Η καθολική αναγνώριση στην οποία βασίζεται η φιλελεύθερη δημοκρατία αμφισβητείται όλο και περισσότερο από στενότερες μορφές αναγνώρισης με βάση το έθνος, τη θρησκεία, τη φυλή, την εθνικότητα ή το φύλο, οι οποίες έχουν οδηγήσει στον αντιμεταναστευτικό λαϊκισμό, στην άνοδο του πολιτικού Ισλάμ, στον εύθραυστο «φιλελευθερισμό της ταυτότητας» των πανεπιστημίων και στην εμφάνιση του λευκού εθνικισμού.
Όλες αυτές οι τάσεις μπορούν να παρατηρηθούν και στην Ευρώπη, με τις δικές τους εσωτερικές διαφορές και διαφοροποιήσεις, γεγονός που καθιστά την έννοια της ευρωπαϊκότητας και το τι εντέλει εννοούμε με τον όρο «Ευρωπαίος» ακόμη πιο περίπλοκο ζήτημα.
Όταν η «Ομάδα των Εννέα» διακήρυξε την «ευρωπαϊκή ταυτότητα» το 1973, η τελευταία δεν αφορούσε ολόκληρη την Ευρώπη. Ο πυλώνας αυτής της ταυτότητας τότε ήταν οι κοινές αξίες (ανθρωπισμός, δημοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη κ.λπ.). Πάνω σε αυτό τον πυλώνα οικοδομήθηκαν όλα τα υπόλοιπα, δηλαδή η οικονομική και πολιτική συνεργασία, η κοινωνική πρόοδος, η παγκόσμια ευθύνη, η πολιτιστική κληρονομιά και η περαιτέρω ολοκλήρωση. Και όλα αυτά τα στοιχεία θα αλληλοενισχύονταν στο πλαίσιο της ποικιλομορφίας και της ανεκτικότητας με στόχο την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών και την κοινή ευημερία. Ωστόσο, στην πορεία της στο χρόνο η Ευρωπαϊκή Ένωση μετατράπηκε από ένωση αξιών κυρίως σε οικονομική ένωση, υποβαθμίζοντας σε αρκετές πτυχές την πολιτική και δημοκρατική της πλευρά. Ως εκ τούτου, επιστρέφοντας στο 1973 εντοπίζονται δύο προβλήματα. Πρώτον, το 1973 υπήρχαν μόνο εννέα «ευρωπαϊκά κράτη», τα υπόλοιπα κράτη της ηπείρου δεν αποτελούσαν μέρος της ευρωπαϊκής ταυτότητας – και ορισμένα από αυτά εξακολουθούν να μην αποτελούν (π.χ. Ρωσία, Τουρκία). Δεύτερον, οι κοινές αξίες στις οποίες βασίστηκε αυτή η ταυτότητα δεν είναι τίποτα περισσότερο από τις οικουμενικές πανανθρώπινες αξίες που ανέδειξε ο Διαφωτισμός.
Η διακήρυξη του 1973 δημιούργησε μεν μια τυπική δέσμευση ότι τα κράτη δεν θα παρεκκλίνουν από αυτές τις αξίες, αλλά δεν προσέθεσε τίποτα περισσότερο, καθώς, όπως αποδεικνύεται και σήμερα, δομικά συστατικά της ευρωπαϊκότητας, όπως το κράτος πρόνοιας, που έχει συρρικνωθεί, πολλά ανθρώπινα δικαιώματα, που δεν είναι ακόμη δεδομένα (όπως το δικαίωμα στην άμβλωση στην Πολωνία), αλλά και η Ακροδεξιά, η οποία βρίσκεται σε άνοδο στην πλειονότητα των κρατών-μελών, δημιουργούν αμφιβολίες για τη γνησιότητα των πυλώνων πάνω στους οποίους έχει βασιστεί η «Ευρώπη». Τι κάνει λοιπόν κάποιον «Ευρωπαίο»;
Η Ευρώπη έχει πλέον μια κοινότητα 27 κρατών, άλλα καθολικά, άλλα ορθόδοξα, άλλα πλουσιότερα, άλλα φτωχότερα, άλλα με ενεργότερο ρόλο στη διεθνή πολιτική και οικονομία και άλλα πιο αποστασιοποιημένα. Ποιο είναι λοιπόν το κοινό στοιχείο, ο συνδετικός κρίκος που τα ενώνει, πέρα από τη γεωγραφική τους θέση;
Μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι η Ευρώπη αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της Δύσης και συχνά «ευρωπαϊκή» σημαίνει «δυτική», αλλά «δυτική» δεν σημαίνει απαραίτητα «ευρωπαϊκή». Αυτό συμβαίνει επειδή η χρήση της έννοιας της Δύσης αποσκοπεί στην ικανοποίηση μιας ανάγκης που έγινε πιο έντονα αισθητή τους τελευταίους δύο αιώνες, δηλαδή του διαχωρισμού της Δύσης από την Ανατολή. Σύμφωνα με τον Π. Κονδύλη, ταυτότητα σημαίνει ταύτιση με εκείνη την πράξη ή διαδικασία η οποία αποκρυσταλλώνεται στο αποτύπωμα μιας παγκόσμιας εικόνας (κοσμοεικόνα), και το πρώτο βήμα για τη διαμόρφωση μιας εικόνας είναι ο αποκλεισμός των άσχετων στοιχείων.
