Από τη Λίτσα Λιακούλη
Το 1970, η Τζέην Έλλιοτ, μια εμπνευσμένη και ίσως διορατική δασκάλα δημοτικού, πραγματοποίησε ένα διήμερο πείραμα. Την πρώτη μέρα, έπεισε τα παιδιά πως όσα έχουν μπλε μάτια είναι ανώτερα από όσα έχουν καφέ μάτια, και πως από εκείνη τη στιγμή θα είχαν πλεονεκτική θέση έναντι των καφέ στα πάντα: Οι «μπλε» θα είχαν μεγαλύτερο διάλειμμα, ενώ οι «καφέ» θα έμεναν μέσα, σε καμία περίπτωση οι «καφέ» δεν θα μπορούσαν να παίξουν με τους «μπλε», ενώ οι «καφέ» θα έπρεπε να φοράνε κολάρο, ώστε να ξεχωρίζουν και να πίνουν νερό από τον ψύκτη μόνο με ποτήρι.
Τη δεύτερη μέρα, οι ρόλοι αντιστράφηκαν. Τώρα, οι «καφέ» είναι καλύτεροι, πιο έξυπνοι, έχουν παραπάνω διάλειμμα και απολαμβάνουν όλα όσα απολάμβαναν την προηγούμενη οι «μπλε». Οι αντιδράσεις και η συμπεριφορά των παιδιών καταγράφηκαν από κάμερες. Μια ήρεμη τάξη, με χαρούμενα παιδιά που έπαιζαν και διασκέδαζαν, τώρα χωρίστηκε στη μέση. Για πρώτη φορά, υπήρξε συμπλοκή στην αυλή του σχολείου μεταξύ «καφέ» και «μπλε»... ματιών, με τους τελευταίους να αποκαλούν υποτιμητικά τους μέχρι πριν λίγο φίλους τους «καφεμάτηδες», όπως ακριβώς αποκαλούσαν οι γονείς τους, τους μαύρους, «αράπηδες». Για πρώτη φορά, τα παιδιά ένιωθαν το βάρος της φυλετικής διάκρισης και του ρατσισμού στις πλάτες τους, για κάτι που δεν επέλεξαν να έχουν (καφέ ή μπλε μάτια) και που δεν μπορούσαν να αλλάξουν. Αντιθέτως, όταν βρίσκονταν στην πλεονεκτική θέση του ανώτερου, κατόπιν εντολής δασκάλας, η «ψυχολογία του ευνοημένου» τα ωθούσε στο να είναι πιο χαρούμενα και να λύνουν ασκήσεις πολύ πιο γρήγορα...
Τα τελευταία χρόνια η ελληνική κοινωνία έρχεται αντιμέτωπη με φαινόμενα ξενοφοβίας και φυλετικού εθνικισμού που τη γυρίζουν πίσω, στις πιο σκοτεινές εποχές της Ιστορίας και σε πρακτικές που μόνο περήφανο δεν θα μπορούσαν να κάνουν το ανθρώπινο γένος.
Είναι αλήθεια ότι τα φαινόμενα αυτά δεν εμφανίστηκαν αιφνιδιαστικά εν μία νυκτί, αλλά οι γενεσιουργές αιτίες τους προϋπήρχαν, ενώ το φαινόμενο του ρατσισμού εκκολαπτόταν λάθρα στους κόλπους της κοινωνίας.
Η Παγκόσμια Ημέρα Κατά του Ρατσισμού έρχεται να μας θυμίσει τα ίσα δικαιώματα των ανθρώπων κατ' αρχάς στη ζωή και στην αξιοπρέπεια και κατά δεύτερο λόγο να μας φέρει αντιμέτωπους με τα στερεότυπα και τις στάσεις μας απέναντι στους «διαφορετικούς». Ο «γύφτος» κι ο «αράπης» των παιδικών μας χρόνων που θα μας έτρωγαν το φαγητό ή θα μας έπαιρναν μακριά από την ασφάλεια του σπιτιού μας, μπορεί να ξεπεράστηκαν ως γραφικές απειλές, πλην όμως αντικαταστάθηκαν από άλλες, εξαιρετικά σοβαρές και επικίνδυνες.
