Οι παραιτήσεις συνεχίζουν να αυξάνονται, ενώ τα κενά στις Στρατιωτικές Σχολές παραμένουν άλυτα. Η εξαγγελία του πρωθυπουργού για αύξηση 20% στην αποζημίωση των νυχτερινών υπηρεσιών μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια επικοινωνιακή κίνηση που δεν αγγίζει την ουσία των ζητημάτων.
Η Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΚΥΑ) που αφορά στην αποζημίωση για νυχτερινή απασχόληση των στρατιωτικών περιλαμβάνει σοβαρά προβλήματα και παράδοξα. Καθορισμός ανώτατου ορίου ωρών νυχτερινής απασχόλησης: Το ανώτατο όριο νυχτερινών ωρών για καταβολή αποζημίωσης 2,77 ευρώ ανά ώρα για το στρατιωτικό προσωπικό, που αποδεδειγμένα εργάζεται νυχτερινά, καθορίζεται ως εξής:
Στις 28 ώρες για τα στελέχη που εκτελούν 5 και άνω υπηρεσίες τον μήνα, ενώ έπρεπε να αποζημιώνονται για 40 έως 64 ώρες νυχτερινής εργασίας. Στις 21 ώρες για στελέχη που εκτελούν 4 υπηρεσίες τον μήνα, αντί για τις 32 ώρες που θα έπρεπε να αποζημιώνονται.
Στις 15 ώρες για στελέχη με 3 υπηρεσίες τον μήνα, αντί για τις προβλεπόμενες 24 ώρες. Στις 10 ώρες για στελέχη που εκτελούν 2 υπηρεσίες τον μήνα, αντί για τις 16 ώρες. Στις 5 ώρες για στελέχη με 1 υπηρεσία τον μήνα, ενώ η πραγματική εργασία ανέρχεται σε 8 ώρες.
Η αύξηση της νυχτερινής αποζημίωσης από τα 2,77 ευρώ στα 3,32 ευρώ μικτά, που μεταφράζεται σε μόλις 42 λεπτά καθαρά, χωρίς παράλληλα να καλύπτονται όλες οι ώρες εργασίας, αποτελεί μια μη αποδεκτή πρακτική για τα μέλη μας.
Τα στελέχη μας εργάζονται σε συνθήκες αυξημένης πίεσης και ευθύνης, ενώ η ημερήσια αποζημίωση παραμένει στα 26,40 ευρώ καθαρά από τη δεκαετία του 1990, σε αντίθεση με τον υπόλοιπο δημόσιο τομέα που από το 2015 έχει αυξηθεί στα 40 ευρώ.
Η αύξηση κατά 20 ευρώ από τα 850 στα 870 μεικτά για το 2025, με στόχο τα 100 ευρώ μέχρι το 2027, ώστε να ισοσκελιστεί με τον κατώτατο μισθό στον ιδιωτικό τομέα, όπου θα αυξηθεί στα 870 ευρώ από τον Απρίλιο, απέχει σημαντικά από το να ανταποκριθεί στις ανάγκες και τα αυξανόμενα κόστη ζωής των στρατιωτικών. Ενώ τα επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και Αδείας στον δημόσιο τομέα έχουν καταργηθεί, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στον ιδιωτικό τομέα.
Ένα ακόμα ζήτημα που παραμένει άλυτο είναι η αναβάθμιση των πτυχίων των αποφοίτων ΣΜΥ /ΑΣΣΥ. Παρά τις διαβεβαιώσεις και υποσχέσεις, κατά τη ΔΕΘ δεν υπήρξε καμία πρόοδος. Οι απόφοιτοι των παραγωγικών σχολών, όπως της ΣΜΥ, εξακολουθούν να κατέχουν πτυχία που θεωρούνται ισότιμα με απολυτήρια Λυκείου ή στην καλύτερη περίπτωση ως μεταλυκειακής εκπαίδευσης (Ι.Ε.Κ.), παρά τις Πανελλαδικές εξετάσεις που απαιτούνται για την είσοδο στις σχολές υπαξιωματικών και τα τρία χρόνια σπουδών. Είναι χαρακτηριστικό ότι για τους αποφοίτους τριετών ιδιωτικών κολλεγίων έχουν θεσπιστεί επαγγελματικά δικαιώματα, ενώ οι απόφοιτοι Στρατιωτικών Σχολών παραμένουν στο περιθώριο.
Η αναβάθμιση των πτυχίων θα ενίσχυε την επαγγελματική και ακαδημαϊκή εξέλιξη των στρατιωτικών αποφοίτων ΣΜΥ μελών μας. Αναμένουμε τουλάχιστον την υλοποίηση της δέσμευσης του υπουργού Άμυνας για αύξηση της αποζημίωσης των σπουδαστών των ΑΣΣΥ, ώστε να εναρμονιστεί με τις υψηλότερες αποζημιώσεις που ισχύουν στα Σώματα Ασφαλείας.
Στο μεταξύ, οι συνταξιούχοι απόφοιτοι ΣΜΥ εξακολουθούν να βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε μια άδικη πραγματικότητα. Δύο ζητήματα κυριαρχούν για τους συνταξιούχους στρατιωτικούς μέλη μας:
Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ): Η διατήρηση αυτής της εισφοράς εξακολουθεί να πλήττει τις συντάξεις των στρατιωτικών. Παρά τις διαρκείς υποσχέσεις για κατάργησή της, δεν υπήρξε καμία σχετική πρόοδος ή αναφορά στη ΔΕΘ.
Προσωπική Διαφορά: Πρόκειται για μία ακόμα αδικία που παραμένει άλυτη, προκαλώντας οικονομική πίεση σε χιλιάδες συνταξιούχους στρατιωτικούς. Η ΕΑΣ, επιβληθείσα κατά την περίοδο της κρίσης, συνεχίζει να παρακρατεί χρήματα από τους συνταξιούχους. Αυτές οι αδικίες δεν αφορούν απλώς αριθμούς, αλλά επιβαρύνουν χιλιάδες στρατιωτικούς που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στην υπεράσπιση της χώρας.
Οι στρατιωτικοί δεν είναι απλοί δημόσιοι υπάλληλοι. Εκτελούν καθήκοντα που συνδέονται με την εθνική ασφάλεια και την εδαφική ακεραιότητα της χώρας. Με τις συνεχείς μεταθέσεις, ζουν συχνά μακριά από τις οικογένειές τους, αντιμετωπίζοντας αυξημένα έξοδα και δύσκολες συνθήκες διαβίωσης.
Το κόστος ζωής, τα αυξημένα ενοίκια και το κόστος καυσίμων επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς των στρατιωτικών. Οι σύζυγοί τους δυσκολεύονται να διατηρήσουν σταθερές θέσεις εργασίας, εντείνοντας τα οικονομικά προβλήματα.
Οι εξαγγελίες για την κατασκευή 700 κατοικιών μέχρι το 2027 είναι θετικές, αλλά ανεπαρκείς για την κάλυψη του στεγαστικού προβλήματος των στρατιωτικών. Απαιτούνται νέες, σύγχρονες λύσεις, όπως η μακροχρόνια ενοικίαση κατοικιών μέσω κυβερνητικών συμφωνιών και η παροχή κινήτρων για αναβάθμιση των ακινήτων.
Διανύοντας το τελευταίο έτος σπουδών μου στο Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, θεωρώ ότι μια πιθανή λύση θα ήταν η συνεργασία της κυβέρνησης με τις τοπικές κοινωνίες και τον ιδιωτικό τομέα για την εξεύρεση κατοικιών με χαμηλά ενοίκια μέσω μακροχρόνιων συμφωνιών.
Για παράδειγμα, η κυβέρνηση θα μπορούσε να προπληρώνει ενοίκια σε κλειστά σπίτια για διάστημα 10 ετών, δίνοντας παράλληλα κίνητρα στους ιδιοκτήτες να αναβαθμίσουν ενεργειακά τα ακίνητα μέσω προγραμμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτά τα σπίτια να δίνονται με χαμηλό τίμημα στους στρατιωτικούς . Αυτό το μέτρο θα ενισχύσει τη γρήγορη ενσωμάτωση των μελών μας στρατιωτικών αποφοίτων ΣΜΥ στις τοπικές κοινωνίες αφού θα διαμένουν εντός του αστικού ιστού και όχι σε ΣΟΑ, ενώ ταυτόχρονα θα πιέσουν τις τιμές των ενοικίων κάνοντας αυτές ποιο προσιτές για όσους δε θα εντάσσονται σε αυτό το πρόγραμμα. Αυτή η στρατηγική θα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες στέγασης των στρατιωτικών και ταυτόχρονα να ενισχύσει τις τοπικές κοινωνίες.
Οι στρατιωτικοί-μέλη μας βρίσκονται αντιμέτωποι με σοβαρά προβλήματα που δυσχεραίνουν την καθημερινή τους ζωή. Οι εξαγγελίες για αυξήσεις είναι ανεπαρκείς, ενώ ζητήματα όπως η στεγαστική πολιτική και η αναγνώριση των σπουδών τους παραμένουν ανεπίλυτα. Η κυβέρνηση πρέπει να λάβει άμεσα μέτρα για την ουσιαστική βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των στρατιωτικών και των οικογενειών τους. Εάν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα, η «αιμορραγία» με τις κενές θέσεις στις Στρατιωτικές Σχολές και το κύμα παραιτήσεων τα επόμενα χρόνια φρονούμε ότι θα αυξηθεί.