Δεν πρέπει να ξεχνάμε, βέβαια, ότι η ζωή εξελίσσεται κάνοντας κύκλους και ανατροφοδοτούμενη, αρκετές φορές, απ’ την εμπειρία του παρελθόντος. Όσον αφορά, μάλιστα, την εξέλιξη του θεσμού της ελληνικής οικογένειας αυτή, προπολεμικά, υπήρξε, κατά βάση, πολύτεκνη, μετατράπηκε σε ολιγομελή, κατόπιν, κατά τη διάρκεια των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών και κατέληξε στις μέρες μας προβληματική, ως επί το πλείστον, γιατί έχασε το μπούσουλα και τις σταθερές της, με αποτέλεσμα πολλές να διαλύονται με περισσή ευκολία, με ό, τι αυτό συνεπάγεται. Ωστόσο, το γεγονός και μόνο, ότι πολλές απ’ αυτές συνεχίζουν να αποτελούν λιμάνια και σημεία αναφοράς για τα παιδιά τους, κάθε άλλο παρά ανησυχητικό είναι, κατά την άποψή μου.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε, άλλωστε, και τις δύσκολες συνθήκες, που επικρατούσαν στη χώρα, όταν η πλειοψηφία των ελληνοπαίδων απομακρύνονταν απ’ τα σπίτια των γονιών τους σε πολύ νεότερη ηλικία. Τότε, όμως, τα μεν κορίτσια παντρεύονταν, συνήθως, και δημιουργούσαν το δικό τους σπιτικό μετά την ενηλικίωσή τους στα δεκαοκτώ και νωρίτερα ακόμη, αλλά ούτε σπούδαζαν στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ούτε εργάζονταν εκτός σπιτιού παρά μόνο στα χωράφια κάποια απ’ αυτά. Τα αγόρια, απ’ την άλλη, έρχονταν, συνήθως, σε κοινωνία γάμου μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων και την εξεύρεση εργασίας, κάτι που επιτυγχάνονταν, συνήθως, στην ηλικία, περίπου, των 25 27 ετών. Εξαιρούνταν, μόνο, εκείνα τα ελληνόπουλα, που συνέχιζαν τη ζωή τους με τους γονείς τους, προκειμένου να τους γηροκομήσουν λόγω έλλειψης οίκων ευγηρίας, και όσα έμεναν άγαμα εφ’ όρου ζωής για διάφορους λόγους.
Οι συνθήκες ζωής, όμως, με τα χρόνια άλλαξαν, άλλες προς το καλύτερο και άλλες προς το χειρότερο. Τα φύλα, π.χ., εξισώθηκαν και η γυναίκα βγήκε απ’ το σπίτι και μπήκε στην αγορά εργασίας χωρίς παρεξήγηση. Η πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση έγινε υποχρεωτική, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία της νεολαίας στράφηκε προς την πανεπιστημιακή και μεταπτυχιακή εκπαίδευση. Ως εκ τούτου απαιτείται, πλέον, πολύ περισσότερος χρόνος και χρήμα, προκειμένου τα παιδιά να αποκτήσουν τα εφόδια και να μπουν με αξιώσεις για καλύτερες αμοιβές στην αγορά εργασίας, αφού η ζωή κατάντησε πολύ απαιτητική. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες είναι φυσικό, λοιπόν, πολλά απ’ τα παιδιά να εξαρτώνται οικονομικά απ’ τους γονείς τους, να συγκατοικούν περισσότερο χρόνο μαζί τους, όταν αυτοί είναι μονιασμένοι, και να καθυστερούν, δικαιολογημένα, την οικογενειακή τους αποκατάσταση και ανεξαρτησία.
Το δυστύχημα είναι, όμως, ότι υπάρχουν και παιδιά, τα οποία έμαθαν να ζουν, παρασιτικά, και παρατείνουν τη διαμονή τους στο σπίτι των γονιών τους χωρίς να συμμετέχουν, καθόλου, ούτε να συμβάλλουν στον αγώνα της οικογένειας για επιβίωση. Σ’ αυτή την περίπτωση, βέβαια και ανεξάρτητα απ’ το τι και ποιος φταίει γι’ αυτό, η συγκατοίκηση μεγάλων παιδιών με τους γονείς τους είναι προβληματική και κάθε άλλο παρά επιθυμητή και ευκταία. Αντίθετα, αυτή του ειδικού σκοπού, που περιέγραψα παραπάνω, πέραν του ότι επιτυγχάνει τη σύσφιγξη των σχέσεων των παιδιών με τους γονείς τους, δίνει λύσεις σε υπαρκτά κοινωνικά προβλήματα, τα οποία, διαφορετικά, δύσκολα αντιμετωπίζονται. Γι’ αυτό και η συγκατοίκηση παιδιών με τους γονείς τους ως τα 32 τους, περίπου, κάθε άλλο παρά ανησυχητική είναι.
Έστω, κι αν είναι λύση ανάγκης και προϊόν ανωτέρας βίας, χρήσιμη θα έλεγα, ότι είναι στις μέρες μας και η συμβίωση γονιών με παιδιά τους, που έχουν αποκατασταθεί οικογενειακά και είναι πολύ μεγαλύτερα των τριάντα δύο ετών, όταν αυτά πέφτουν θύματα της ανεργίας, που καλπάζει και δημιουργεί αδιέξοδα. Συγκατοικώντας, λοιπόν, και τρώγοντας από κοινή κατσαρόλα παιδιά, εγγόνια και γονείς το κόστος ζωής μικραίνει και αντιμετωπίζεται ευκολότερα, ενώ προκύπτουν και άλλα οφέλη σχετικά με τη φροντίδα εγγονιών, αλλά και ηλικιωμένων.
Όπως και να το κάνουμε, όμως, το καλύτερο θα ήταν να δημιουργούνταν συνθήκες, ώστε η συμβίωση παιδιών με τους δικούς τους να σταματούσε νωρίτερα και να εξέλειπαν οι λόγοι συμβίωσης για λόγους ανωτέρας βίας. Αυτό, όμως, είναι θέμα, κυρίως, των εκάστοτε κυβερνήσεων και πρέπει να το προσέξουν ιδιαίτερα και περισσότερο.