Τότε που οικογένειες, αδέλφια, παιδιά έψαχναν να βρουν τους δικούς τους. Αυτούς που δεν είχαν δώσει σημεία ζωής μετά τον τελειωμό του μεγάλου κακού. Της καταστροφής, της ερήμωσης και του θανατικού που προκάλεσαν οι Έλληνες στον τόπο τους. Αυτό, που γέμισε από κορμιά παλικαριών τα ρέματα και τις χαράδρες των βουνών της πατρίδας μας. Από κορμιά της νιότης, που έμειναν άταφα, αστόλιστα κι αδιάβαστα. Βορά των αγριμιών και των ορνέων. Παιδιά, που θυσιάστηκαν, στον βωμό των ιδεολογιών, που δεν μπόρεσαν να λύσουν ειρηνικά τις διαφορές τους...
Θύματα της αδελφοκτόνου αυτής συμπεριφοράς δυο αδέλφια, ο Β. και ο Ν. Παιδιά του Δημοτικού Σχολείου, που επίμονα έψαχναν να βρουν τον πατέρα τους και τον θείο τους που χάθηκαν στον Εμφύλιο, χωρίς ν’ αφήσουν σημάδι ζωής. Στην επίπονη αυτή προσπάθεια συμπαραστάτες ήταν η χαροκαμένη μάνα τους και η ανήμπορη γιαγιά τους. Οι φήμες, που κυκλοφορούσαν στο χωριό έλεγαν στα κρυφά ότι ο πατέρας σκοτώθηκε. Για τον θείο τους, που 16 χρονών τον πήραν... απ’ τα πρόβατα, οι πληροφορίες ήταν αισιόδοξες. Μια έλεγε ότι κατέφυγε και ζει ως πολιτικός πρόσφυγας σε χώρα της Ανατολικής Ευρώπης και άλλη ότι κάποιοι τον είδαν στην πορεία τους προς την προσφυγιά, μετά την ήττα του «Δημοκρατικού Στρατού».
Οι πληροφορίες αυτές δημιούργησαν στην οικογένεια και στα δύο αδέλφια ένα αίσθημα χαρμολύπης. Μεγάλη λύπη για τον χαμό του πατέρα, αλλά και τρανή χαρά για τον ευρισκόμενο εν ζωή θείο τους, ο οποίος ήταν αδελφός της μάνας τους. Γι’ αυτόν τώρα αισιοδοξούσαν και ήλπιζαν ότι κάποια μέρα θα τον δουν και θα έφερνε ένα μέρος της χαράς που ολότελα έλειπε απ’ το σπιτικό τους. Και η χαρά της προσμονής αυτής εκδηλωνόταν με τον ερχομό κάποιου επισκέπτη στο σπίτι τους: ταχυδρόμου, εισπράκτορα ή άλλου άγνωστου προσώπου. Τότε τα δυο αδέλφια εγκατέλειπαν το παιχνίδι και με τη βλάχικη φράση -καθ’ ότι βλαχόπουλα- «βίνι λάλι Ν.», δηλαδή ήρθε ο θείος Ν, πήγαιναν τρέχοντας στο σπίτι με την προσδοκία ότι ο άγνωστος μπορεί να ήταν ο θείος τους ή κάποιος που έφερνε κάποια είδηση απ’ αυτόν.
Όμως, ένα σοβαρό και υπεύθυνο μήνυμα αργούσε να ‘ρθει, ώσπου τα μέτρα ειρήνευσης έφεραν την αλληλογραφία και έτσι τα δυο αδέλφια, η μητέρα και η ανήμπορη γιαγιά επικοινωνούσαν με τον ευρισκόμενο εν ζωή θείο, αδελφό, και γιο.
Έτσι, τα χρόνια περνούσαν και τα δυο αδέλφια μεγάλωναν και συνειδητοποιούσαν πλέον ότι ο πατέρας τους χάθηκε. Γιατί όσοι επέζησαν του Εμφυλίου πολέμου και βρέθηκαν ως πολιτικοί πρόσφυγες σε χώρες της Αν. Ευρώπης επικοινώνησαν με τους δικούς τους και με τα μέτρα ειρήνευσης επαναπατρίστηκαν, όπως ακριβώς συνέβη και με τον θείο τους, που τον αγαπούσαν και τον αγαπούν.
Σήμερα τα δυο αδέλφια, ο Β. και ο Ν., είναι κάποιας ηλικίας. Έζησαν και ξεπέρασαν την ορφάνια χάρη στην ηρωίδα μάνα τους, που ήταν και πατέρας ταυτόχρονα. Αυτή ξενοδουλεύοντας στάθηκε βράχος στη ζωή τους, κάνοντάς τους πολύ δυνατούς. Έτσι, η έλλειψη του πατέρα όχι μόνο δεν τους αποδυνάμωσε ψυχικά, απεναντίας, τους ενδυνάμωσε στον επιχειρηματικό και αγροτικό τομέα και τους έκανε να ζουν σήμερα δημιουργικά και έντιμα που θα τους ζήλευε, με την καλή έννοια της λέξης, ο καθένας μας.
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι στους παλιούς καιρούς οι δυσκολίες της ζωής όχι μόνο δεν οδηγούσαν οπισθοδρομικά τον άνθρωπο, αλλά αποτελούσαν εφαλτήρια προόδου και ευημερίας.
Παράδειγμα τα δυο αδέλφια της σημερινής μας ιστορίας, που την ορφάνια και τη φτώχεια τη μεταρσίωσαν σε δυναμική δημιουργίας. Κι αυτό, ας αποτελέσει φωτεινό παράδειγμα για τους τωρινούς νέους μας, ώστε στα δύσκολα να μην εκτρέπονται σε σκοτεινούς δρόμους και ψεύτικους παραδείσους, χωρίς διεξόδους και απάνεμα λιμάνια, αλλά να πολεμούν παλικαρίσια και να νικούν κάθε αντιξοότητα της ζωής.