Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com
Πριν από μερικούς μήνες βρισκόμουν στην Αθήνα και συνάντησα κάποιον καλό μου φίλο απ’ τα παλιά. Τη δεκαετία του 1970 επισκεπτόταν τακτικά τη Λάρισα για επαγγελματικούς λόγους και κατά την ολιγοήμερη διαμονή του στην πόλη δεν παραλείπαμε κάθε φορά να συναντιόμαστε, να τα λέμε, και το βράδυ να καταλήγουμε στο «κουτούκι του Ζαχαριάδη». Ήταν ένας χώρος που του άρεσε ιδιαίτερα από την πρώτη στιγμή που τον επισκέφθηκε και θυμάμαι ότι δεν δεχόταν συζήτηση να αλλάξουμε «στέκι». Έλεγε ότι δεν μπορούσε να φύγει από την Λάρισα χωρίς να απολαύσει την γευστική ευδαιμονία της «στάμνας» και της «μοσχαροκεφαλής». Είναι αλήθεια ότι είχαμε πολύ καιρό να βρεθούμε. Η οικογενειακή μέριμνα, οι δουλειές, τα χρόνια που περνούσαν, δυσκόλευαν τις μετακινήσεις. Στη συνάντησή μας δυσκολευτήκαμε να αναγνωρίσουμε ο ένας τον άλλο. Ο χρόνος είχε αλλοιώσει τα χαρακτηριστικά μας. Έπειτα από λίγα λεπτά συζήτησης όμως, με αιφνιδίασε η ερώτησή του: «Τρως καμιά μοσχαροκεφαλή στο κουτούκι του Ζαχαριάδη;». «Τι μου θύμισες τώρα» του απάντησα και του εξήγησα πως έχουν σήμερα τα πράγματα.
Γνώριζα τον Δημήτριο (Μίμη) Ζαχαριάδη και τώρα τελευταία πίναμε από καμιά φορά καφέ με τους στενούς φίλους του. Το κέντρισμα όμως που δέχθηκα από τον αθηναίο φίλο μου με οδήγησε στο σημερινό σημείωμα. Όταν καθίσαμε να μιλήσουμε ο Μίμης Ζαχαριάδης ήταν καταδεκτικός και με τη νοσταλγία έντονα ζωγραφισμένη στα λόγια του έβαλε εύκολα τις αναμνήσεις του σε τάξη.
Η οικογένεια Ζαχαριάδη έχει τις ρίζες της στα Αμπελάκια[1].Ο Μίμης Ζαχαριάδης γεννήθηκε στη Λάρισα το 1933. Γονείς του ήταν ο Κωνσταντίνος και η Μάρθα. Το πατρικό τους σπίτι βρισκόταν στην γωνία των οδών Ιουστινιανού και Ιάσονος, απέναντι από το κτίριο του Γ΄ Δημοτικού Σχολείου.
Το 1927 ο πατέρας του Κωνσταντίνος Ζαχαριάδης άνοιξε ταβέρνα στην αρχή της οδού βασιλέως Κωνσταντίνου (Παναγούλη) εκεί όπου βρίσκεται το κτίριο του εγκαταλειμμένου σήμερα ξενοδοχείου «Atlantic».Απέναντι βρισκόταν το σπίτι του παλιού δημάρχου Μιχαήλ Σάπκα,στο ισόγειο του οποίου στεγαζόταν το καφενείο «Αβέρωφ», το οποίο στους περισσότερους Λαρισαίους ήταν γνωστό σαν «Τούρκικο», γιατί μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1922 η πελατεία του ήταν ως επί το πλείστον μουσουλμάνοι οι οποίοι το προτιμούσαν καθώς βρισκόταν κοντά στο Γενή τζαμί και τους έδινε την ευκαιρία να προσεύχονται, αλλά και γιατί διέθετε ναργιλέδες. Μετά το 1922 οι πελάτες του καφενείου αυτού ήταν συνήθως εργάτες. Το ίδιο και η ταβέρνα του Κώστα Ζαχαριάδη απέναντι, που την είχε τώρα με τον αδελφό του Θανάση, είχε ως πελάτες απλούς ανθρώπους, εργάτες του καθημερινού μόχθου, οι οποίοι με λίγα ποτηράκια τσίπουρου ή κρασιού προσπαθούσαν να ξεκουραστούν από τον ολοήμερο κάματο, να αλλάξουν κάποιες κουβέντες με τους γνωστούς τους και να μιλήσουν για τα καθημερινά τους προβλήματά. Ο Μίμης Ζαχαριάδης βρέθηκε από μικρός μέσα στον χώρο της ταβέρνας, βοηθώντας, παράλληλα με τα μαθήματά του, στις απλές δουλειές του καταστήματος.
Το 1952 πέθανε ο Θανάσης Ζαχαριάδης και ο Κώστας μετακόμισε την ταβέρνα στο ισόγειο διώροφης οικοδομής στη γωνία των σημερινών οδών Ηπείρου και Παναγούλη, ιδιοκτησίας του Φίλιππου Μάρκα. Εν τω μεταξύ ο Μίμης είχε ενηλικιωθεί και βοηθούσε στην ταβέρνα. Το 1962 πέθανε ο πατέρας του και ο Μίμης ανέλαβε την διαχείρισή της, βοηθούμενος από τον μικρότερο αδελφό του Παύλο, με τον οποίο συνεταιρίσθηκε από το 1965 και μετά. Την περίοδο αυτή η ταβέρνα άνοιξε τις πόρτες της σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, έγινε οικογενειακή και αναβάθμισε την κουζίνα της. Στα προσφερόμενα φαγητά προστέθηκε τώρα η μοσχαροκεφαλή στο λαδόχαρτο και η στάμνα μοσχάρι. Ήταν δύο φαγητά τα οποία θεωρούνταν η σπεσιαλιτέ του καταστήματος και οι περισσότεροι κατέφευγαν ομαδικά στον Ζαχαριάδη για να τα γευτούν[2].
