Ξαναμμένες και γρήγορες οι νησιώτισσες, σκούπιζαν, έπλεναν, σιδέρωναν, ζύμωναν, ετοίμαζαν. Ο καπετάν-Λάμπρος πάντρευε τη μοναχοκόρη του τη Λενιώ. Μια λυγερόκορμη κοπελιά που αναστέναζαν όλα τα παλικάρια στο πέρασμά της. Και ποιος δεν ήθελε για γυναίκα του τη Λενιώ, ποιος δεν ήθελε να μπει γαμπρός στο αρχοντικό του καπετάν-Λάμπρου!
Όμως εκείνη είχε δώσει την καρδιά της και την υπόσχεσή της στον καπετάν-Φουρτούνα. Αυτό ήταν το παρατσούκλι του, Νικολής ήταν τ’ όνομά του, μα κανένας δεν τον φώναζε με το βαφτιστικό παρά μόνο η νονά του. Δεν ήταν όμορφος μα ήταν παλικάρι, το πρώτο στο νησί.
Ψηλός και γεροδεμένος, με ατσάλινα μπράτσα και δασύ τρίχωμα στο στήθος. Το πρόσωπό του σκούρο και βαθουλωμένο απ’ τον ήλιο και την αλμύρα. Η ματιά του κοφτερή σαν σαΐτα…
«Αυτόν θα πάρω πατέρα» είχε πει πέρυσι το Πάσχα η Λενιώ, «δε βάζω άλλον στο προσκέφαλό μου». Ο καπετάν-Φουρτούνας δεν ήξερε από γλυκοκουβέντες και σαλιαρίσματα, αυτά ήταν για τους αργόσχολους και τους γραμματικούς.
Την κοίταξε ίσια στα μάτια μια μέρα που συναντήθηκαν στον ταρσανά, κι όταν κατάλαβε την ταραχή της και τη φωτιά που της άναψε, το βράδυ μίλησε στον πατέρα της. Ίσια κι αντρίκεια στο καφενείο μπροστά σ’ όλους τους νησιώτες.
«Να την πάρεις μωρέ Φουρτούνα, με την ευχή μου, καλύτερο γαμπρό από σένα δε στοχάστηκα». Πέρασαν βέρες κι έφυγε για τη μακρινή Αυστραλία. Εκείνο το ταξίδι θα κρατούσε ένα χρόνο.
Έπαιρνε συχνά τα γράμματά του η Λενιώ. Τα διάβαζε δυο-τρεις φορές κι έπειτα τα κλείδωνε σ’ ένα βαρύ ξύλινο σεντούκι με τα χρυσαφικά της μάνας της -μακαρίτισσα από χρόνια-. Στο τελευταίο γράμμα της μήνυσε, πως με το γυρισμό του, θα γίνονταν τα στεφανώματα, όριζε μάλιστα και την ημερομηνία.
Η Λενιώ όμως ήταν όλο και πιο ανήσυχη όσο πλησίαζε ο γυρισμός του. Εκείνη την ημέρα ξύπνησε κακόκεφη και δεν είχε όρεξη για τίποτα. Ήταν η μέρα που θα επέστρεφε ο καλός της και την επόμενη θα γινόταν ο γάμος. Ανέβαινε κάθε τόσο στο ανώι και αγνάντευε τη θάλασσα απ’ το καγκελόφραχτο παράθυρο. Όργωνε το πέλαγος με τη ματιά της, ως το βάθος του ορίζοντα. Δεν φαινόταν όμως τίποτα.
Κάποια στιγμή άρπαξε ένα μπουκάλι λάδι και μια χούφτα λαμπάδες και ανηφόρισε προς το εκκλησάκι του Αϊ-Λια. Έφτασε με μια ανάσα. Ο παπα-Γιώργης καθόταν έξω και λιαζόταν σε μια κοτρώνα. Σαν την είδε έτσι ανήσυχη και συννεφιασμένη σηκώθηκε. Εκείνη έκανε πως δεν τον είδε, προχώρησε μέσα, άναψε τα καντήλια, προσευχήθηκε και σαν ξαλάφρωσε η καρδιά της, έφερε ένα γύρω τη ματιά της στο εκκλησάκι. Όλα ήταν έτοιμα για την αυριανή μέρα… Ακόμα και τα στέφανα δίπλα στο Ευαγγέλιο. Σ’ εκείνο το σαρακοφαγωμένο τραπεζάκι… Όλα έτοιμα, μα ο Φουρτούνας ακόμα δεν είχε φανεί.
«Τι συμβαίνει Λενιώ», φάνηκε ο παπα-Γιώργης στην πόρτα. «Κάτι μπουρινιασμένη σε βλέπω».
«Τίποτα παπά μου, τίποτα, ψίλωσε ο νους μου, μπα σε καλό μου… Γυναίκα δεν είμαι τι περιμένεις; Άιντε καλό βράδυ…». Κατηφόρισε, μα ούτε τα πόδια, ούτε η καρδιά υπάκουαν στην θέλησή της. Κόντευε να φθάσει στο σπίτι, δεν ακούγονταν τραγούδια, ούτε έπαιζαν τα βιολιά. Ένα κρύο χέρι ξέσκισε τη σάρκα της και έσφιξε την καρδιά της. Κόπηκαν τα γόνατά της, κρύος ιδρώτας έλουσε το πρόσωπό της. Εκείνο το λυγερό κορμί κύρτωσε και η ματιά της έψαχνε γύρω ν’ ανακαλύψει από πού ήρθε η συμφορά.
