Είναι, όμως, και γιορτή του Μ. Βασιλείου, ο οποίος υπήρξε από τους φωτεινότερους αγίους της εκκλησίας μας. Ήταν ένας πανεπιστήμων, που αγάπησε τον Χριστό, βίωσε την ορθόδοξη πραγματικότητα και έπασχε για τη σωτηρία των συνανθρώπων του. Την Πρωτοχρονιά τελείται η δική του Θεία Λειτουργία, η οποία είναι εκτενέστερη και διαφοροποιημένη υμνολογικά σε σχέση με τη συνηθισμένη του Χρυσοστόμου και οι ευχές του είναι μεγαλύτερες από αυτές του Χρυσοστόμου. Έτσι, για παράδειγμα, αντί του «Άξιον εστί», λέγεται το μεγαλυνάριο «Επί σοι χαίρει Κεχαριτωμένη...». Οι πιστοί την ημέρα αυτήν ακούνε την «Οπισθάμβωνο», ευχή του Βασιλείου και το μεγαλυνάρι του Αγίου («Τον ουρανοφάντορα του Χριστού, μύστην του Δεσπότου»...). Από υμνολογικής άποψης η ημέρα της γιορτής του Αγίου Βασιλείου παρουσιάζει ενδιαφέρον και αποκαλύπτει τον πλούτο της βυζαντινής μουσικής με την πληθώρα των υπέροχων ήχων, αποτελώντας ταυτόχρονα και ύψιστη μορφή έκφρασής της. Η Εκκλησία μας την ημέρα αυτήν αναμιμνήσκεται και την περιτομή του Χριστού. Ο ιστορικός άνθρωπος ανακάλυψε τα ημερολόγια για τη μέτρηση του χρόνου, στηριζόμενος στην εναλλαγή της ημέρας με τη νύχτα, στις εποχές, στις φάσεις της σελήνης, στα αστρικά φαινόμενα, μπερδεύοντας μέσα και θρησκευτικά στοιχεία. Οι Έλληνες ορθόδοξοι διχάστηκαν με τα δύο ημερολόγια, το Ιουλιανό και το Γρηγοριανό, και με την εαρινή ισημερία 21 Μαρτίου. Το χριστιανικό χρονολόγιο το εισηγήθηκε ο Διονύσιος ο Μικρός το 532 μ.Χ. Εξάλλου, στο Βυζάντιο το χρονολόγιο μετρούσε έτη από κτίσεως κόσμου και το ημερολόγιο ήταν το Ιουλιανό, το οποίο παρουσίαζε σφάλματα 10 ημερών. Αλλά, όμως, το σφάλμα του Ιουλιανού διορθώθηκε από τον Πάπα Γρηγόριο, ο οποίος έκοψε τις ημέρες αυτές και έτσι, προέκυψε ένα ακριβέστερο ημερολόγιο... Έτσι, η πρώτη του Γενάρη πέρασε ως η πρώτη ημέρα του νέου χρόνου, ενώ για την Εκκλησία μας ήταν η 1η Σεπτεμβρίου.
