Το ίδιο κάνουν σταδιακά και οι υπόλοιπες σχολές της χώρας. Σαν πρόεδρος όμως της μοναδικής Αρχιτεκτονικής Σχολής της θεσσαλικής περιφέρειας νιώθω ότι το ζήτημα με αφορά πιο άμεσα και ότι θα πρέπει να απευθυνθώ και προσωπικά στους δημότες της πόλης.
Όλες σχεδόν οι ελληνικές πόλεις έχουν αφήσει απερίσκεπτα να χαθεί τεράστιο μέρος της ιστορικής αρχιτεκτονικής τους κληρονομιάς. Γι’ αυτόν τον λόγο κάθε περίπτωση περαιτέρω αχρείαστης καταστροφής του παρελθόντος δίκαια προκαλεί αντιδράσεις στον επιστημονικό κόσμο και τους θεσμικούς φορείς των Αρχιτεκτόνων.
Η απόφαση του Δήμου Λαρισαίων να εξωραΐσει την περιοχή γύρω από το Αρχαίο Θέατρο της πόλης κατεδαφίζοντας ένα οικοδομικό τετράγωνο με παλαιά χαμηλού ύψους λιθόκτιστα/πλινθόκτιστα οικοδομήματα εμπίπτει σε μια παρωχημένη και βάναυση αντίληψη αστικής ανάπλασης. Επιχειρείται η ανάδειξη του αρχαίου μνημείου με τη μέθοδο της απομόνωσής του και της απάλειψης του αστικού παλίμψηστου που το περιβάλλει. Με αυτόν τον τρόπο θα στερηθεί ο ιστορικός πυρήνας της Λάρισας τα λιγοστά κατάλοιπα του πρόσφατου παρελθόντος του και ένα πολύτιμο δείγμα μιας πιο ανθρώπινης κλίμακας και ενός άλλου αρχιτεκτονικού και οικοδομικού ήθους που δρα στην ουσία προστατευτικά για το ίδιο το μνημείο.
Η προσέγγιση της μαζικής κατεδάφισης, αν και αποτελούσε επιδίωξη και προηγούμενων δημοτικών αρχών, δεν θεωρείται αποδεκτή επιστημονικά. Η εξυγιαντική λογική που θυσιάζει κομμάτια της ιστορικής μνήμης προς όφελος μιας αποσπασματικής προβολής του παρελθόντος έχει απορριφθεί από διεθνείς συμβάσεις όπως η «Χάρτα της Βενετίας» (1964) και η «Χάρτα του Άμστερνταμ» (1975). Πλέον, θεωρείται καίριας σημασίας όχι μόνο η προστασία μεμονωμένων μνημείων, αλλά η διατήρηση ιστορικών συνόλων με κτίσματα διαφορετικών εποχών που περιλαμβάνουν τόσο αναγνωρισμένα έργα όσο και ταπεινές δημιουργίες. Τέτοια σύνολα αποτελούν μαρτυρίες της εξέλιξης της πόλης και της πολλαπλότητας των πολιτισμών και των υλικών επιτευγμάτων τους που πέρασαν από τον τόπο αυτόν.
Στο ίδιο πνεύμα, ο σεβασμός της ιστορικής ποικιλομορφίας των πόλεων και η διατήρηση και επανάχρηση παλαιών κτιριακών κελυφών έχουν αναδειχτεί σε κοινώς αποδεκτούς άξονες της εκπαιδευτικής ατζέντας όλων των Σχολών Αρχιτεκτονικής.
Στις μέρες μας, η επιστημονική κοινότητα αρχαιολόγων, αρχιτεκτόνων και πολεοδόμων αναγνωρίζει την ανάγκη διάσωσης όλων των ιστορικών φάσεων μιας πόλης αλλά και την αξία της συνύπαρξης και αμοιβαίας ανάδειξής τους. Διεθνείς οργανισμοί όπως ο ICOMOS έχουν δραστικά μετατοπιστεί από τη δυτική φαντασίωση του 19ου αιώνα για μια εξαγνισμένη αρχαιότητα δίχως επιμειξίες από ίχνη άλλων εποχών και πολιτισμών. Οι υπέρμαχοι μιας τέτοιας αντίληψης ευθύνονται για ασυγχώρητα λάθη καθώς θεωρούσαν οτιδήποτε δεν ανήκει στην κλασική εποχή ως κάτι άνευ σημασίας ή ακόμα και ως ένα είδος μόλυνσης της αρχαιολογικής καθαρότητας, και άρα καταδικασμένο να θυσιαστεί.
Οι τόσο κακοπαθημένες ελληνικές πόλεις δεν έχουν άλλα περιθώρια για διαγραφή της ελάχιστης ιστορικής κληρονομιάς που ακόμα διασώζουν. Το περιβάλλον του Αρχαίου Θεάτρου της Λάρισας, με πλήθος μνημείων διάφορων ιστορικών φάσεων, πρέπει να αντιμετωπιστεί πολύ προσεκτικά, χωρίς βιαστικές και ισοπεδωτικές πρωτοβουλίες, αλλά με ευρεία επιστημονική συζήτηση και δημόσια διαβούλευση.
Είναι κρίσιμο να διεκδικήσουμε για τις πόλεις μας ένα μνημειακό τοπίο όσο το δυνατόν πιο πλούσιο σε ιστορικότητα και σε ακεραιότητα της υλικής συνέχειάς του. Ένα τοπίο που θα αφηγείται ποικίλες ιστορίες από πολλές εποχές και σε πολλές αρχιτεκτονικές γλώσσες.
* Ο Κώστας Μανωλίδης είναι καθηγητής, πρόεδρος Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Πανεπιστημίου Θεσσαλίας