Συνήθως τα στοιχεία που αποκλείονται δεν αποκλείονται μόνο με πραγματικούς και αδιαπραγμάτευτους όρους, όπως π.χ. κάτι που είναι μπλε δεν είναι κόκκινο ή κίτρινο κ.ο.κ., αλλά και με αξιολογικούς όρους, π.χ. κάτι που είναι καθαρό, υγιές, καλό και μπορεί να είναι όμορφο. Αυτοί οι αξιολογικοί όροι μπορεί να είναι υποκειμενικοί ή αντικειμενικοί, ακόμη πιο ενδιαφέροντες είναι οι αντικειμενικοί υποκειμενικοί όροι, π.χ. ότι «το γαλλικό φαγητό είναι το πιο νόστιμο» και επομένως οτιδήποτε δεν είναι γαλλικό φαγητό είναι λιγότερο νόστιμο. Αυτό συχνά δημιουργεί δίπολα, τα οποία μερικές φορές παγκοσμιοποιούνται, όπως συνέβη στην περίπτωση του Ψυχρού Πολέμου με τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ, στην περίπτωση Βορρά–Νότου, Δύσης – Ανατολής κ.λπ.
Η Ανατολή, όπως εξηγεί ο πατέρας του οριενταλισμού Εντουάρντ Σαΐντ, είναι μια κατασκευή που βασίζεται στη γνώση, στην εμπειρία και τελικά στον τρόπο που την αντιλαμβάνεται η Δύση. Είναι η άλλη πλευρά του νομίσματος, ο άλλος πόλος, που στην προκειμένη περίπτωση αποφασίστηκε να είναι ο αρνητικός πόλος. Η δύναμη που επιτρέπει σε κάποιον να «ονομάσει» κάποιον άλλον, να του δώσει μια ταυτότητα, ετεροπροσδιορίζοντάς τον, του επιτρέπει και να τον διαμορφώσει. Ωστόσο, αν αυτή η ταυτότητα δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, καταλήγει να γίνεται με την πάροδο του χρόνου στερεότυπο.
Όπως και με τον ετεροκαθορισμό, έτσι και με τον αυτοκαθορισμό δεν είναι μόνο το όνομα αλλά και η ουσία που ορίζεται από τους ισχυρούς. Οι ισχυρές οικονομίες της Ευρώπης της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, αυτές οι εννέα χώρες, είχαν τη δύναμη να αυτοπροσδιορίζονται ως «ευρωπαϊκές», ορίζοντας ταυτόχρονα το τι είναι ευρωπαϊκό.
Η ισχύς η οποία απορρέει από τη βιομηχανική άνθηση, την τεχνολογική ανάπτυξη και το αποικιακό παρελθόν, σε συνδυασμό με την «αξιοπρέπεια», όπως το θέτει ο Φουκουγιάμα, δημιουργεί αναπόφευκτα την ανάγκη για εξωτερική αναγνώριση. Δεν είναι μόνο η ανάγκη διαχωρισμού απ’ ό,τι θεωρείται «κατώτερο», αλλά και η ανάγκη αναγνώρισης από τους άλλους, ακόμη και από τους «κατώτερους», που είναι λιγότερο αναπτυγμένοι, λιγότερο δημοκρατικοί, λιγότερο πολιτισμένοι.