Ο Βασίλειος είναι ο άγιος των παιδικών μας χρόνων, των αναμνήσεων και έχει ταυτιστεί με την Πρωτοχρονιά που φέρνει τα αγιοβασιλιάτικα δώρα του. Είναι ο γραμματιζούμενος και ζευγολάτης της ελληνικής παράδοσης. Η Πρωτοχρονιά συνδέεται με ήθη, έθιμα, δοξασίες, προλήψεις, δεισιδαιμονίες και μοιρολατρίες του λαού μας. Το καλόπιασμα των στοιχείων της φύσης, η εισαγωγή κλαδιών αειθαλών δέντρων στο σπίτι, που ελάχιστη σχέση έχουν με τις θρησκευτικές γιορτές, αποτελούν διαβατήρια έθιμα, σε σημαντικά περάσματα, όπως συμβαίνει με την αρχή του νέου χρόνου και είναι πανάρχαια κατάλοιπα λαϊκής λατρείας και δεισιδαιμονιών. Το ποδαρικό είναι για το σπιτικό το πρώτο μέλημα των ανθρώπων. Ένα καλό ποδαρικό θα φέρει υγεία, ευτυχία και έσοδα στο σπίτι από τις γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες. Το καλόπιασμα του νέου χρόνου γινόταν με το αμίλητο νερό από τη βρύση, με το οποίο ράντιζαν το σπίτι… Στον Νομό της Λάρισας τα παιδιά που έπαιζαν τα «Σούρβα», παραμονή της Πρωτοχρονιάς, επισκέπτονταν τα σπίτια και έριχναν αλάτι στη φωτιά, λέγοντας: «Κυρ Βασίλη, να φέρεις αρνιά και κατσίκια θηλυκά». Στα χρόνια της τουρκοκρατίας έψελναν στους άρχοντες και μπέηδες τα κάλαντα, παίρνοντας γερό μπαχτσίσι, αφού αρέσκονταν στις παιδικές ευχές. Το σπασμένο ρόδι στην πόρτα του σπιτιού ήταν μια άλλη αντίληψη της καλοχρονιάς, ενώ τα σκόρδα και τα στάχυα στην εξώπορτα διώχνουν τα κακά και φέρνουν σοδειά στο σπίτι. Οι βοσκοί θυμιάζουν τα ζωντανά και τα δίνουν καλή τροφή για να είναι όλη τη χρονιά γερά. Στα νησιά οι ψαράδες θυμιάζουν τα καΐκια τους σταυρωτά για να είναι καλοτάξιδα και βάζουν ένα πιάτο με γλυκά για να τα βρει ο Άγιος Βασίλης. Το πιο γνωστό έθιμο ήταν η βασιλόπιτα με το φλουρί, η οποία γίνεται και σήμερα και συνδέεται με τον Άγιο Βασίλειο. Η βασιλόπιτα έχει τον κοινωνικό ενωτικό χαρακτήρα, διότι μαζεύει στο τραπέζι όλα τα μέλη της οικογένειας... Τον ερχομό του Αγίου Βασιλείου και της Πρωτοχρονιάς στη Θεσσαλία προανήγγειλαν πριν από έναν μήνα οι νέοι των αγροτικών περιοχών, οι οποίοι αρματωμένοι με κυπριά και κουδούνες γύριζαν στα σοκάκια των χωριών και τα χτυπούσαν, προκαλώντας εκκωφαντικούς θορύβους.
Οι μεταμφιέσεις την ημέρα της Πρωτοχρονιάς ήταν η πιο σημαντική εκδήλωση την ημέρα αυτήν. Πρόκειται για μεταμφιεσμένους με δέρματα ζώων, μάσκες και κουδούνια, οι οποίοι επιδίδονταν σε αρχέγονα λατρευτικά δρώμενα, με καταγωγή την αρχαιότητα και που διαδραματίζονταν και στα βυζαντινά χρόνια, αλλά και στην Τουρκοκρατία. Μεταμφιέζονταν σε γύφτους, αρκουδιάρηδες, κλέφτες, χωροφύλακες, γιατρούς κ.λπ. Στην περιοχή του Ολύμπου, οι φουστανελοφόροι ήταν και η πιο ζηλευτή ομάδα, αφού ενσάρκωναν και συμβόλιζαν τους κλέφτες και καπετάνιους του απελευθερωτικού αγώνα, όταν με το πρόσχημα του εθίμου αυτού μπορούσαν κάτω από τη μύτη των Τούρκων να συνεννοηθούν για τον αγώνα. Όλα τα πρωτοχρονιάτικα έθιμα, όσο και αν κρύβουν μαγικές και δεισιδαιμονικές ενέργειες, δεν παύουν να εκφράζουν την ελπίδα του ανθρώπου για καλύτερο αύριο.