Του Βασιλείου Χ. Στεργιούλη, θεολόγου.
Η σημερινή κατάσταση και η πορεία της χώρας μας προβληματίζει κάθε σκεπτόμενο. Όπως έχουμε τονίσει και άλλοτε, πολλοί διερωτώνται: Μήπως ήρθε το τέλος της Ελλάδος;
Χάνονται γενικά τα πνευματικά υποστηρίγματα. Και μαζί τους χάνεται η χαρά και το γέλιο. Δεν συναντάς, όπως παλιότερα, χαμογελαστούς ανθρώπους. Μειώνονται οι επιδόσεις των νέων μας στα μαθήματα. Οι νεολαίοι άλλων χωρών έχουν σήμερα τα πρωτεία του πνεύματος και της μάθησης. Πολλοί από τους νέους γίνονται κυνηγοί του αιωνίου θανάτου. Γιατί; Διότι δεν διαποτίσθηκαν ηθικοπνευματικά. Δεν άκουσαν τη φωνή αυτών που θήρευσαν κάποτε τον αιώνιο θάνατο. Είναι γνωστή η διακήρυξη του γνωστού συνθέτη Σταμάτη Σπανουδάκη:
«Πίστεψα και αυτόματα άλλαξε η ζωή μου. Σταμάτησα τα ναρκωτικά …και έδωσα τον εαυτό μου στον Ιησού».
Καθώς σκέπτομαι αυτά, πέφτει στα χέρια μου ένα τεύχος του ορθόδοξου Ιεραποστολικού περιοδικού Θεσσαλονίκης «Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός» της Θεσσαλονίκης. Σ’ αυτό δημοσιεύεται άρθρο του Αγιορείτου μοναχού π. Δαμασκηνού Γρηγοριάτου, ο οποίος δραστηριοποιείται, χρόνια τώρα, ως ιεραπόστολος στην Αφρική. Το κείμενο αυτό υπό τον τίτλο: «Υπάρχει άγχος και απελπισία στους Αφρικανούς;» κάνει λόγο για τη στερημένη από υλικά αγαθά, μα χαρούμενη ζωή των Αφρικανών. Και για την πίστη τους στον Θεό. Με εντυπωσίασε πολύ, γι’ αυτό και παραθέτω ακολούθως ένα απόσπασμά του. Γράφει, λοιπόν, ο σεβαστός μοναχός ιεραπόστολος: «Οι Αφρικανοί γενικά, εκτός εξαιρέσεων, είναι πτωχοί και εγκαταλελειμμένοι στην τύχη τους. Δεν έχουν «πού την κεφαλήν κλίνη». Δεν παίρνουν κρατικές επιδοτήσεις. Δεν έχουν δημόσιες θέσεις, εκτός ολίγων. Δεν έχουν φαρμακευτική περίθαλψη από πουθενά. Δεν έχουν χρήματα ν΄αγοράσουν ενίοτε ούτε έναν ορό, για να ανακόψουν τη θανατηφόρα πορεία της ελονοσίας.
Κάθε ημέρα που ξημερώνει είναι γι’ αυτούς ένας βρόχος στον λαιμό τους, διότι δεν ξέρουν πού θα εύρουν τροφή να επιζήσουν. Απελπισία όμως δεν είδα.
...Πριν ακόμη ξημερώσει, δηλαδή 5,30 το πρωί, οι Αφρικανοί είναι σχεδόν όλοι στο πόδι. Οι γυναίκες ετοιμάζουν τα παιδιά τους για το σχολείο, χωρίς πρωινό, αφού δεν υπάρχουν τα ευρωπαϊκά ροφήματα και βουτήγματα, ψωμί, μαρμελάδα, μέλι, βούτυρο κ.λπ. Όμως έχουν περιποιημένη και καθαρή τη μαθητική τους περιβολή, με κάλτσες, παπουτσάκια και κομμένα τα μαλλιά τους. Σε περίπτωση που θα πάνε χωρίς κάλτσες ή με μεγάλα τα μαλλιά τους διώκονται από τον δάσκαλο. Περπατούν ενίοτε μέχρι και 10 χιλιόμετρα κάθε πρωί και άλλα τόσα το μεσημέρι. Μέσα στο λιοπύρι του τροπικού κλίματος, με ανάλαφρο βάδισμα και σκελετωμένα κορμιά τρέχουν χαρούμενα, χωρίς το παραμικρό παράπονο προς τους γονείς ή και μεταξύ τους ότι κουράστηκαν. Αυτές οι πορείες γίνονται εδώ και χρόνια. Έγινε καθεστώς στη ζωή τους η πεζοπορία και η ταλαιπωρία. Για τα μαθήματά τους έχουν ζήλο. Συναγωνίζονται μεταξύ τους ποιο θα βγει πρώτο στις εξετάσεις, στο παιχνίδι, στην αγάπη και στη θυσία το ένα για το άλλο.