Η υπεροχή της ευρωπαϊκής ταυτότητας συνδέεται με το υψηλό βιοτικό και πολιτιστικό επίπεδο, με τις ισχυρές οικονομίες των δυτικοευρωπαϊκών χωρών, την εξαγωγή πολιτισμού, την τεχνολογική ανάπτυξη και καινοτομία, τις αξίες, τις ελευθερίες και τα δικαιώματα. Δεν γνωρίζουμε αν αυτή η υπεροχή θα υπήρχε χωρίς τις αποικίες. Αν η Ευρώπη στη φάση της παρακμής της δεν είχε βρει αυτές τις πλούσιες πηγές πόρων σε όλο τον κόσμο, ίσως να μην τα είχε καταφέρει τόσο καλά ώστε να γίνει πρότυπο για τους λαούς αυτών των «πηγών».
Επομένως, αν θέλουμε να συνοψίσουμε, η ευρωπαϊκότητα μπορεί να είναι γεωγραφική, ιστορική, γλωσσική, φυλετική (υπό ορισμένες προϋποθέσεις), πολιτιστική, πολιτική, κοινωνική, κρατική (πρότυπα κράτη) ή ακόμη και οικονομική. Μπορεί να έχει μία από όλες αυτές τις πτυχές ή και περισσότερες. Ωστόσο, η αμφισημία της και η ανοικτότητα που τη χαρακτηρίζει την καθιστούν τόσο εύπλαστη και ευέλικτη, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί με πολιτικούς όρους για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων συμφερόντων και σκοπών. Η επιρροή που ασκεί αυτή η ταυτότητα, τα προνόμια που απολαμβάνει αυτόματα κάποιος που είναι «Ευρωπαίος» αντανακλούν την εξουσία που δημιούργησε και διατηρεί αυτή την ταυτότητα. Αυτή η εξουσία είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόν του αυτοκρατορικού παρελθόντος και της αποικιακής επέκτασης.
Ενώ η Ευρώπη παρουσιάζεται ως φάρος ανθρωπισμού και δημοκρατίας, αυτά τα ιδανικά επισκιάζονται μερικές φορές από πολιτικές που απομονώνουν και περιθωριοποιούν όσους έχουν ανάγκη. Έχουμε δει πολλάκις ευρωπαϊκά κράτη να συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα σε περιφερειακούς πολέμους, να λένε «όχι» στην υποδοχή προσφύγων που προέρχονται από αυτούς τους πολέμους, να ψηφίζουν ακροδεξιές κυβερνήσεις ή να ζητήματα ηθικής στη σφαίρα της ασφάλειας, αντιμετωπίζοντάς τα σαν ζητήματα ασφαλείας, όπως το δικαίωμα ενός λαού στην απελευθέρωση, το δικαίωμα θυμάτων πολέμου στην ειρήνη (πρόσφυγες) κ.ά.
Συνεπώς, είναι πολύ σημαντικό, όταν Ευρωπαίοι αξιωματούχοι κάνουν λόγο για «ευρωπαϊκότητα» και ορίζουν το τι είναι ευρωπαϊκό, να λαμβάνουμε υπόψη πως αυτό το οποίο δεν γίνεται αποδεκτό («μη ευρωπαϊκό») συνιστά ταυτόχρονα για εκείνους κάτι αρνητικό και ενδεχομένως επιβλαβές για το μέλλον της Ευρώπης. Αυτό, κατ’επέκταση, δημιουργεί μια αρνητική εντύπωση, ένα στερεότυπο ή μια αυταπάτη για κάτι το οποίο αποτελεί καθαρά προϊόν πολιτικών επιλογών, που βασίζονται σε συγκεκριμένα συμφέροντα. Άλλωστε, η αξιολογική διάκριση του «ευρωπαϊκού» ως κάτι ποιοτικά ανώτερου είναι εξίσου αποτέλεσμα πολιτικής ρητορικής, ισχύος και οικονομικής υπεροχής, η οποία σταδιακά αποδυναμώνεται.