Την περίοδο εκείνη, λοιπόν, βασικό σημείο αναφοράς και ρυθμιστής της καθημερινότητας ήταν η Εκκλησία και ίσχυε μόνο ο θρησκευτικός γάμος, στον οποίο οδηγούνταν σε μικρή, σχετικά, ηλικία οι νέοι και οι νέες της εποχής, ύστερα από συνοικέσιο, συνήθως, αλλά χωρίς να αποκλείεται η άμεση γνωριμία, το φλερτ και τα ερωτικά ραβασάκια. Ίσχυε, επίσης, ο θεσμός της προίκας για τα κορίτσια, που στόχευε στην ενίσχυση του οικογενειακού κορβανά, μια που, ακόμη, οι γυναίκες δεν είχαν βγει, μαζικά, στην αγορά εργασίας. Αξίζει να σημειωθεί, ότι, μεταπολεμικά, περιορίστηκε, σημαντικά, η πολυτεκνία και αρκούνταν στα δύο, συνήθως, παιδιά, ενώ οι ανώτερες και ανώτατες σπουδές ήταν προνόμιο λίγων αρσενικών, κυρίως, παιδιών, αφού οι γυναίκες δεν είχαν κατακτήσει, ακόμη, το δικαίωμα της ισότητας με τους άντρες.
Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, ότι οι γιαγιάδες και οι παππούδες έμεναν στο ίδιο σπίτι με την οικογένεια κάποιου απ’ τα παιδιά τους και γηροκομούνταν απ’ αυτό με αντάλλαγμα τη μερίδα του λέοντος απ’ τα όποια περιουσιακά τους στοιχεία, μια που τα γηροκομεία σπάνιζαν, τότε, και η κοινωνική πολιτική ήταν ανύπαρκτη. Και επειδή σε περιόδους αύξησης των γεωργικών εργασιών οι γυναίκες ακολουθούσαν τους συζύγους τους στα χωράφια, οι γιαγιάδες αναλάμβαναν τον ρόλο της νταντάς και της μαγείρισσας, όταν το μπορούσαν, οπότε η βοήθειά τους στη λειτουργία των νοικοκυριών ήταν σημαντική.
Όσον αφορά, τώρα, τον τρόπο διατροφής και διαβίωσης των αγροτικών νοικοκυριών εκείνης της περιόδου, αν εξαιρέσουμε τα γιορτινά τραπέζια, τους γάμους και τα πανηγύρια, αυτός ήταν, ιδιαίτερα, λιτός και περιείχε, ως επί το πλείστον, όσπρια και λαχανικά δικής τους παραγωγής. Τα σπίτια τους ήταν δίπατα, συνήθως, και πέτρινα, εξωτερικά, τα παράθυρα μικρά, ενώ τα πατώματα ξύλινα, προκειμένου, ανάλογα με την εποχή, να ζεσταίνονται και να δροσίζονται, ευκολότερα. Αξίζει να σημειωθεί ότι τον χειμώνα ζεσταίνονταν με βαριά στρωσίδια και σκεπάσματα, αλλά και με τζάκια, όπου και μαγείρευαν, αφού, εκτός απ’ το φωτιστικό για τις λάμπες, το πετρέλαιο θέρμανσης, το ηλεκτρικό ρεύμα και τα παρελκόμενά του, αλλά και το δίκτυο διανομής νερού απουσίαζαν, ακόμη. Γι’ αυτό και η τουαλέτα ήταν υπαίθρια, ενώ το μπανιάρισμα με έναν απλό νιπτήρα, το πλύσιμο των ρούχων και η μεταφορά νερού σε δοχεία ήταν προβληματικά. Το καλοκαίρι αρκούσαν τα ανοιχτά παράθυρα, οι κληματαριές και το αγιόκλημα στις αυλές, αφού δεν υπήρχε ίχνος ασφάλτου στους χωματόδρομους. Σημειωτέον ότι κάθε νοικοκυριό διέθετε τον φούρνο του, όπου κάθε νοικοκυρά έψηνε ζυμωτό σιταρένιο, πλέον, και όχι καλαμποκίσιο ψωμί για τις ανάγκες μιας εβδομάδας, περίπου.
Πέραν τούτων, τα ισόγεια των σπιτιών χρησιμοποιούνταν, συνήθως, ως στάβλοι και κοτέτσια, που εξασφάλιζαν, πότεπότε, στα νοικοκυριά μικρές ποσότητες από γάλα, κρέας, αυγά, μαλλί, παστωμένο χοιρινό και λουκάνικα, περισσεύματα απ’ τη χριστουγεννιάτικη γουρουνοχαρά κάθε σπιτιού, αλλά και μεταφορικά μέσα και βοηθούς για τη χειρωνακτική καλλιέργεια της γης, αφού η μηχανική δεν είχε κάνει, ακόμη, την εμφάνισή της. Όσον αφορά, τώρα, τα της επίπλωσης των σπιτιών, αρκεί να θυμίσω ότι, αρχικά, τα έπιπλα ήταν ελάχιστα, αφού οι αγροτικές οικογένειες, για ένα διάστημα, κοιμόντουσαν στον ίδιο οντά και στρωματσάδα στο πάτωμα. Οι κρεβατοκάμαρες, τα ντιβάνια, ακόμη και οι καρέκλες γύρω από τραπέζι για φαγητό καθυστέρησαν να μπουν στα σπίτια, οπότε η οικογένεια συνέχιζε να τρώει στον σοφρά καθήμενη σταυροπόδι γύρω απ’ αυτόν. Και για να ολοκληρωθεί η εικόνα, προσθέτω, ότι οι γκαρνταρόμπες των σπιτιών, για ευνόητους λόγους, περιελάμβαναν ελάχιστο ρουχισμό και τσουράπια χειροποίητα, όπως και τα παιδικά παιχνίδια και παπούτσια της εποχής, αν δεν ήταν πάνινα και καουτσουκένιες γαλότσες και μποτάκια.
Όλα αυτά τα υπενθύμισα, γιατί όποιος ξεχνά την αφετηρία του και το παρελθόν του, αδυνατεί να απολαύσει το σήμερα και να κάνει ελπιδοφόρα όνειρα για το μέλλον.