Στο δοκίμιό του 1945 «Σημειώσεις για τον Εθνικισμό», ο Όργουελ κάνει διάκριση μεταξύ των όρων «εθνικισμός» και «πατριωτισμός». Για τον Όργουελ, ο εθνικισμός είναι η συνήθεια να ταυτίζεται κανείς με ένα μόνο έθνος ή άλλη μονάδα, να το τοποθετεί πέρα από το καλό και το κακό και να μην αναγνωρίζει κανένα άλλο καθήκον εκτός από αυτό της προώθησης των συμφερόντων του. Ωστόσο, επισημαίνει ότι αυτό είναι διαφορετικό από την έννοια του πατριωτισμού, την οποία όρισε ως αφοσίωση σε ένα συγκεκριμένο μέρος και έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής, που πιστεύει κανείς ότι είναι ο καλύτερος στον κόσμο, αλλά δε θέλει αυτό να επιβληθεί σε άλλους ανθρώπους. Για να κατανοήσουμε την αντίληψη του Όργουελ, ας σκεφτούμε το εξής: Πολλοί γονείς πιστεύουν ότι τα παιδιά τους είναι τα καλύτερα παιδιά στον κόσμο, αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι πιστεύουν ότι υπάρχουν αντικειμενικές μετρήσεις που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την κατάταξη των παιδιών. Οι περισσότεροι γονείς αναγνωρίζουν ότι δεν υπάρχει κάτι τέτοιο και δεν κυκλοφορούν λέγοντας ότι τα άλλα παιδιά δεν είναι τόσο καλά όσο τα δικά τους. Εν τούτοις, εξακολουθεί να υπάρχει μια πραγματική αίσθηση στην οποία βλέπουν τα δικά τους παιδιά ως τα καλύτερα. Υπάρχει κάτι παρόμοιο στη στάση του πατριώτη, σύμφωνα με τον Όργουελ. Μπορεί να πιστεύει ότι η χώρα του ή ο τρόπος ζωής του είναι ο καλύτερος, αλλά δε θέλουν να επιβάλλει τις απόψεις ή τον τρόπο ζωής του σε άλλους. Δε συμβαίνει το ίδιο με τον εθνικιστή. Λέει χαρακτηριστικά ο Όργουελ: «Ο πατριωτισμός είναι από τη φύση του αμυντικός, τόσο στρατιωτικά όσο και πολιτιστικά. Ο εθνικισμός, από την άλλη πλευρά, είναι αδιαχώριστος από την επιθυμία για εξουσία». Ο εθνικιστής είναι σαν έναν γονιό που τριγυρνά πατώντας τα παιδιά των άλλων για να αναδείξει τα δικά του. Άρα, η απλή αγάπη για την πατρίδα δεν είναι εγγενώς επικίνδυνη. Το να κάνει κάποιος την πρόοδο του έθνους ή του πολιτισμού του ως κορυφαία προτεραιότητα είναι εξαιρετικά επικίνδυνο. Ο πατριωτισμός κολλάει στο πρώτο. Ο εθνικισμός μπαίνει στο δεύτερο.
Ο Όργουελ αναγνωρίζει διορατικά ότι όταν οι εθνικιστές κάνουν την πρόοδο του τρόπου ζωής τους την πρώτη τους προτεραιότητα, αναπόφευκτα καταλήγουν να θέτουν αυτόν τον στόχο πέρα από το καλό και το κακό˙ αυτό κάνει τους εθνικιστές επιρρεπείς στο να εγκρίνουν ανήθικα μέσα για την προώθηση του δικού τους τρόπου ζωής. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας εθνικιστικής νοοτροπίας ήταν η απάντηση του Τραμπ στην ήττα των προεδρικών εκλογών του 2020. Προσπάθησε να ανατρέψει τα εκλογικά αποτελέσματα λέγοντας ψέματα και ενθαρρύνοντας την εξέγερση. Ομοίως, οι υποστηρικτές του Τραμπ που εισέβαλαν στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου ασπάζονταν μια εθνικιστική νοοτροπία. Συμμετείχαν σε ένα ανήθικο μέσο, προσπαθώντας να προωθήσουν τη δική τους πολιτική ατζέντα. Ο Ντόναλντ Τραμπ κάνει ακριβώς αυτό που προβλέπει ο Όργουελ ότι θα κάνει ο εθνικιστής: Αντιλαμβάνεται τα πάντα, όπως το έθεσε ο Όργουελ, «από την άποψη του ανταγωνιστικού κύρους» και «οι σκέψεις του στρέφονται πάντα σε νίκες, ήττες, θριάμβους και ταπεινώσεις». Επομένως, η προσήλωση στο ανταγωνιστικό κύρος δεν είναι πατριωτική, μα ανόθευτος εθνικισμός.
