Ο πάγος δεν είναι γι’ αυτά τα ντελικάτα «φυτά» των θερμών κλιμάτων που μεταφυτεύτηκαν, βιαίως, σ’ άλλες παραλλήλους στον Βορρά. Ο πάγος είναι για τους Βόρειους, για κείνους τους σκληρόπετσους απόγονους των Ούννων και των Βίκινγκς με τις κόκκινες μούρες και όχι για τους αφυδατωμένους, τους κακοπαθημένους βεδουίνους.
Με κόκκινη μύτη και κόκκινα αυτιά απ’ το λαρισινό κρύο, ο Αμπντούλ έτρεχε τώρα πάνω στον πάγο, άμαθος όμως, έπεφτε και γελούσε, «εε, μ@λ@κ@... έλα», φώναζε στους συμμαθητές του, με τα... πρώτα «ελληνικά» που έμαθε, κι αυτοί πήγαιναν και τον σήκωναν μέχρι τη νέα πτώση. Χαρούμενες στιγμές! Εικόνες ικανές να γλυκάνουν μια παιδική ψυχή που, πριν καλά-καλά βγει στον κόσμο, πρόλαβε κιόλας να ακούσει ήχους σειρήνων, κρότους βομβών, να μυρίσει την κηροζίνη και τη φωτιά που ξερνάνε τα αεροπλάνα από τον ουρανό κάνοντάς σε να το βάλεις στα πόδια για όπου δει, αρκεί να σώσεις το κεφαλάκι σου.
Πώς βρέθηκε στη Λάρισα ο δεκατετράχρονος Σύριος δεν είναι απολύτως σαφές. Πέρασε με άλλους συγχωριανούς του από Τουρκία, μόνος, χωρίς την οικογένειά του, με ένα από αυτά τα σαπιοκάραβα που κουβαλάνε απελπισμένους, αλλά και τυχοδιώκτες, ανθρώπους καλούς, αλλά και καθάρματα, ένας χυλός έχει γίνει ο κόσμος, σύρε βγάλε άκρη. Από νωρίς στις ρούγες της ξενιτιάς ο Αμπντούλ. Στην Τουρκία έκατσε κάτι μήνες περιμένοντας κι έμαθε τσάτρα-πάτρα τούρκικα, στη Λάρισα έφτασε ως «ασυνόδευτος» (λες και μιλάμε για... δέμα) κι έμαθε τσάτρα-πάτρα ελληνικά, όλα τσάτρα-πάτρα, όλα ρευστά, στο τέλος η αβεβαιότητα γίνεται τρόπος ζωής. Σήμερα είμαστε καλά, αύριο βλέπουμε.
Τον Αμπντούλ τον έστειλαν σε «Αστική Δομή» ασυνόδευτων προσφύγων στη Λάρισα, όπου τον ανέλαβαν κοινωνικοί λειτουργοί, κι από κει στο σχολείο, σε Τάξη Υποδοχής, για την οποία δεν έδειξε και μεγάλο… ενθουσιασμό. Καλόμαθε, βλέπεις, στη γύρα και στο σουλάτσο ο μπαγασάκος κι ούτε ν’ ακούσει για αίθουσες και θρανία. Είναι κι αυτό το DNA του περιπλανώμενου νομάδα. Ο νομάδας δεν εγκλωβίζεται, δε μαντρώνεται στα ντουβάρια, παρά μονάχα φεύγει, φεύγει δίχως να τον πολυνοιάζει ο προορισμός.
Τον παρατηρούσα στο σχολείο. Φατσούλα μεσογειακή. Μαύρο μάτι πονηρό και τσαχπίνικο, μαύρα κατσαρά μαλλιά, δεμένα κοτσιδάκι. Πειραχτήρι, πλακατζής, επικοινωνιακός, μια χαρά θα τακίμιαζε, μεγαλώνοντας, μ’ έναν Ιταλό «μαφιόζο», ας πούμε, μ’ έναν «μάγκα» Πειραιώτη, με τα «αλάνια» που λιάζονται στο λιμάνι της Μασσαλίας, ή έναν Αιγύπτιο καμηλιέρη, που αρμέγει τους τουρίστες. Κοντολογίς, μ’ όλους αυτούς τους «τύπους» που συναντάς στη λεκάνη της θάλασσάς μας, της Μεσογείου, που περνάνε τη ζωή τους άλλοτε με δουλειές του ποδαριού, άλλοτε με μικροαπατεωνιές, με δυο λόγια, με όλη αυτήν τη λαθρόβια ζωή που πάντα προσφέρουν τα λιμάνια. Ίδιο καλούπι, ίδια κοψιά, ίδια ζωή...