Το 1968 ο Φίλιππος Μάρκας, ιδιοκτήτης του οικήματος στο οποίο στεγαζόταν η ταβέρνα, το κατεδάφισε και στη θέση του κατασκευάσθηκε μια πολυώροφη πολυκατοικία. Ο Μίμης Ζαχαριάδης αναγκάσθηκε να μεταφέρει το μαγαζί στο διπλανό επί της οδού Ηπείρου ισόγειο οίκημα του ίδιου ιδιοκτήτη, το οποίο διέθετε και αυλή. Η μετακόμιση αυτή όχι μόνο δεν επηρέασε την πορεία του καταστήματος, αλλά την απογείωσε. Στον χώρο αυτό η ταβέρνα γνώρισε τις μεγαλύτερες δόξες της. Τον χειμώνα τρία μικρά δωμάτια ήταν κάθε βράδυ γεμάτα με πελάτες, ενώ το καλοκαίρι η δροσερή αυλή με τη μουριά, γέμιζε με τραπεζάκια και καρέκλες. Οι καλοκαιρινές αυτές βραδιές έχουν μείνει αξέχαστες στην πόλη. Περιβάλλον απλό, λαϊκό, με τις ψάθινες καρέκλες και τα μικρά ξύλινα τραπεζάκια στρωμένα με τραπεζομάντηλα, φιλική περιποίηση και ποιότητα φαγητού, αυτά ήταν που πρόσφερε η ταβέρνα του Ζαχαριάδη. Οι περισσότεροι δοκίμαζαν τη μοσχαροκεφαλή και τη στάμνα, τα οποία συνόδευαν με κόκκινο κρασί Ραψάνης ή με ρετσίνα από τον Συνεταιρισμό Μαρκόπουλου. Όσοι προτιμούσαν τους μεζέδες, το τσίπουρο Τυρνάβου ήταν συντροφιά τους. Δεν υπάρχει οικογένεια στη Λάρισα που να μην γεύτηκε τις λιχουδιές της ταβέρνας. Ο Μίμης όρθιος γυρνούσε από τραπέζι σε τραπέζι, έπαιρνε παραγγελίες, τσούγκριζε το ποτήρι του με τους πελάτες, μέσα σε μια ατμόσφαιρα εύθυμη και ειδυλλιακή.
Το 1981 ο Μίμης Ζαχαριάδης συνταξιοδοτήθηκε και αποσύρθηκε, το κουτούκι[3]όμως δεν σταμάτησε τη λειτουργία του. Την διαχείριση της ταβέρνας τώρα ανέλαβαν τα αδέλφια Ζαννή, οι οποίοι την ονόμασαν «Μουριά», από την παρουσία του δέντρου που στόλιζε την αυλή του καταστήματος. Η «Μουριά» είχε την πρόνοια να ακολουθήσει την τακτική των προκατόχων του και δούλευε καλά. Οι Λαρισαίοι όμως όταν ήθελαν να πάνε στη «Μουριά» από συνήθεια εξακολουθούσαν να λένε «Πάμε απόψε στου Ζαχαριάδη», ειδικά τα πρώτα χρόνια. Η ταβέρνα αυτή σταμάτησε τη λειτουργία της το 2005. Σήμερα στη θέση της έχει δημιουργηθεί υπαίθριος χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων.
Σημειώσεις
[1]. Από τα Αμπελάκια είχαν καταγωγή ο Νίκος Ταμπάκης που είχε τη δική του ταβέρνα στην οδό Κύπρου και αργότερα την μετέφερε στη Καποδιστρίου, εκεί όπου είναι σήμερα η ταβέρνα «Πιθάρι», καθώς και ο Τάκης Τσιλίκης, ο οποίος διατηρούσε ουζερί επί της οδού Βόλου (23ης Οκτωβρίου), απέναντι από την πλατεία Πατέρα. Φαίνεται ότι η ξακουστή αυτή κωμόπολη του Κισσάβου εκτός από σπουδαίους επιστήμονες (ιατρούς, δικηγόρους, φαρμακοποιούς, εκπαιδευτικούς, δημοσιογράφους, κ.ά.) διέθετε και ευσυνείδητους και επιτυχημένους επαγγελματίες σε πολλούς τομείς.
[2]. Η Λάρισα είχε την περίοδο εκείνη και άλλα καταστήματα ειδικευμένα στην παρασκευή φαγητών με ιδιαίτερες γεύσεις. Ποιος δεν θυμάται την μικρή ταβέρνα του Ζουρτού στην οδό Νιρβάνα με τα περίφημα μπιφτέκια και τα άλλα ψητά.
[3]. Η λέξη κουτούκι είναι τουρκική και σημαίνει μικρή παραδοσιακή ταβέρνα, η οποία αποτελεί τόπο συνάντησης παρεών.