Μα το πρόσεχες στη ματιά του, γεμάτη ειλικρίνεια, καθάρια, στοχαστική. Χρόνια έχω πολλά δεν έτυχε να τον συναντήσω από τότε που τον κάλεσα στο σπίτι μου, για μια μικρή επισκευή. Όμως, δεν ξεχνώ, μιας και αναφέρω τα μάτια του, πόσο όμορφα ήταν. Το χρώμα τους γαλάζιο της θάλασσας, να έχεις την αίσθηση κοιτάζοντας πως χάνεσαι μέσα τους, να ηρεμείς και να νιώθεις ωραία. Πάντα γελαστός, πράος, σεμνός, ο Μίλτος έμαθε μια τέχνη και εξοικονομούσε αρκετά απ’ αυτήν, εφόσον ήταν συνάμα εργατικός και οικονόμος.
Ήταν αυτό που λέμε το καλό παιδί, σ’ όλα του εντάξει. Και αφού ήρθε σε ηλικία γάμου παντρεύτηκε έπειτα από σύντομη γνωριμία μια κοπέλα της σειράς του, αρκετά εμφανίσιμη, έξυπνη, σοβαρή, να κοιτάξει το σπιτικό τους χωρίς πολλές απαιτήσεις, θα ζούσαν μόνο απ’ τη δουλειά του Μίλτου.
Έτσι κύλησε απλά και ήρεμα η ζωή τους, απέκτησαν μια κόρη κι έζησαν ευτυχισμένοι κλείνοντας δέκα περίπου χρόνια γάμου ανέφελα και ειρηνικά.
Όμως, ο κοινός τους βίος δεν ήταν τυχερό να προχωρήσει. Ήρθε ο καιρός όλα ν’ αλλάξουν, τα πάνω κάτω αναταραχή στη σχέση τους, φουρτούνες και καταιγίδες να χτυπάνε την ήρεμη ως τώρα πορεία του Μίλτου και της Αγγέλας.
Ξαφνικά εκείνη του ζήτησε να χωρίσουν, δεν ήθελε να ζήσει άλλο κοντά του, βαρέθηκε πια αυτήν τη συνεχή ηρεμία, κουράστηκε από τα ίδια και τα ίδια συνεχώς, μιας ανιαρής καθημερινότητας, τόση που δεν άντεχε άλλο. Μέσα της παρακαλούσε να γίνει κάτι να ξεφύγει από αυτό το τέλμα, κάτι να ταρακουνήσει τα ήρεμα νερά του συζυγικού της βίου.
Με τον Μίλτο εντάξει περνούσε καλά, της φερόταν με αγάπη και στοργή, όμως δεν είχε ενδιαφέρον ο ήσυχος και συνετός χαρακτήρας του. Ο τρόπος ζωής του σωστός, τίποτα το ιδιαίτερο που να τον κάνει να ξεστρατήσει από τα πεπατημένα. Όλα μετρημένα, συμμαζεμένα, κανένα ρίσκο να ανατρέψει να δώσει ώθηση για κάτι άλλο τέλος πάντων, προς όφελος του ίδιου και της οικογένειάς του.
Έτσι είναι τα καλά παιδιά, δεν παρουσιάζουν περιπετειώδη βίο, είναι πάντα στον δρόμο της ηθικής, της αξιοπρέπειας, της λογικής, στο σωστό και έτσι πρέπει.
Όμως, ας πάμε και στην απέναντι όχθη, όπου βιώνουν τα κακά παιδιά. Εκεί να δείτε δράση. Κυνηγητό, φυλακές, χρήμα, μαγκιά, χρέη, πιοτό, ξενύχτια κι άλλα πολλά ενδιαφέροντα, να περιέχουν νόημα ξεχωριστό οι κινήσεις τους. Όχι, αυτός ο τύπος ανθρώπου είναι σίγουρο πως ποτέ δε θα σε αφήσει να βαρεθείς, να πλήξεις, θα ζεις και συ μαζί του την αγωνία, τον φόβο, τον τρόμο, καθημερινά πότε θα ‘ρθει η αστυνομία να σου χτυπήσει την πόρτα ζητώντας να τον συλλάβει. Οπότε βλέπουμε εδώ δύο διαφορετικούς δρόμους, της αρετής και της κακίας. Ποιον να διαλέξουμε, εσείς θα μου πείτε.
Και συνεχίζουμε να δούμε τον δεύτερο λόγο που οδήγησε την Αγγέλα στον χωρισμό, να θέλει να αφήσει την οικογένειά της. Κάποια στιγμή, εντελώς τυχαία, είδε μια ανακοίνωση εξετάσεων για θέσεις εργασίας υπαλλήλων στην Εθνική Τράπεζα. Σκέφτηκε πως θα μπορούσε και εκείνη να πάρει μέρος στον διαγωνισμό, είχε τις απαραίτητες γνώσεις, ήξερε και λίγα Αγγλικά, τη βοήθησε και η τύχη, πέρασε από τις πρώτες, είχε επιτυχία. Αυτό ήταν, δεν το περίμενε, πέταξε από τη χαρά της στα ουράνια.
Μπαίνοντας στην τράπεζα η ζωή της θα άλλαζε, θα πήγαινε να εργαστεί για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα να σταλεί στην Αθήνα, εκεί υπήρχε θέση.