Προς το παρόν, έμπλεξε με τα «αλάνια» της γειτονιάς που συναντούσε τα απογεύματα, μετά το σχολείο. Αυτοί ανέλαβαν τη διαδικασία... «εξελληνισμού» του. Αυτοί του έμαθαν τα... «γαλλικά» της γλώσσας μας, λέξεις που έμαθε να εκστομίζει με μεγάλη ευχέρεια, αυτοί του πάσαραν κι από κανένα τσιγαράκι στη ζούλα. Μια μέρα του φόρεσαν και φανέλα της ΑΕΛ και τον έβαλαν να δηλώνει «Μονστέρι», ενώ μαζί τους άρχισε τα σουλάτσα στο κέντρο της πόλης, αλλά και το σερφάρισμα σε όλες τις ιστοσελίδες που «συχνάζει» η ελληνική «νέο-λέρα». Άσε που τον τρέλαναν στην πλάκα. Όπως τις προάλλες, που τον έστειλαν να πλησιάσει μια ευτραφή περαστική γειτόνισσα, ετών «πενηνταφεύγα» και να της πει στο αυτί: «Ιsekaipolimoro»... Πήγε ο δόλιος, το ξεφούρνισε και αναρωτιόταν μετά, τι στην ευχή είπε και η άλλη τον άρχισε στις καρπαζιές, ενώ οι συμμαθητές του είχαν σκάσει στα γέλια. «Χαχαχα... Τι έπαθες ρε βλαμμένε;...».
Το λες και ... ένταξη όλο αυτό, το λες φιλία που χτίζεται με κοινές αναμνήσεις και πλακίτσες, το λες προσαρμογή στην κοινωνική πραγματικότητα της Ελλάδας για όλους αυτούς τους νέους ανθρώπους που έρχονται με το μυαλό στο να φύγουν. Και είναι από τη μια να λυπάσαι - γιατί δεν παύουν να είναι παιδιά δεκατεσσάρων χρονών. Που έχουν έρθει εδώ και μένουν μόνα σε άσυλα που ονομάσαμε για λόγους ευφημισμού «Δομές», δίχως να ξέρουν πότε θα ξανασμίξουν με τη μάνα που έμεινε πίσω στο χωριό, στο Χαλέπι, και τον πατέρα που έχει πάει Γερμανία και κάνει ενέργειες να τους πάρει μαζί του. Αλλά και να θαυμάζεις συνάμα. Για τη δύναμη και το κουράγιο που αντλεί ο άνθρωπος στα δύσκολα κι ας είναι ένα ευάλωτο παιδί.
Τα βράδια ο Αμπντούλ μιλάει με «μπάμπα» και «μάμα» και «όλα καλά κύριος», σου λέει σαν τον ρωτάς. Και πολύ χαρούμενος ήταν που έπεσε, λέει, ο Άσαντ. «Οχχχι καλό άνθρωπο Άσαντ», λέει (με το «χι» παχύ, όπως το προφέρουν συνήθως οι αραβόφωνοι) και σε εκπλήσσει που είναι τόσο πληροφορημένος για τις πολιτικές εξελίξεις στη ρημαγμένη χώρα του.
- «Θα πας πίσω;» You, go home?
- «Όχχχι όχχχι», λέει και τραντάζεται ολόκληρος. «Μετά ντέκα χρόνια... maybe...». Τα έχουν μιλήσει σαν οικογένεια, όσο κι αν η προπαγάνδα του Ερντογάν τους θέλει να επιστρέφουν, οι άνθρωποι δε γυρίζουν αν δε νιώσουν πραγματική ασφάλεια. Ο δρόμος είναι μακρύς για τη Συρία, ένα κουβάρι πάντα η μαρτυρικής Μέσης Ανατολή.
Τα σχολεία έκλεισαν για τις διακοπές των Χριστουγέννων... Οι συμμαθητές χάθηκαν ανάμεσα σε κάλαντα, οικογενειακά ρεβεγιόν σε ασφαλή περιβάλλοντα ή σύντομες αποδράσεις στα χιόνια. Μα σαν γυρίσουν δε θα ξαναβρούν τον Αμπντούλ. Για καλό είναι. Ειδοποίησαν από το Υπουργείο ότι η μητέρα του έφτασε Αθήνα, πέτυχε προσωρινό άσυλο, οπότε ο μικρός κίνησε συνοδευόμενος να τη συναντήσει. Πριν φύγει, σε δύο συμμαθητές του που πήγε να χαιρετίσει, δήλωσε τσάτρα-πάτρα ελληνοαγγλικά:
« Εγώ, you know, εγώ εντώ, Ελλάντα, θέλω μείνει. Ατίνα, μάμα. Όχχχι Γερμάνια μπάμπα...».
Ανταλλάξανε κινητά, θα τα λένε στο «Insta», είπαν... Μέχρι να ξεχαστούν, να γίνει κι ο Αμπντούλ μια ακόμα παιδική ανάμνηση, γιατί κόκκοι άμμου είμαστε οι άνθρωποι στις μεγάλες μυλόπετρες της Ιστορίας... Ερχόμαστε στη ζωή, βρισκόμαστε, ζούμε μαζί, χωρίζουμε... Και σαν τα νερά του Πηνειού τραβάμε όλοι ανεπίστρεπτα προς τη μεγάλη θάλασσα...ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr