α) Η αγωνιώδης κραυγή δύο τυφλών
Ύστερα από την ανάσταση της κόρης του Ιαείρου στην Καπερναούμ, ο Κύριος και οι Μαθητές Του κατευθύνθηκαν προς την Ιεριχώ, ενώ τους ακολουθούσε και όχλος πολύς. Ανάμεσα στο πλήθος συμπορεύθηκαν τότε και δύο τυφλοί επαίτες, που είχαν ακούσει για τα θαύματα του Ιησού και πίστεψαν ότι είχε τη δύναμη να βγάλει και τους ίδιους από τα σκοτάδια τους. Για τούτο άρχισαν παρευθύς να κραυγάζουν: «Ελέησον ημάς, υιέ Δαβίδ» (Ματθ. 9,27). Οι κραυγές τους αυτές όμως ενοχλούσαν πολλούς από τον όχλο και τους έλεγαν να σιωπήσουν. Αυτοί όμως κραύγαζαν ακόμη πιο δυνατά, γιατί δεν είχαν άλλη ελπίδα, για να ξαναβρούν το φως τους.
Με τη στάση τους δε αυτή οι δύο τυφλοί διδάσκουν προς όλους την αναγκαιότητα της αδιάλειπτης προσευχής, εφόσον με αυτήν συγκινήθηκε ο Κύριος και τους θεράπευσε. Για τούτο αυτή την προσευχή συνιστούν ενθερμότατα και οι άγιοι Πατέρες, λέγοντας ότι «άνευ προσευχής προσεγγίσαι Θεώ ου δύνασαι».
Σ’ αυτή την προσευχή πρέπει να καταφεύγουμε και εμείς, γιατί κατά τον ποιητή, ποτέ δεν είναι αργά για μια καινούρια ζωή με τη δύναμη της προσευχής. Για τούτο ο ποιητής λέγει:
«Είναι αργά ποτέ μην πεις,
ό,τι κι αν σου συμβαίνει.
Φτάνει να του προσευχηθείς,
κι αμέσως σ’ ανασταίνει».
β) Προϋπόθεση της θεραπείας τους η πίστη
Οι επίμονες κραυγές των δύο πιστών όταν έφθασαν σε κάποια κατοικία της Ιεριχώ, συγκίνησαν τελικά τον Κύριο. Για τούτο, όταν έφθασαν κοντά Του, τους κοίταξε με αγάπη και τους ρώτησε:
- «Πιστεύετε ότι δύναμαι τούτο ποιήσαι;» (Ματθ. 9,28).
- «Ναι, Κύριε», του αποκρίθηκαν,
- «Κατά την πίστιν υμών, είπε ο Κύριος, γεννηθήτω υμίν» (Ματθ. 9,22)
και παρευθύς άνοιξαν τα μάτια τους.
Μα, θα έλεγε κανένας, γιατί έπρεπε να πιστέψουν πρώτα, για να θεραπευτούν κατόπιν; Γιατί προφανώς η πίστη είναι η πιο μεγάλη δύναμη στη ζωή και η μάνα που γεννά όλες τις αρετές και τα κατορθώματα. Κάθε θαύμα, δηλ., γινόταν και γίνεται από τον Θεό, που κάνει κατά τον Ιερό Χρυσόστομο, «σχεδόν το παν» για τη σωτηρία του ανθρώπου. Αφήκε όμως «μικρόν τι και ημίν». Και αυτό το μικρόν είναι βασικά η πίστη στη θεανθρώπινη φύση Του. Για τούτο έλεγε ο ίδιος ο Κύριος το «πίστευσον και σωθήση».
«Πίστευε, πρόσμενε όσο θα ζεις,
λέγει και ένας σύγχρονος ποιητής,
τον Ιησού μας μια μέρα θα δεις,
εκεί ψηλά, εκεί ψηλά,
να σου χαμογελά».
γ) Η εντολή του Κυρίου για τη μη δημοσίευση της θεραπείας
Ενώ όμως εκείνοι καταχάρηκαν, γιατί τα μάτια τους ξανάνοιξαν στο φως, ο Κύριος τους έδωσε τότε μια περίεργη εντολή, λέγοντας: «Οράτε, μηδείς γινωσκέτω» (Ματθ. 9,30). Μα, θα έλεγε κανένας, γιατί να μη μάθει για τη θεραπεία τους ο κόσμος; Γιατί προφανώς ο Κύριος ήθελε να τους διδάξει την κρυφιότητα της ελεημοσύνης, δηλ. την ταπείνωση. Ο Θεός δηλ. συγκινείται ιδιαίτερα από την ταπείνωση των πιστών, εφόσον με αυτήν ντύθηκε, ερχόμενος στον κόσμο, και για τούτο «ταπεινοίς δίδωσι χάριν».
Με την εντολή αυτή, κατά τον Ιερό Χρυσόστομο, «παιδεύει ημάς αυτούς μεν περί εαυτών μηδέν λέγειν, αλλά και τους βουλομένους ημάς εγκωμιάζειν κωλύειν ει δε εις τον Θεόν η δόξα αναφέρετο, μη μόνον μη κωλύειν αλλά και επιτάττειν τούτο ποιείν» (Π. Τρεμ. / π. εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Αθήναι, 1979, σ. 180).
Σμίκρυνον σε αυτόν
λέγει για τούτο και ο αγ. Ισαάκ,
και όψη την δόξαν του Θεού.