Στην πρωτεύουσα θα ήταν διαφορετικά, θα είχε άλλους ρυθμούς, καινούριες γνωριμίες, άλλη τροπή, όλα φάνταζαν αστραφτερά αλλιώτικα.
Και μια καλή ευκαιρία να ξεφύγει από τη μίζερη άχαρη ζωή τόσα χρόνια με τον Μίλτο.
Η στάση της τώρα άλλαξε, έγινε απόμακρη.
Όχι, δεν μπορούσε αυτή μια τραπεζική υπάλληλος να μείνει άλλο με έναν απλό τεχνίτη.
Αυτή τώρα ποθούσε με όλη της την ψυχή να πετάξει μακριά, να ξεδώσει, να δει τα όνειρά της να ζωντανεύουν, να φύγει γρήγορα από την επαρχία που την έπνιγε. Τη βλέπουμε, λοιπόν, να ετοιμάζει τις βαλίτσες της βιαστικά και δίπλα της ο Μίλτος, χλωμός, να την παρακαλεί να μη φύγει.
Αγγέλα το σκέφτηκες καλά αυτό που πας να κάνεις; Να διαλύσεις το σπίτι μας; Σε παρακαλώ, το παιδί μας δεν το υπολογίζεις, θα μεγαλώσει με τους γονείς χωρισμένους, σκέψου πιο ώριμα.
Όσα κι αν της είπε, δεν κατάφερε να της αλλάξει γνώμη, ήταν αποφασισμένη να φύγει για πάντα.
Τον εγκατέλειψε άσπλαχνα, άκαρδα, μη δίνοντας σημασία στα παρακάλια του.
Και κείνος έμεινε μόνος, αφού πήρε μαζί της και το παιδί τους. Ευτυχώς είχε την ηλικιωμένη μητέρα του να φροντίζει όσο μπορούσε, την είχε και συντροφιά, γιατί δεν αναζήτησε άλλη γυναίκα από τότε που έφυγε η Αγγέλα. Ζούσε με την ελπίδα πως κάποτε με τον καιρό θα γύριζε πάλι κοντά του μετανιωμένη.
Αυτό πίστευε, όμως δεν έγινε ποτέ.
Εκείνη σαν βρέθηκε στην Αθήνα με τη λαχτάρα να ζήσει έντονα, να χαρεί, συνδέθηκε με έναν τύπο από κείνους που αναφέρω παραπάνω. Το αντίθετο του Μίλτου. Άλλωστε, αυτό δεν αποζητούσε κατά βάθος; Τον άνδρα με την ενδιαφέρουσα αλητεύουσα γεμάτη ασωτεία, διαπλοκές, ένταση, έντονη ζωή.
Τη σκληρότητα, την αδιάφορη στάση του, τη συμφέρουσα τακτική του. Να της ζητά κάθε τόσο χρήματα για τις ύποπτες δουλειές του.
Η ζωή της μαρτύριο μαζί του, τις νύχτες να λείπει από το σπίτι, να γυρίζει μεθυσμένος το ξημέρωμα. Κι αν τολμούσε να φέρει αντίρρηση, να φωνάξει για όλα αυτά, το χέρι του πάνω της με βία την έκανε να σιωπά. Πολλές φορές νοσταλγούσε την ήρεμη απλή μονότονη, αλλά μ’ αγάπη, ομόνοια, ευτυχία, προηγούμενη ζωή της, κοντά σ’ εκείνον τον εξαίρετο άνθρωπο.
Όμως, ποτέ, μα ποτέ, δε θα γύριζε πίσω.
Με τι πρόσωπο να αντικρύσει τα καθάρια μάτια του, το αγνό χαμόγελο του, τη ζεστασιά της καρδιάς του, όταν του φέρθηκε τόσο σκάρτα, τον πλήγωσε, τον έκανε να υποφέρει. Όχι, ήταν πλέον αργά.
Πριν κλείσουμε την ιστορία μας, που είναι αληθινή και η ζωή γράφει υπαγορεύει, δε χρειάζεται η φαντασία μας εδώ, ας αναφέρω τι έγινε με το παιδί τους, την κόρη τους, που είχε γίνει πια είκοσι χρονών.
Όλα αυτά τα χρόνια ζούσε με τη μάνα της, μα σαν μεγάλωσε και κατάλαβε τι είχε συμβεί, ζήτησε να ‘ρθει οριστικά να μείνει στον πατέρα της. Ο Μίλτος τη δέχτηκε με χαρά σαν ένα δώρο ανέλπιστο, σαν μια ηλιαχτίδα ζεστή, στην έρημη μοναχική άδεια, άχαρη ζωή του.
Άνοιξε την αγκαλιά του και την κράτησε σφιχτά, δυνατά μ’ όλο του το είναι πλημμυρισμένο από αγάπη για τη μονάκριβη κόρη του. Τώρα την έχει κοντά του. Όμως, είμαι σίγουρη πάντα υπάρχει η προσμονή, η ελπίδα να ξαναδεί να επιστρέφει η Αγγέλα και πάλι στο σπιτικό τους.
Την περιμένει ακόμη, για πάντα όσο θα αναπνέει.