α) Η αποστολή των δέκα λεπρών στους ιερείς
Ο καιρός του πάθους του Κυρίου πλησίαζε. Για τούτο κάποια στιγμή πήρε τους μαθητές Του και κατευθύνθηκε προς τα Ιεροσόλυμα. Καθώς, όμως, πλησίαζαν σε κάποιο χωριό, ξεπετάχτηκαν κάποια στιγμή μπροστά του δέκα άνδρες λεπροί, που είχαν ακούσει για τα επιτελούμενα θαύματα από τον Ιησού, και άρχισαν να τον παρακαλούν για τη θεραπεία τους, λέγοντας: «Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς» (Λουκ. 17,13). Τότε ο Ιησούς τους κοίταξε με αγάπη και είπε: «Πορευθέντες επιδείξατε εαυτούς (θεραπευμένους) τοις ιερεύσι» (Λουκ. 17,14), δοκιμάζοντας, κατά τον Ζιγαβηνό, «την πίστιν αυτών».
Γιατί, όμως, θα έλεγε κανένας, δεν τους θεράπευσε αμέσως, αλλά τους έστειλε πρώτα στους ιερείς; Την απάντηση μας την έδωσε ήδη ο Ζιγαβηνός. Γιατί, δηλαδή, έπρεπε κατ’ αυτόν να κάνουν κάτι για τη θεραπεία τους, δηλαδή να πιστέψουν και να μεταβούν στους ιερείς, που είχαν κάποια σημεία αναγνωριστικά της θεραπείας της λέπρας. Ταυτόχρονα δε, έπρεπε να αφυπνιστούν και οι ιερείς για τη θεραπεία τους από τον Κύριο, ώστε να τον αναζητήσουν.
Στα πιο πάνω φαίνεται καθαρά η αναγκαιότητα της συνεργίας του ανθρώπου στα θέματα όχι μονάχα της θεραπείας, αλλά και της σωτηρίας, εφόσον, κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, ο Θεός συνεργός τω τη γνώμη συναναβαίνοντι.
Φαίνεται δε, επίσης, ότι η πρώτη ένδειξη της συνεργίας αυτής είναι η πίστη, εφόσον, κατά τον Απόστολο Παύλο, «ο πιστεύων σωθήσεται».
Μια δεύτερη ένδειξη είναι η υπακοή, για την οποία θα γίνει ιδιαίτερος λόγος.
Και μια τρίτη ένδειξη είναι η εξομολόγηση των τραυμάτων στους ιερείς, στους οποίους ο Χριστός έδωσε μετά την ανάστασή Του την εξουσία του δεσμείν και λύειν, λέγοντας:
« Πάντα όσα εάν λύσητε... έσται λελυμένοι, δηλαδή συγχωρημένοι».
β) Η υπακοή των λεπρών στο πρόσταγμα του Χριστού και η θεραπεία τους
Στο άκουσμα των λόγων του Κυρίου οι λεπροί εκείνοι πίστεψαν παρευθύς ότι θα γίνονταν καλά, αν πειθαρχούσαν στα λόγια του, εφόσον άκουγαν ότι είχε πραγματοποιήσει και αναστάσεις νεκρών. Για τούτο ξεκίνησαν παρευθύς χωρίς κανέναν δισταγμό, για να μεταβούν προς τους ιερείς στις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Δεν πρόλαβαν να προχωρήσουν πολύ, όμως, και, εκείνο που πρόσμεναν με λαχτάρα, έγινε ξαφνικά. Πριν φτάσουν, δηλαδή, στο πρώτο σταυροδρόμι, αισθάνθηκαν ξαφνικά ότι είχαν γίνει καλά. «Εν τω υπάγειν αυτούς, σημειώνει ο ιερός ευαγγελιστής, καθαρίσθησαν» (Λουκ.
17,14). Στην αίσθηση δε αυτή πλημμύρισε τις καρδιές τους μια άφατη αγαλλίαση, που την εξέφρασαν παρευθύς με αλαλαγμούς χαράς, που αντιλαλούσαν στα πέρατα.
