακό κομμάτι της διαχείρισης δεν αρκεί για να επισκιάσει τα όποια ελλείμματα ουσίας, ακόμη και αν οι «ιθύνοντες νόες» δείχνουν να είναι συνεχώς στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας και της δημοσιότητας, συχνά δε με θεατρικό και εκδραματιστικό τρόπο.
O Χρίστος Χ. Λιάπης είναι ιατρός – διδάκτωρ Ιατρικής Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών chliapis@yahoo.gr