Οι μέρες το αποζητούν. Λίγο τα τρέχοντα, καθώς «Διαβάζουμε κάθε πρωί την εποποιία της καθημερινότητας»(1), λίγο οι «άδοξοι πολιτικοί», τα νηπενθή της Πολιτικής «Από θεούς και ανθρώπους μισεμένοι, σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί»(2), λίγο οι γιορτινές ημέρες που ευνοούν τους αναστοχασμούς, και βέβαια πολύ όχι λίγο η τζογαδόρικη ατμόσφαιρα, και να που στρώνεται, χωρίς ποιητική άδεια φυσικά, το παίγνιο. Ένα πάζλ ατελές και ατελείωτο, ανοιχτό στις ατομικές επιλογές μας. Κι ας έχει ξαφνιάσματα το συνταίριασμα των κομματιών του...
Με πρώτη επιλογή το διαρκές (...) εκσυγχρονιστικό πάθος μας για να παλέψουμε τον αιωνόβιο παλαιοκομματισμό και τη φτηνιάρικη συναλλαγή(3).
«Όθεν φρονώ πως είμαι στα γεμάτα
Ενδεδειγμένος για να υπηρετήσω αυτήν τη χώρα,
την προσφιλή πατρίδα μου Συρία(...).
Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα,
κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει,
θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό.
Κι αν ο ηλίθιος αυτός δεν με προσλάβει
πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό.
Θα με θελήσει πάντως ένας απ’ τους τρεις».
Ο λιτός, αυστηρός, ειρωνικός λόγος του μεγάλου ποιητή οδηγεί, σαν αντίστιξη, στο πάντα επίκαιρο, όσο και ανακουφιστικό, το ...επίγειο περιπαιχτικό:
«Η θειά μου η Αμερσούδω τρία βρακιά φορεί,
κι όσο ν’ αλλάξει το ένα, το άλλο το κατουρεί».
Δεν πρέπει να νιώθουν μοναξιά οι άρχοντές μας. Παλιοί, νέοι αλλά και οι...επόμενοι. Τη μοναξιά της ηγετικής μεγαλοσύνης τους την κάνει πιο ήπια η ποιητική συντροφιά, η περίφροντις(4):
«Βέβαια μπορείς να μεταφράζεις στίχους του Ομήρου.
Είναι κι αυτό μια ασχολία θεμιτή, επικερδής ενίοτε
κι εν πάση περιπτώσει σε βοηθάει για να περνάς στα μάτια μερικών
ως λόγιος και-με κάποια συγκατάβαση-γνώστης της ποιήσεως,
περίπου ποιητής.
Μετάφραζε με ζήλον, έστω με επιμέλειαν.
Ένα μονάχα να αποφύγεις.
Πρόσεξε μην τύχει και μεταφράσεις στη ζωή σου
φερσίματα και πάθη ηρώων
όσο κι αν φαίνονται δικά σου
όσο κι αν είσαι σίγουρος πως θα μπορούσες να έχεις πέσει πολεμώντας προ των τειχών της Τροίας.
Θυμήσου πως το πίστεψες, το ξέρεις, τόχεις πια αποφασίσει
πως τελικά
εισβάλλοντας στην πόλη
θάβρισκες,
εσύ,
καπνούς και στάχτη».
Ούτε η κοπιώδης προσπάθεια αυτογνωσίας πρέπει να ταράζει τους άρχοντές μας. Είναι αναπόφευκτη για όλους μας, καμιά φορά ενοχλητική. Μόνο που η ηγεσία μπορεί και απολαμβάνει το προστατευτικό, το προφυλακτικό τσόφλι της αυταρέσκειας. Κάτι που μπορεί να χαρεί και ο κοινός θνητός, αν είναι επιλογή του. Με τη διαφορά, όμως, ότι οι όποιες συνέπειες δεν βαρύνουν τους άλλους. Τα... «λιμανιάτικα» που λέγαμε χύμα, πιο παλιά. Από το 1936 μας το είχε σημάνει ο Μπρεχτ:
«...Εσύ, που είσαι αρχηγός,
μην ξεχνάς πως έγινες ότι είσαι,
επειδή είχες αμφιβάλλει γι’ άλλους
αρχηγούς!
Άσε, λοιπόν, αυτούς που οδηγείς
ν’ αμφιβάλλουνε κι εκείνοι!»
Και μ’ όλα αυτά, έχοντας «Το ανανεούμενο αίσθημα ενός επικείμενου κακού»(1), αλλά και παρ’ όλα αυτά: «Καλήν εσπέραν άρχοντες!»
(1)-Αναγνωστάκης
(2)-Καρυωτάκης
(3)-Καβάφης
(4)-Άρης Αλεξάνδρου
xatzis@hotmail.com