Πότε, όμως, θα έλεγε κανείς εκαθαρίσθησαν; Όπως σημειώθηκε από τους αγίους Πατέρες, θεραπεύτηκαν, όταν επισφράγισαν την πίστη τους με την έμπρακτη υπακοή. Αυτό δε ακριβώς που έγινε στα σώματα των λεπρών με την υπακοή τους, γίνεται και στις ψυχές όλων των πιστών όταν πειθαρχούν στον Χριστό, γιατί γίνεται «τοις υπακούουσιν αίτιοις σωτηρίας αιωνίου» (Εβρ. 5,9).
Για τον λόγο αυτόν την αξία της υπακοής στα λόγια του Χριστού τόνισαν ιδιαίτερα και οι άγιοι Πατέρες, χαρακτηρίζοντας αυτήν ως το πρώτο σκαλοπάτι της απόκτησης όλων των αρετών και σαν αιτία ιδιαίτερα της ταπείνωσης». «Εξ υπακοής ταπείνωσις, λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Σαναΐτης, και εκ ταπεινώσεως διάκριση και απάθεια».
Τέτοια υπακοή, κατά τον Απ. Παύλο, έδειχναν όλοι οι πρώτοι χριστιανοί στα λόγια του Χριστού, που μεταδίδονταν σ’ αυτούς και για τούτο έγραφε ότι «υπηκούσατε εις ον παρεδόθητε τύπον διδαχής» (Ρω. 6,17).
γ) Η ευγνωμοσύνη του θεραπευμένου Σαμαρείτη
Ύστερα από τους αλαλαγμούς εκείνους της χαράς, όμως, οι 9 από τους 10 θεραπευμένους ξέχασαν τον ευεργέτη τους και τράβηξε ο καθένας κατά το χωριό του, γιατί, κατά τον Ζιγαβηνό, πίστευαν μεν « μέγαν τινα και μεγαλοδύναμον τον Χριστόν είναι, ούπω δε και φύσει Θεόν». Ένας, όμως, απ’ αυτούς, Σαμαρείτης, το θυμήθηκε και ξαναγυρίζοντας πίσω, για να συναντήσει τον μεγάλο ευεργέτη του, φώναζε από μακριά ακόμη και ευχαριστούσε από τα βάθη της καρδιάς του, τον Κύριο. «Υπέστρεψε μετά φωνής μεγάλης, λέγει ο ιερός Ευαγγελιστής, δοξάζων τον Θεόν» (Λουκ. 13,16), τον οποίο τελικά προσκύνησε ως Θεόν.
Αυτή δε την πίστη του την έβλεπε ο παντογνώστης Κύριος και για τούτο του είπε: «Αναστάς πορεύου, η πίστις σου σέσωκέ σε» (Λουκ. 17,19). Εβράβευσε την πίστη και την ευγνωμοσύνη Του, ενώ εξέφρασε και το παράπονό Του για την αχαριστία των εννέα.
Τι είναι, όμως, θα έλεγε κανείς, αυτά που καλείται ευγνωμοσύνη; Από τα πιο πάνω ήδη φάνηκε ότι είναι γέννημα της πίστης, αλλά ταυτόχρονα και απόσταγμα της πιο μεγάλης αγάπης και έκφραση των πιο ωραίων ψυχών.
Εκφράζεται δε όχι μονάχα με λόγια ευχαριστίας, αλλά και με έργα αυτοθυσίας υπέρ του Ευεργέτου, όπως έγινε με τον Απ. Παύλο, που ομολογούσε ότι εργαζόταν «υπέρ του παραδόντος εαυτόν υπέρ αυτού» .
Τις ευεργεσίες του Κυρίου, όμως, πρέπει να τις θυμόμαστε με ιερή συγκίνηση και όλοι οι χριστιανοί και να επαναλαμβάνουμε το του υμνογράφου και του Δαβίδ:
«Τι αναποδώσωμεν τω Κυρίω;
δι’ ημάς Θεόν εν ανθρώποις
Διά την καταφθαρείσαν φύσιν ημών
ο Λόγος σαρξ εγένετο
και εσκήνωσεν εν ημίν».