Οι απευθείας αναθέσεις, ένα εργαλείο που θα έπρεπε να χρησιμοποιείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, έχουν πλέον μετατραπεί σε κανονικότητα. Από την κεντρική διοίκηση μέχρι την Τοπική Αυτοδιοίκηση, η πρακτική αυτή φαίνεται να κυριαρχεί, υπονομεύοντας κάθε έννοια διαφάνειας και λογοδοσίας.
Η κυβέρνηση και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης δείχνουν να αντιμετωπίζουν το δημόσιο χρήμα ως ανεξάντλητη πηγή που μπορεί να διατίθεται χωρίς ιδιαίτερους περιορισμούς. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, το 70% των δημόσιων έργων και προμηθειών διοχετεύεται μέσω απευθείας αναθέσεων. Την ίδια στιγμή, τα στοιχεία δείχνουν μια ανησυχητική εκτίναξη στον αριθμό και την αξία των απευθείας αναθέσεων τα τελευταία χρόνια. Το 2018, το ποσό που διοχετεύθηκε μέσω αυτής της διαδικασίας ανερχόταν περίπου στα 2 δισ. ευρώ. Αντίθετα, το 2023, οι απευθείας αναθέσεις ξεπέρασαν τα 8 δισ. ευρώ, με την τάση να παραμένει αυξητική το 2024.
Η δικαιολογία του κατεπείγοντος, που σε ορισμένες περιπτώσεις θα μπορούσε να θεωρηθεί θεμιτή, χρησιμοποιείται πλέον σχεδόν κατά κανόνα, αφήνοντας τις κανονικές διαγωνιστικές διαδικασίες στο περιθώριο. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2020, έτος της πανδημίας, οι απευθείας αναθέσεις υπερδιπλασιάστηκαν σε σχέση με το 2019. Ωστόσο, το φαινόμενο αντί να περιοριστεί, συνεχίστηκε με αυξανόμενη ένταση, παρά την επιστροφή στην κανονικότητα.
Η κατάσταση αυτή γεννά ερωτήματα για τη χρηστή διαχείριση του δημόσιου πλούτου, ιδιαίτερα όταν αφορά έργα εκατομμυρίων ευρώ. Συχνά, οι αναθέσεις γίνονται σε τοπικές επιχειρήσεις ή πρόσωπα με στενές σχέσεις με τις αρχές που τις εγκρίνουν, εντείνοντας τις ανησυχίες για την απουσία διαφάνειας. Η έλλειψη ελέγχων από τους αρμόδιους φορείς -που συχνά υπολειτουργούν λόγω υποστελέχωσης- δημιουργεί ένα περιβάλλον όπου τέτοιες πρακτικές ευδοκιμούν.
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση, η οποία θα έπρεπε να αποτελεί παράδειγμα χρηστής διαχείρισης και διαφάνειας, δυστυχώς δε διαφοροποιείται. Οι περιπτώσεις απευθείας αναθέσεων σε Δήμους και Περιφέρειες έχουν αυξηθεί δραματικά, δημιουργώντας εύλογες ανησυχίες για το πού και πώς κατευθύνονται τα κονδύλια. Οι πολίτες, οι οποίοι χρηματοδοτούν μέσω των φόρων τους τα δημόσια έργα, βλέπουν συχνά να μην υλοποιούνται έργα ουσίας, αλλά να προωθούνται πρωτοβουλίες με αμφίβολη αποτελεσματικότητα.
Είναι σαφές ότι η πρακτική αυτή όχι μόνο πλήττει την αξιοπιστία της διοίκησης, αλλά και εντείνει το κλίμα δυσπιστίας των πολιτών απέναντι στους θεσμούς. Η έλλειψη διαγωνιστικών διαδικασιών στερεί από το Δημόσιο τη δυνατότητα να εξασφαλίσει την καλύτερη δυνατή ποιότητα υπηρεσιών και έργων, ενώ ταυτόχρονα αποθαρρύνει τις επιχειρήσεις που δεν έχουν «πρόσβαση» στους μηχανισμούς λήψης αποφάσεων.
Το ζήτημα δεν είναι απλώς τεχνικό ή διαδικαστικό. Πρόκειται για ένα μείζον θέμα πολιτικής και θεσμικής ευθύνης, το οποίο απαιτεί άμεσες παρεμβάσεις. Η κυβέρνηση και οι αρμόδιοι φορείς πρέπει να επανεξετάσουν το νομικό πλαίσιο και να περιορίσουν τη χρήση της διαδικασίας των απευθείας αναθέσεων μόνο σε απολύτως απαραίτητες περιπτώσεις. Παράλληλα, πρέπει να ενισχυθούν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι διαδικασίες αυτές δε θα γίνονται καταχρηστικά.
Η διαφάνεια και η λογοδοσία είναι θεμελιώδεις αρχές για τη λειτουργία μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Η εικόνα που διαμορφώνεται σήμερα, με τις απευθείας αναθέσεις να κυριαρχούν χωρίς ουσιαστικούς ελέγχους, αποτελεί σοβαρό πλήγμα στην εμπιστοσύνη των πολιτών προς το κράτος και την Αυτοδιοίκηση. Αν δεν υπάρξουν άμεσες και αποφασιστικές ενέργειες, η ζημιά στην αξιοπιστία των θεσμών κινδυνεύει να γίνει μη αναστρέψιμη.
Γ.Μ.