Σήμερα, με τη μεγαλύτερη συστημική κι αξιακή κρίση που βιώνει η χώρα τα τελευταία 50 χρόνια, με το πολιτικό μας σύστημα να παραδέρνει αποδυναμωμένο και ανίκανο να αναλάβει πρωτοβουλίες αντιμετώπισής της, δημιουργούνται εύκολα οι συνθήκες σύγχρονου κοινωνικοπολιτικού αλλά και οικονομικού Καιάδα, που οδηγούν στην κατακρήμνιση εκατομμύρια ανθρώπους, «ίδιους» ή «διαφορετικούς». Σήμερα, οφείλουμε να αναλάβουμε δράση, αφήνοντας τα ευχολόγια για εποχές που θα δίνουν αυτή την πολυτέλεια.
Το «πείραμα» στα παιδιά, δείχνει καταρχήν ότι καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση της κατάστασης παίζει η παιδεία, με τη στενότερη αλλά και την ευρύτερη έννοια του όρου, αφού τα φαινόμενα μισαλλοδοξίας διαμορφώνουν όχι μόνο πρακτικές, αλλά και συνειδήσεις. Οι ειδικοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου: ζούμε σε μια αυξανόμενα πολιτισμικά πλουραλιστική κοινωνία, αλλά οι γονείς και οι δάσκαλοι δεν μιλούν αρκετά στα παιδιά για τον ρατσισμό. Τα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι η στάση των ενηλίκων «δεν μιλώ για την προκατάληψη, άρα δεν υπάρχει» ουσιαστικά την ενθαρρύνει. Σε έναν ιδανικό κόσμο οι γονείς διδάσκουν στα παιδιά τους να έχουν πολιτισμική «αχρωματοψία», αλλά όταν οι γονείς παραμένουν σιωπηλοί, κάποιοι άλλοι θα επηρεάσουν τα παιδιά. Έρευνες δείχνουν ότι η εχθρότητα απέναντι σε διαφορετικές ομάδες αρχίζει από πολύ νωρίς, από τριών μόλις ετών, και η πολιτισμική ταυτότητα της πλειονότητας αποφασίζει «ποιος είναι έξω και ποιος μέσα». Ο παράγοντας-κλειδί για την πρόληψη του ρατσισμού είναι η συζήτηση γύρω από αυτόν, παντού: στο σπίτι, στο σχολείο, στις επαγγελματικές και κοινωνικές ομάδες, στον τύπο, στα αιρετά όργανα.
Περαιτέρω, με αίσθημα ευθύνης και συνέπειας στην ιστορία, χωρίς υπεκφυγές και σκοπιμότητες που υπακούουν σε ψηφοθηρικές λογικές, οφείλουν όλοι όσοι συμμετέχουν στα κοινά, να δηλώνουν ξεκάθαρα τη θέση τους στο θέμα του ρατσισμού, του εθνικισμού και των σύγχρονων επικίνδυνων μορφωμάτων που τον εκφράζουν και που αποτελούν την «πολιτική φάκα» των αγανακτισμένων πολιτών.
Πέραν λοιπόν της ανθρωπιστικής πλευράς του ζητήματος και την εκούσια ή ακούσια καταστρατήγηση των αξιών των οποίων υπέρμαχος εμφανίζεται μια ξενοφοβική μερίδα του ελληνικού λαού, το ζήτημα παραμένει βαθιά κοινωνικό και καθαρά πολιτικό.
Σε προσωπικό επίπεδο, ας τοποθετηθούμε όλοι, σκεπτόμενοι μόνο ότι το χρώμα το ματιών μας δεν το... επιλέξαμε εμείς και κυρίως ότι δεν μπορούμε να το αλλάξουμε!