Κόντευε τα ογδόντα, αλλά δεν το έβαζε κάτω.
Καλοντυμένη, χαμογελαστή και αγαπητή σε όλους, γνωστούς και φίλους. Μέσα της κι εκείνη είχε μια απέραντη αγάπη, για όλον τον κόσμο.
Δεν έλειπε Κυριακές και γιορτές απ’ την εκκλησία της ενορίας της και συμμετείχε σε κάθε εκδρομή που γινόταν σε διάφορα μοναστήρια και αξιοθέατα άλλων περιοχών.
Πρόσεχε πολύ τον εαυτό της. «Αν τον παρατήσεις σε… παρατάει και εκείνος», έλεγε στις φίλες της γελώντας που τη ρωτούσαν πώς τα καταφέρνει και είναι έτσι ακμαία και χαμογελαστή.
Η Ασπασία ήταν γόνος μιας ευκατάστατης γεωργικής οικογένειας. Οι γονείς της είχαν αρκετά στρέμματα στον θεσσαλικό κάμπο κι αυτή είχε σπουδάσει γεωπόνος, να βοηθάει με τις γνώσεις της τον πατέρα της.
Όμως, δεν παντρεύτηκε. Δεν είχε βρει τον άνθρωπο όπως τον… φανταζόταν. Μοναχοκόρη και χωρίς συγγενείς, σ’ εκείνη την πόλη της Θεσσαλίας, γιατί οι γονείς της είχαν έρθει απ’ τη Μακεδονία.
Παρ’ όλα αυτά, είχε αρκετούς ανθρώπους γύρω της, όπως έγραψα παραπάνω, γιατί όταν δώσεις αγάπη, θα πάρεις. Μάλιστα, είχε αναλάβει τη φροντίδα μιας πάμπτωχης οικογένειας με τέσσερα παιδιά, άρρωστο πατέρα και η Αλεξάνδρα, η μάνα της οικογένειας ένιωθε μεγάλη υποχρέωση, αλλά η Ασπασία δεν το ήθελε.
Ήθελε να τη βλέπει σαν φίλη και όχι σαν… ευεργέτιδα. Πολλές φορές η Αλεξάνδρα τής έλεγε να πάει στο σπίτι της να τη βοηθήσει στην καθαριότητα, να μην παίρνει γυναίκα, όπως συνήθιζε κάθε εβδομάδα.
Αλλά και σ’ αυτό η Ασπασία ήταν αρνητική. «Να φροντίζεις τα παιδιά σου και τον άντρα σου και άφησέ με εμένα. Και να μη με αποκαλείς «κυρία Ασπασία», σκέτο «Ασπασία», έτσι μ’ αρέσει». Αυτό έλεγε και στους γνωστούς της, που ήταν νέοι.
«Αφήστε το κυρία βρε παιδιά, απομακρύνει τους ανθρώπους αυτή η προσφώνηση. Όταν πάμε να κοινωνήσουμε, το όνομά μας δε ρωτάει ο ιερέας… σκέτο; Χωρίς το «κύριος» και «κυρία»;
Αυτά και άλλα πίστευε και έλεγε η Ασπασία και όπως γράψαμε στην αρχή, ήταν αγαπητή σε όλους.
Αυτό γέμιζε το «μέσα» της, και ήταν ευτυχισμένη και χαρούμενη…
Πάντα τα Χριστούγεννα, η μόνη της έννοια ήταν να είναι καλά, να εκκλησιαστεί όλες τις ημέρες των εορτών και να φροντίσει την οικογένεια της Αλεξάνδρας να μην της λείψει τίποτα.
Πήγαινε σε ένα γνωστό της κρεοπωλείο και παρήγγελνε τα πάντα, έδινε και τη διεύθυνση της Αλεξάνδρας και τους έλεγε να τα πάνε όλα την παραμονή των Χριστουγέννων. Όπως και στο σούπερ μάρκετ και στο γαλακτοπωλείο και στον φούρνο.
Όταν έπαιρνε όλα εκείνα τα… αγαθά του Θεού η Αλεξάνδρα, τηλεφωνούσε στην Ασπασία… Βαθιά συγκινημένη, την ευχαριστούσε χίλιες φορές και την προσκαλούσε στο σπίτι της, τις ημέρες των Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιά και όλες τις άλλες γιορτές.
Η Ασπασία δεχόταν ευχαρίστως, αν και είχε πολλές προσκλήσεις από φίλους της. Προτιμούσε να δεχθεί της Αλεξάνδρας που την αγαπούσε πολύ κι εκείνη και όλη της την οικογένεια.
Εκείνα τα τέσσερα παιδάκια της που έτρεχαν να την προαπαντήσουν όταν χτυπούσε το κουδούνι του σπιτιού τους και της φιλούσαν τα χέρια και έπαιρναν όλα τα… καλούδια που τους έφερνε, όλα αυτά δεν μπορούσε να τα ανταλλάξει με όλες τις προσκλήσεις των ευκατάστατων φίλων της…
Και ο Χριστός, σκεφτόταν, προτίμησε να γεννηθεί μέσα στον στάβλο, με τη ζεστασιά της αναπνοής των ζώων και όχι σε κάποιο αρχοντικό.