Αναρωτιέται κανείς: Από πού προήλθε αυτή η ανατροφή των παιδιών; Από ειδικούς διδασκάλους και σύγχρονες μεθόδους; Μα οι γονείς, οι περισσότεροι αγράμματοι, τι έχουν να προσφέρουν στα παιδιά τους σ’ αυτή την κατεύθυνση; Τολμώ να υποστηρίξω ότι εδώ λειτουργεί ο έμφυτος φυσικός νόμος στα παιδιά. Αυτά δεν τα μάρανε ακόμη ο καυστικός αγέρας του αθεϊσμού της Ευρώπης. Δεν τα έχουν παραπλανήσει οι παντός είδους υλιστικές θεωρίες. Δεν έχουν αιχμαλωτίσει τα μυαλά τους τα ηλεκτρονικά παιχνίδια και τα διεγερτικά προγράμματα του υπολογιστή και του παγκοσμίου διαδικτύου. Οι ψυχές τους είναι ακόμη ειρηνικές και χαρούμενες. Δεν έχουν τα πολλά χρήματα για να ζουν με ευμάρεια, αλλά ούτε πεθαίνουν από τη φτώχεια τους, διότι δεν υπέστησαν ακόμη την παραμόρφωση την οποία έχουν υποστεί τα δικά μας παιδιά. Γι’ αυτό και τα αφρικανάκια είναι χαρούμενα.
...Στο Μπουρούντι, κάποιο πρωινό, επρόκειτο να ταξιδέψω στις πέντε για τη Ρουάντα. Εκείνη τη στιγμή όμως, είναι η ώρα που οι νέοι τρέχουν κατά χιλιάδες, αφήνοντας τα σπίτια τους που είναι στα προάστια της πόλης και κατευθύνονται σε μπουλούκια προς το κέντρο. Τρέχουν πραγματικά με κουρελιασμένα ρούχα, ξυπόλητοι σχεδόν όλοι, για να έχουν άνεση στο τρέξιμο. Σταμάτησα και τους ρώτησα:
- Τι συμβαίνει βρε παιδιά; Πού πηγαίνετε τρέχοντας;
- Πάμε στην αγορά και στα μαγαζιά της πόλης να δουλέψουμε πάτερ.
- Και τι δουλειά θα βρείτε εκεί;
- Ξεφορτώνουμε τα αυτοκίνητα που έρχονται από τα χωριά με προϊόντα: πατάτες, ντομάτες, λάχανα, μπανάνες, μουχόκο, μάγκους και άλλα. Ξεφορτώνουμε τα τσιμέντα, τα σίδερα, τα ψάρια που έρχονται από τη λίμνη Ταγκανίκα.
- Καλά δεν πίνετε ούτε ένα τσάι από το σπίτι σας;
- Εκεί που θα δουλέψουμε υπάρχουν γυναίκες που μας πωλούν τσάι και λίγο ψωμί. Πρώτα θα πάρουμε τα χρήματα και μετά θα αγοράσουμε το τσάι μας.
- Και πιστεύετε ότι θα βρείτε δουλειά;
- Σε όλους μας θα δώσει ο Καλός Θεός το φαγητό της ημέρας. Αρκεί να δουλέψουμε.
Δεν είδα στα πρόσωπά τους την απελπισία και την στενοχώρια. Κατηγορούνται από πολλούς ότι είναι τεμπέληδες. Αυτό όμως δεν αληθεύει για όλους. Την εργατικότητά τους μπορούν να μας την ομολογήσουν οι ομογενείς μας Έλληνες, οι οποίοι είναι ευχαριστημένοι από την προσφορά εργασίας στις φάρμες και τις επιχειρήσεις τους. Πόσα δεν προσφέρουν καθημερινά στους Ευρωπαίους τα ακούραστα αφρικανικά χέρια;
Μια άλλη φορά ήμουν στη φάρμα της Ιεραποστολής του Κολουέζι, εκεί όπου καλλιεργείται το καλαμπόκι. Δίπλα στη φάρμα υπάρχει ολόκληρο χωριό, που εργάζεται για τη σπορά, το σκάλισμα, τη συγκομιδή και το αλώνισμα του καλαμποκιού. Ρώτησα ένα πρωινό μία ομάδα γυναικών που έβγαιναν από τις καλύβες τους:
-Πού πάτε τόσο πρωί;
-Πάμε για μπόγκα (τροφή), πάτερ.
