Χαρούμενος ήταν ο Γιώργης ο Λιάκος εκείνα τα Χριστούγεννα του 1950. Είχε τελειώσει το δίπατο σπίτι του, που τον Μάη, γυρίζοντας από τη Λάρισα μαζί με τους άλλους ‘συμμοριόπληχτους’ Κρανιώτες, το ’χε βρει σαράι. Η σκεπή μισοπεσμένη, τα παράθυρα χωρίς τζάμια, τα σανίδια στο πάτωμα μισοσπασμένα κι οι σοβάδες στους τοίχους χαλασμένοι. Ανασκουμπώθηκε με τη γυναίκα του. Στέριωσε πρώτα τη σκεπή, πάτωσε και το πάτωμα. Τα δοκάρια τα ’κοψε και τα κουβάλησε μόνος του από το ελατόδασος. Κι ύστερα κλάδεψε και σκάλισε τ’ αμπέλι, φύτεψε πατάτες κι έθρεψε μποντίνο, όπως λεν το μεταξοσκώληκα οι Κρανιώτες. Είχε κι ένα μικρό κοπάδι γίδια, που του ’δινε τα καθημερινά. Το μετάξι του ’δωσε τα χρήματα, για ν’ αγοράσει τ’ απαραίτητα. Ως τον Δεκέμβρη το σπίτι είχε γίνει όπως ήταν παλιά, αρχοντικό.
Καμάρωνε το σπίτι του ο Γιώργης εκείνα τα χαράματα των Χριστουγέννων. Μα πιο πολύ καμάρωνε τις δύο του θυγατέρες, τεσσάρων κι έξι χρονών, που ντυμένες και στολισμένες έτρεχαν μπροστά τους να φτάσουν γρήγορα στην εκκλησιά, τον Άγιο Ταξιάρχη. Μαλακός ο καιρός κι απρόσμενα γλυκός για Χριστούγεννα στον Όλυμπο. Όλο το χωριό ήταν εκεί. Τρία χρόνια σκόρπιοι στις ακραίες συνοικίες της Λάρισας οι Κρανιώτες δεν μπορούσαν να εκκλησιαστούν όλοι μαζί. Κι ύστερα καμιά λαρισινή εκκλησιά δεν ένιωθαν δική τους. Γι’ αυτό λαχταρούσαν τώρα να μπουν στον Άγιο Ταξιάρχη, που ίσα-ίσα τους χωρούσε. 800 άτομα πού να χωρέσουν! Κι όμως ήταν όλοι τους πολύ χαρούμενοι. Ήθελαν να ξεχάσουν όσα τους χώριζαν και να φιλιώσουν, αριστεροί και δεξιοί.
Με το σχόλασμα της εκκλησιάς μικροί και μεγάλοι άρχισαν να βγαίνουν στο προαύλιο. Ήθελαν να σταθούν λίγο και ν’ ανταλλάξουν δυο κουβέντες. Οι πρώτοι όμως που βγήκαν είδαν μια κόκκινη ανταύγεια στη βόρεια άκρη του χωριού. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι ήταν. Και ξαφνικά φλόγες τρανές υψώθηκαν στα ουράνια. Κατάλαβαν. Κάποιο σπίτι καίγονταν. Ποιο όμως; ‘Πυρκαϊά’, ακούστηκε μια φωνή. Και τότε άρχισαν όλοι να τρέχουν προς το σπίτι που καίγονταν. Κι ήταν μακριά. Στην άλλη άκρη του χωριού, ολόκληρο χιλιόμετρο. Να προλάβουν. Κι έτσι άρχισε ένας περίεργος αγώνας δρόμου. Έτρεχαν ανακατεμένοι μικροί και μεγάλοι, άντρες, γυναίκες, παιδιά. Ακόμα και γέροι και γριές που βαστούσαν τα πόδια τους. Πρώτα έφτασαν τα μεγάλα παιδιά. Κι είδαν πως το σπίτι του Γιώργη του Λιάκου είχε λαμπαδιάσει.
Τα πρώτα παλικάρια που έφτασαν όρμησαν μέσα στη φωτιά κι άρχισαν να τραβούν έξω ό,τι χρήσιμο έβρισκαν. Άλλος καρέκλα, άλλος τραπέζι, άλλος ρούχα, άλλος παπούτσια κι άλλος κάποιο από τα σέα του σπιτιού. Και γλίτωσαν τα πιο πολλά. Το ίδιο το σπίτι δεν υπήρχε δύναμη να το γλιτώσει. Η σκεπή άρχισε να τρίζει. Πριν φτάσει ο Γιώργης με τη φαμίλια του, είχε γκρεμιστεί. Το μόνο που έμενε ήταν να περιμένουν να σβήσει μόνη της η φωτιά. Και τότε γείτονες και παραγείτονες με κουβάδες, στάμνες και γκιούμια άρχισαν να κουβαλούν νερό απ’ τις βρύσες που ήταν εκεί κοντά, για να σβήσουν τ’ αποκαϊδια.
Η γυναίκα του Γιώργη ήταν απαρηγόρητη. Τα κορίτσια έκλαιγαν, μα αυτός στεκόταν αμίλητος και κοίταζε το καμένο σπίτι. Θυμήθηκε πως είχε αφήσει τη γυάλινη λάμπα αναμμένη στην άκρη του παράθυρου. Αναλογίστηκε μήπως ο αέρας άνοιξε το παράθυρο και γκρέμισε στο πάτωμα τη λάμπα. Οι συχωριανοί του στέκονταν ολόγυρα με την καρδιά σφιγμένη. Εκείνη την ώρα δεν σκέφτονταν τίποτα. Μόνο κοίταζαν τον Γιώργη. Και τότε ακούστηκε ο πρόεδρος του χωριού.
-Οι γυναίκες και τα παιδιά να παν στα σπίτια. Να μείνουν εδώ οι άντρες.
Όλοι κατάλαβαν τι τους ήθελε ο πρόεδρος. Χωρίς πολλές κουβέντες συμφώνησαν τι θα έφερνε ο καθένας. Κι ύστερα χτίστες, μαραγκοί και σοβατζήδες έπιασαν δουλειά. Δούλευαν ασταμάτητα όλη μέρα. Στο γόνατο έφαγαν από καναδυό κεφτέδες που έφεραν μανάδες, αδερφές ή γυναίκες. Πριν νυχτώσει, το σπίτι ήταν έτοιμο, κατοικήσιμο. Το βράδυ η Γιώργαινα έστρωσε χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Γειτόνισσες και παραγειτόνισσες κουβάλησαν ό,τι φαγώσιμο χρειάζεται ένα σπίτι, για να περάσει τις γιορτές: ψωμί, τυρί, γάλα, πίτα, λουκάνικα και χοιρινό κρέας. Κι έτσι οι Κρανιώτες κοιμήθηκαν ευτυχισμένοι εκείνο το βράδυ των Χριστουγέννων, γιατί είχαν προσφέρει το καλύτερο χριστουγεννιάτικο δώρο στη φαμίλια του Γιώργη Λιάκου.
Γιάννης Μπασλής