Ο πατέρας του Κωνσταντίνος Μαχούχας ήθελε τον πρωτότοκό του ιερέα και έγινε πραγματικότητα τη 10η Απριλίου 1936 στον Άγιο Αχίλλιο Λάρισας από τον αείμνηστο Μητροπολίτη Δωρόθεο, με τη συναίνεση πάντα της πρεσβυτέρας του Αλεξάνδρας. Η φύση και η δυναμικότητα του ήρθε να ταιριάξει με την ιεροσύνη. Τα χρόνια, δυστυχώς, ήταν «δίσεκτα», ενώ λειτουργούσε στον Ιερό Ναό του Αγίου Αθανασίου Λάρισας δίπλα πάντα στον δεσπότη του, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος του 1940 έγινε, όμως, η αιτία να συνδυάσει την ιεροσύνη με την Αντίσταση στους κατακτητές φασίστες Ιταλούς - Γερμανούς. Αρχικά πολεμούσε από τον άμβωνα του Αγίου Δημητρίου Φιλικίων, εμψύχωνε τους συμπατριώτες του με χριστιανικά και ιστορικά παραδείγματα, σαν ένας άλλος Παπαφλέσσας.
Οι καιροί ήταν δύσκολοι, αλλά οι «καιροσκόποι» περισσότεροι... Μια βραδιά με ολόγεμο φεγγάρι τον Μάρτιο του 1942 η εκτέλεση με τον αγριότερο τρόπο του πατέρα του Κωνσταντίνου Μαχούχα, του αδελφού του Δημητρίου Μαχούχα, σημαντικών τραυματισμών των οικείων του, αλλά και η λεηλάτηση των περιουσιών τους ήταν γεγονός από χέρια ελληνικά. Το μεγάλο πλήγμα της Ελλάδας που συνεχίστηκε ως εμφύλιος πόλεμος 1946-1949. Γιατί, όμως, τον Μάρτιο του 1942, όταν η Ελλάδα ακόμη βρισκόταν σε γερμανική κατοχή; Γιατί σίγουρα ήθελαν να προλάβουν...
Η μεγάλη τους οικογένεια διαλύθηκε, κυριολεκτικά σκόρπισαν να σωθούν. Ο Παπαγιώργης «ξυρισμένος» ιδία βουλήσει βρέθηκε στον Βόλο, συνέχισε την Αντίστασή του κατά των ναζιστών κατακτητών του Ελληνικού Έθνους. Η σύλληψή του από τους Γερμανούς τη 17η Αυγούστου 1943, όπου και τραυματίστηκε, ήταν αναμενόμενη, γιατί πολεμούσε ορμητικά και χωρίς φόβο με την εικόνα της Παναγίας στο στήθος του, ως υπέρτατο χρέος. Η «κίτρινη αποθήκη» στον Βόλο, το σημερινό πανεπιστήμιο, όπου γινόταν οι φυλακίσεις και οι εκτελέσεις των συλληφθέντων Αντιστασιακών στον Βόλο από τους Γερμανούς, ήταν μονόδρομος. Ένας αδελφικός φίλος του που δραστηριοποιούνταν επιχειρηματικά στην περιοχή κατάφερε να τον φυγαδεύσει, σύμφωνα πάντα με δικές του μαρτυρίες, με τρένο που μετέφεραν τα άλογά τους οι Γερμανοί και όπως λειτουργούσαν εκείνοι, κατέληξε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Τα δεινά γιγαντώθηκαν, για ενάμιση χρόνο παρέμεινε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στο Νταχάου/Dachau και στο Άουσβιτς/Auschwitz μέχρι την 5η Απριλίου του 1945. Από κει και η αξιόλογη φιλία που έφερε με Εβραίους της Λάρισας.
Ο πόλεμος τελείωσε τους πολυβασανισμένους επιζώντες, τους επιβίβασαν σε τρένα για να φύγουν, όμως τους βομβάρδισαν και επέζησαν λίγοι. Ο Παπαγιώργης που έψελνε το «Χριστός Ανέστη» και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, γύρισε στην πατρίδα του με μια αύλακα στην κεφαλή του και με μια ριπή στο χέρι και πόσα άλλα, είχε βρεθεί άπειρες φορές στο στόχαστρο της κάνης των όπλων των Γερμανών, αλλά πάντα γύριζε στη ζωή. Τελικά το θαύμα έγινε, με πολύπαθη και σθεναρή προσπάθεια (η κυρίως διαδρομή έγινε πεζή) επέστρεψε στα Φιλίκια. Οι συντοπίτες του υποδέχτηκαν τον αγνοούμενο για όλους Παπαμαχούχα, με καμπανοκρουσίες και με το «Χριστός Ανέστη», ο πατέρας μου Αντώνιος λέει πάντα πως μόνο μνημόσυνο που δεν του κάναμε... Αλλά δεν τέλειωσε τίποτα, ένας νέος κύκλος πολυτάραχος ζωής τον περίμενε. Ξεκίνησε ο εμφύλιος πόλεμος 1946-1949, για μια άλλη φορά στο πλευρό της πατρίδας πήγε στον Δεσπότη του να εξομολογηθεί. «Δέσποτα πήρα μέρος σε πόλεμο!» και εκείνος απάντησε: «Παπαγιώργη, εσύ πρέπει να με εξομολογήσεις». Και ο αγώνας άρχισε ξανά δύσκολος, επώδυνος, για μάταιες προσδοκίες που στοίχισαν τις ζωές και την ποιότητα ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων του άμοιρου ελληνικού έθνους. Ένας αγώνας που σημάδεψε τη ζωή όλων των οικείων του τελείωσε, αλλά η ψυχή του έμεινε για πάντα εκεί..., ενώ μπορούσε να είναι στα της οικογένειάς του και στα της ιεροσύνης του και μόνο....
Μια άδικη μοίρα, αλλά τιμημένη, αξιοπρεπής, λαμπερή και ένδοξη, μια προσωπικότητα που ισορροπούσε ανάμεσα στον οικογενειάρχη, ιερέα, ποιμενάρχη, οπλαρχηγό, πατριώτη, άοκνο αγωνιστή, αδιάφθορο, ευπατρίδη, που πολλοί θέλησαν να την καταγράψουν, αλλά ταπεινά και σθεναρά αρνιόταν.
Και εδώ πρέπει να ζητήσω ένα συγγνώμη παππού μου.
Και έφτασε ο Σεπτέμβρης του 1974, η αποφράδα εκείνη ημέρα της 13ης Σεπτεμβρίου, που έφυγες από κοντά μας, αλλά ποτέ από τις καρδιές μας.
Η φέρουσα το όνομά σου
Γεωργία Μαχούχα,
φιλόλογος, εκπαιδευτικός