Το κακό μαντάτο τρέχει γρήγορα, σαν τον άνεμο, σαν την αστραπή. Διασχίζει βουνά, λαγκάδια, θάλασσες, είναι πιο γρήγορο απ’ το καλό. Βιάζεται να τσακίσει κορμιά, να ρημάξει ζωές, να ξεριζώσει καρδιές.
«Ο καπετάν-Φουρτούνας χάθηκε, βούλιαξε το καράβι του, πνίγηκε το πλήρωμά του κι ο ίδιος δεν βρέθηκε πουθενά, ούτε το πτώμα του». Αυτό το χαμπέρι που έφθασε ενώ η Λενιώ έλειπε στην εκκλησία σφράγισε τη ζωή της. Δεν γέλασε ξανά, δε χόρεψε, δεν τραγούδησε…
Εκείνο το πρωί, όπως και κάθε μέρα από τότε που έγινε το κακό δεκαπέντε χρόνια τώρα, η Λενιώ ανηφόρισε για τον Αϊ-Λια. Είχε παράξενη διάθεση και στο δρόμο ανέβηκε στα χείλια της ένα τραγούδι. Ντράπηκε και ξερόβηξε, αυτά δεν ήταν ούτε για τα χρόνια της, ούτε για τη συμφορά της.
Φοβήθηκε πως είχε αρχίσει να ξεχνάει τον αγαπημένο της και κάκιωσε τον εαυτό της. Όχι αυτό δεν θα το επέτρεπε. Όλοι στο νησί έλεγαν η Λενιώ του Φουρτούνα, κι ας μην τον είχε στεφανωθεί, κι εκείνη τι καμώματα ήταν εκείνα; Έδεσε ξανά σφιχτά τη μαντήλα στα πλούσια μαλλιά της, που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν και επανέφερε τον εαυτό της στην… τάξη.
Κάποια στιγμή έφθασε τον Αϊ Λια… Μα το εκκλησάκι ήταν φωτισμένο. Ο παπα-Γιώργης έψελνε με την τρεμάμενη φωνή του και ένας ψηλός κυρτωμένος άντρας, στεκόταν όρθιος κι ασάλευτος σαν άγαλμα.
Η Λενιώ πλησιάζοντας ένιωσε μια παράξενη ταραχή. Ο άντρας γύρισε απότομα, την κοίταξε μέσα στα μάτια κι ένα δάκρυ κύλησε στο ρυτιδωμένο πρόσωπό του… Η Λενιώ με μιας κατάλαβε, έπεσε στην αγκαλιά του και τράβηξε το μαύρο μαντήλι απ’ τα μαλλιά της. Το πέταξε στο πλακόστρωτο της εκκλησιάς, κι εκείνα ξεχύθηκαν στους ώμους σαν χείμαρρος ορμητικός κι ανυπότακτος, να στολίσουν το όμορφο πρόσωπό της, να γίνουν πέπλο, άνθη λεμονιάς. Ο παπα-Γιώργης πλησίασε, ήταν όλα έτοιμα… Ευλόγησε εκείνον το γάμο που είχε ξεκινήσει πριν δεκαπέντε χρόνια. Δεν ήταν πια νέοι, μα υπήρχε ακόμα αρκετή ζωή μπροστά τους.
Πέρασαν χρόνια, γέρασαν μαζί. Έκαναν πολλά παιδιά, κάθε χρόνο και ένα γεννούσε η Λενιώ. Χωρίς μυξοκλάματα και φωνές, για να μαθαίνει όλο το νησί, τι γινόταν στο σπίτι της. Ούτε τον άντρα της δεν ήθελε κοντά της.
«Άιντε στο καφενείο Φουρτούνα» του έλεγε. «Και μην έρθεις αν δε σε φωνάξουν. Η γέννα είναι δική μου δουλειά». Και γέμισε παλικάρια το νησί. Πέντε λεβέντες, που όργωναν τις θάλασσες και έτρεμαν τα πέλαγα στο πέρασμά τους. «Η σπορά του Φουρτούνα» έλεγαν οι γεροντότεροι και χαμογελούσαν. «Όλοι θαλασσόλυκοι, σαν τον πατέρα τους». Ο Φουρτούνας όμως, πέρα απ’ το καμάρι του, είχε κι ένα φόβο.
«Δεν ξέχασε ποτέ εκείνη τη σκληρή περιπέτειά του. Εκείνο το ναυάγιο που τον πέταξε μισοπεθαμένο στα κοφτερά βράχια και του αχρήστεψε νου και κορμί και χρειάστηκαν χρόνια περιπλάνησης σε ξένους τόπους, ώσπου να βρει το λογικό του και το δρόμο του γυρισμού…
Αυτές οι θύμισες ήταν η συντροφιά του τα χειμωνιάτικα βράδια. Εκείνα τα ατέλειωτα βράδια, που ο αέρας λυσσομανούσε και ούρλιαζε στην καμινάδα του αρχοντικού τους και τα αφρισμένα κύματα, έσπαζαν στο κατώφλι του.