Σε ένα δοκίμιο του 1942 που γράφτηκε στα μέσα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και στοχαζόταν τις εμπειρίες του ως εθελοντής στρατιώτης στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, ο Όργουελ έγραψε ότι «οι παραδόσεις και η ασφάλειά μας στο παρελθόν μάς έχουν δώσει μια συναισθηματική πεποίθηση ότι όλα γίνονται σωστά. Αυτό που φοβόμαστε περισσότερο δε συμβαίνει ποτέ πραγματικά, πιστεύοντας ενστικτωδώς ότι το κακό πάντα νικά τον εαυτό του μακροπρόθεσμα». Ο Όργουελ ανησυχούσε από αυτά τα αισιόδοξα ένστικτα γιατί νόμιζε ότι ήταν αντίθετα με τα πραγματικά στοιχεία, τα οποία έδειχναν πως τα πράγματα συνήθως δεν εξελίσσονται σωστά από μόνα τους. Αντίθετα, οι κοινωνικές βελτιώσεις απαιτούν συνήθως συντονισμένη προσπάθεια και επαγρύπνηση έναντι της οπισθοδρόμησης. Σε ένα άλλο δοκίμιο της ίδιας χρονιάς, ο Όργουελ επέκρινε διάφορους διανοούμενους που αντιμετώπιζαν τον Χίτλερ ως μια φιγούρα από κωμική όπερα, που δεν αξίζει να πάρουμε στα σοβαρά˙ μάλιστα, επέκρινε πολλές αγγλόφωνες χώρες, όπου ήταν της μόδας να πιστεύει κανείς, μέχρι το ξέσπασμα του πολέμου, ότι ο Χίτλερ ήταν ένας ασήμαντος τρελός και τα γερμανικά τανκς από χαρτόνι! Πάντως, όπως έχουν σημειώσει πολλοί σχολιαστές και ειδησεογραφικά μέσα, αν και ο Τραμπ μιλάει συνήθως σαν αυταρχικός, πολλοί Αμερικανοί δικαιολογούν τέτοιες συζητήσεις, αποτυγχάνοντας να τις αντιμετωπίσουν ως απόδειξη απειλής για τη δημοκρατία. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην τάση που εντόπισε ο Όργουελ να πιστεύει ότι πραγματικά άσχημα πράγματα δε θα συμβούν – τουλάχιστον όχι στη χώρα του. Ο Όργουελ θεώρησε ότι άξιζε να λάβει στα σοβαρά την πιθανότητα κακών αποτελεσμάτων. Αυτός είναι ένας τρόπος για να καταλάβει κανείς τι έκανε στα πιο διάσημα βιβλία του, «Η φάρμα των ζώων» και «1984».
Οπότε, οι Αμερικανοί ίσως επωφεληθούν με το να λάβουν σοβαρά υπ’ όψιν τις πιθανές απειλές για τη δημοκρατία των ΗΠΑ. Μπορείς να διαβάσεις το 1984 ως την προσπάθεια του Όργουελ να σκεφτεί πώς μπορεί να μοιάζει ένα κυβερνών πολιτικό κόμμα που έχει αιχμαλωτιστεί πλήρως από τον εθνικισμό˙ ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό του κόμματος είναι το πόσο συχνά στρέφεται εναντίον των μελών του μέσω απαγωγών, βασανιστηρίων και δολοφονιών. Ως εκ τούτου, οι εθνικιστές αποτελούν απειλή όχι μόνο για όσους βρίσκονται εκτός του έθνους, αλλά και για εκείνους εντός του έθνους που δεν υποστηρίζουν πλήρως την επιδίωξη της εξουσίας από τους εθνικιστές με οποιοδήποτε κόστος. Από αυτή την άποψη, οι απειλές του Τραμπ εναντίον εκείνων που θεωρεί «εχθρό εκ των έσω» αποκαλύπτουν τη δική του εθνικιστική επιθυμία να στραφεί εναντίον των Αμερικανών που απειλούν την επιδίωξη της εξουσίας του. Το κείμενο του Όργουελ υποδηλώνει ότι οι ψηφοφόροι οφείλουν να λάβουν σοβαρά υπ’ όψιν αυτές τις απειλές και σαν τον Αριστοφάνη να αναρωτιούνται: «Ω δημοκρατία, ποι προβιβάς ημάς ποτε;», δηλαδή «Αχ Δημοκρατία, πού θα μας οδηγήσεις;».