-Και πού θα τη βρείτε; Τι μπόγκα θα βρείτε να φάτε;
-Πάμε άλλες στο δάσος και άλλες στον κάμπο και στα ποτάμια. Εκεί μας δίνει ο Καλός Θεός την τροφή μας. Έτσι κάνουμε κάθε πρωινό.
Και πράγματι μετά από 2-3 ώρες επιστρέφουν με τα καλαθάκια τους ή τα κουβαδάκια τους. Εκεί μέσα έχουν ψαράκια από το ποτάμι, αρουραίους από το δάσος, πράσινες ακρίδες, μανιτάρια, βλήτα, καλαμπόκια από τον κήπο τους, μπανάνες, μάγκους, κορμούς ζαχαροκάλαμου, τερμίτες και άλλα ντόπια δικά τους προϊόντα.
Το πιο συγκινητικό είναι ότι αυτή η καθημερινή αναζήτηση της τροφής τους, μέσα στο άγνωστο, δεν τους προκαλεί απελπισία. Δεν ξέρουν πολλά από Θεό, όμως Τον πιστεύουν, Τον επικαλούνται και Τον εμπιστεύονται. Γι’ αυτό στη ζωή τους είναι χαρούμενες, ειρηνικές. Ευχαριστούν τον Θεό και Τον δοξολογούν με δικά τους ντόπια θρησκευτικά τραγούδια.
Το φαινόμενο της πίστεως στον Θεό φαίνεται ότι έχει μέσα του βαθιές ρίζες. Δεν γνωρίζουν να ξεχωρίσουν ποια είναι η αληθινή και ποια η ψεύτικη θρησκεία. Τον Ένα Θεό όμως όλοι σχεδόν τον πιστεύουν, τον αγαπούν και έχουν εμπιστευθεί όλη την ύπαρξη τους στην πρόνοια και τη βοήθειά Του. Είναι επιπλέον χαρούμενοι, όταν γνωρίσουν την Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Μάλιστα οι κατηχητές τους μάχονται για την Αγία Πίστη. Διαβάζουν κατηχητικά και αντιαιρετικά βιβλία και αγωνίζονται να οδηγήσουν στη σωτηρία κι άλλους συνανθρώπους τους.
...Μήπως λοιπόν, εμείς οι Νεοέλληνες, θα πρέπει να στραφούμε να πάρουμε διδάγματα ζωής και αρετής από τους Κογκολέζους και Αφρικανούς οι οποίοι τόσο πολύ έχουν εξευτελιστεί και ταπεινωθεί από τους ισχυρούς της γης;
Μήπως θα πρέπει να αξιοποιήσουμε τις κρυμμένες σωματικές και ψυχικές μας δυνάμεις και να τις προσφέρουμε στην καλλιέργεια της γης μας και στην ανάπτυξη της κτηνοτροφίας μας; Αν έχει φροντίδα ο Θεός για τους Αφρικανούς, δεν θα έχει και για μας τους Ορθόδοξους Χριστιανούς; Γιατί η νεολαία μας να στέκεται με τον καφέ στο χέρι στα διασκεδαστικά κέντρα των πόλεων και να δουλεύουν στα χωράφια των γονέων τους οι αλλοδαποί;
Είναι καιρός πλέον να ανανήψουμε σαν κράτος, κοινωνία και οικογένεια. Θα μας βοηθήσει κι εμάς ο Θεός. Να γίνουμε κι εμείς χαρούμενοι άνθρωποι και όχι κυνηγοί του αιωνίου θανάτου».
Μακάρι, σκέφτομαι, η ευχή του εν λόγω μοναχού ιεραποστόλου να γίνει πράξη και ζωή από εμάς τους Νεοέλληνες. Μακάρι να στηριχθούμε στις πατρογονικές μας αξίες και στα Ελληνορθόδοξα ιδανικά. Και να γίνουμε χαρούμενοι άνθρωποι και όχι κυνηγοί του αιωνίου θανάτου. Θα είναι αυτό η καλύτερη πράξη. Το ωραιότερο δώρο σε όλους και στην πατρίδα μας για την καινούργια χρονιά.