Το να σου πως σ’ αγαπώ είναι μια μικρή λέξη. Προσπαθώ να μην κλάψω και στεναχωρηθείς. Κάπου ανάμεσα στα σύννεφα κόκκινες πινελιές κινούνται από ανάσες ενός αέρα που πάει να σταματήσει τους λυγμούς μου που πάνε να βγουν. Κάποια σχήματα κινούνται στον ουρανό και γίνονται γράμματα που μοιάζουν με τα γράμματα του λατρεμένου σου ονόματος: «Αχιλλέας».
Σε φωνάζω. Το Α φαίνεται καθαρά στον ουρανό. Σου στέλνω φιλιά. Πολύ άργησες σ’ αυτό το ταξίδι σου. Ο αέρας συγκινήθηκε και άγγιξε τις χορδές της κιθάρας σου, ενώ τα σύννεφα λες και κατέβηκαν ν’ αγγίξουν κι αυτά τις χορδές.
Σ’ άκουσα να τραγουδάς εχθές το βράδυ κι ένιωσα ότι γύρισες επιτέλους. Γρήγορα, όμως, η φωνή σου χάθηκε. Γονάτισα και σε περίμενα. Ήθελα τόσο να ακούσω ξανά τη φωνή σου! Πήρα το viber, που είχαμε γράψει τον Μάρτιο του 2021. Τα μόνα γενέθλια της κορούλας σου που απόλαυσες. Ήταν τα πρώτα και τα τελευταία γενέθλια της μικρής σου κόρης Εύας που γιόρταζες σ’ αυτήν τη γη. Εκεί ακούγεται η φωνούλα σου. Και το έβαλα και το ξανάβαλα για να σ’ ακούω…. Πόσο σε ζητώ!
Πολύ βιάστηκες Αχιλλέα μου να φύγεις. Ήσουν η ευτυχία μου. Όταν ήμασταν μαζί στη θάλασσα, το γαλάζιο νερό γέμιζε ρουμπίνια, ζαφείρια, σμαράγδια, χίλιους πολύτιμους λίθους. Έλαμπε ο τόπος όταν γελούσες με το υπέροχο χαμόγελό σου. Τώρα οι ανακλώμενες αχτίδες του ήλιου στη θάλασσα ενοχλούν τα μάτια μου, όποτε σε φαντάζομαι πάνω στη σανίδα σου… Τότε που ο βοτσαλωτός βυθός μεταμορφωνόταν σε πρίσμα χαρούμενων αντανακλάσεων.
Μια ηχώ πολλαπλασίασε τα παράπονα των χρωμάτων που αγγίζουν τον ορίζοντα. Τώρα πολλαπλασίασε και τα δικά μου.
Παίρνει ένας αέρας, σημάδι πως οι χορδές της κιθάρας θέλουν ν’ αγγιχτούν από εσένα. Τις κοιτάζω και βλέπω εσένα να χαμογελάς. Πάω να σου πω πόσο απέραντα μου λείπεις και με πιάνουν λυγμοί. Άρχισα να κλαίω με αναφιλητά. Κάποιο χέρι σκούπισε τα δάκρυά μου. Ο Αχιλλέας μου δεν ήθελε να με βλέπει να κλαίω. Όμως χωρίς εσένα δεν μπορώ, σου φώναξα. Ο Έκτωρ, το αγαπημένο σου σκυλάκι σε περιμένει. Όλο κοιτάει την πόρτα. Τρία χρόνια τώρα…