Πενήντα χρόνια πέρασαν που μια χώρα της ίδιας στρατιωτικής Νατοϊκής συμμαχίας με τη χώρα μας, η Τουρκία, εισέβαλε στρατιωτικά και κατέλαβε το 36% του νησιού, της Κύπρου, όπου μέχρι σήμερα είναι διχοτομημένο, με χιλιάδες στρατεύματα κατοχής και πρόσφυγες στη χώρα τους. Άκουσον... Άκουσον...
Και όλα αυτά τα πενηντάχρονα, κρατούσα στη μνήμη μου, την προσωπική αυτή εμπειρία που έζησα και βίωσα, για να την ξεδιπλώσω (στο σαν σήμερα) μέσα από τις στήλες της «Ε», για να διδασκόμαστε για τη Δημοκρατία μας και τα επιτεύγματά της. Ανήμερα τ’ Αηλιά λοιπόν, 20 του Αλωνάρη 1974, μια Σαββατιανή καλοκαιρινή ημέρα, όπως πάντα πολύ πρωί, πήγα στο Γραφείο μου. άνοιξα τον τοπικό τύπο την «Ε» και το ραδιόφωνο ακούγοντας και μαθαίνοντας τα θλιβερά εκείνα μαντάτα της γενικής επιστράτευσης που κήρυξε η Δικτατορία, διά της εντολής του στρατηγού Φαίδωνα Γκιζίκη, προέδρου της τελευταίας δικτατορικής διοίκησης της χούντας, που προέκυψε μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου του ’73. Μου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι στο φιάσκο της είδησης αυτής. Και, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω το θλιβερό μαντάτο, χτυπάει το τηλέφωνο κι ακούω τον πατέρα μου στην άλλη άκρη της γραμμής. - Είμαι στο πρακτορείο του ΚΤΕΛ, μου λέει. Περίμενε έρχομαι να σε πάρω, του απαντώ. Μπαίνω στο αυτοκίνητό μου και τρέχω για τον σταθμό εισερχόμενων λεωφορείων για να πάρω τον ασθενή πατέρα μου, με δέκατα πυρετού. Από εδώ ξεκινάει ένα ξέφρενο τρεχαλητό στην ανάστατη και επίστρατοι τότε πόλη μας, τη Λάρισα. Πρώτα σκέφτηκα, να πάω στον οικογενειακό μας γιατρό, τον Γιάννη Φλώρο, στην κλινική του Γκαράνη, «Ο Καλός Σαμαρείτης», όπου συνεργάζονταν, για την εξέταση του ασθενή πατέρα μου και στη συνέχεια να πληροφορηθώ από το στρατολογικό γραφείο για την επιστράτευση. Η ιατρική εξέταση διέγνωσε ότι είχε μελιταίο πυρετό ο πατέρας μου και έλαβε την πρέπουσα φαρμακευτική αγωγή, αφού τα προμηθεύτηκε τα φάρμακα, οδηγήθηκε ξανά στο ΚΤΕΛ για την επιστροφή του στο χωριό (δυσανασχετημένος- θυμάμαι) από την προκύπτουσα διάγνωση του γιατρού. Κι όπως απεδείχθη στη συνέχεια ήταν πολύ σωστή. Κατόπιν αυτών των πραγμάτων, η αφεντιά μου παρέλαβε το φύλλο πορείας και παρουσίασης στην στρατιωτική μονάδα, της επιστράτευσης, στην Μπάρα Σιάτιστας. Και από εδώ και πέρα αρχίζει το φιάσκο της χούντας, που έβαλε τον Ελληνικό Λαό, σε μια ακόμη περιπέτεια, πριν την οριστική κατάρρευσή της. Η Σιάτιστα είναι μια ορεινή επαρχία του Νομού Κοζάνης, με τα παλιά και σπουδαία διατηρητέα αρχοντικά της, τα περίφημα πατροπαράδοτα εργαστήρια της γούνας, σε φθίνουσα πορεία τα τελευταία χρόνια. Όπως και το Τσοτύλι που απέχει τριάντα περίπου χλμ από αυτή. Έφτασα με το ΙΧ μου και συνοδηγό τον αδερφό μου (για την επιστροφή του) ίσια με το σούρουπο, σε μια κοιλάδα (Μπάρα – όπως αποκαλείται) με τα παλιά γέρικα εγκαταλελειμμένα αμπέλια και αντίκρισα ένα ανθρωπομάνι σαν διάσπαρτο χαμένο μελίσσι που ψάχνει να βρει την κυψέλη του. Καμία υπεύθυνη στρατιωτική αρχή, κανένας αξιωματικός, υπαξιωματικός ή κάποιος τέλος πάντων να υποδέχεται τους επιστρατευμένους. Δεν μπορούσα να εκτιμήσω και σε τι αριθμό ανέρχονται, σε μια ντάπια αρκετών στρεμμάτων από παλιάμπελα και χέρσα γη. Ανήσυχο σε βλέπω, μου λέει κάποιος, που συνομιλούσε με τον διπλανό του. Φυσικό δεν είναι του απαντώ...; - Κοίτα και πιάσε κάποιο μέρος να αφήσεις τα πράγματά σου για να την βγάλεις απόψε και αύριο με το ξημέρωμα βλέπουμε. Την ίδια στιγμή που παρακολουθεί την κουβέντα μας ο Κώστας, τρία μέτρα πιο πέρα μου λέει έλα φίλε κι εγώ μόνος απ τη Λάρισα ήρθα. Άκουσα Λάρισα και σίμωσα κοντά του και αρχίσαμε μια ατέρμονη κουβέντα θυμάμαι – αφού συνέπεσε να είναι και αυτός στο στοιχείο μου, πολυλογάς. Τα έχω χαμένα, μου λέει Δημήτρη, τι θέλουν να κάνουν οι συνταγματάρχες, μπορείς να μου πεις...; Μετά το πραξικόπημα της περασμένης Δευτέρας 15/7/74 που έγινε στην Κύπρο, αγαπητέ μου Κώστα, υποβοηθούμενο και από τη Χούντα των Αθηνών για την ανατροπή του Μακάριου δεν την βλέπω καθόλου καλή την κατάσταση στην Ελλάδα.
Εκείνο το βράδυ θυμάμαι πέρασε σχεδόν με συζητήσεις συντροφικές και προβληματισμένες, μέχρι τα χαράματα, που αγνάντια από τους ανταρτοεπίστρατους (κάπως έτσι ήμασταν) ήταν ο δρόμος και ένα λατομείο, όπου τα χουντικά εμβατήρια πριν το ξημέρωμα έκαναν την εμφάνισή τους με το εγερτήριο σάλπισμα και την εμφάνιση φάλαγγας στρατιωτικών αυτοκινήτων που, σμάρια - σμάρια προσεγγίζαμε προς το μέρος τους να δούμε τι θα γίνει. Έτσι, γέμιζαν τα Τζέιμς, τα φορτηγά ένα - ένα και ξεκινούσαν προς άγνωστη κατεύθυνση, πορεία για την Καστοριά.
Η αποβίβασή μας έγινε σε μια δασώδη πλαγιά από δενδρύλλια κοπάτσια (έτσι λέγονται στην τοπική διάλεκτο – από εδώ βγαίνει και οι κοπατσαραίοι) έξω από το ιστορικό χωριό Βογατσικό και πιο κάτω, τριακόσια μέτρα περίπου, κυλούσε ο Βενέτικος παραπόταμος του Αλιάκμονα.
Σ’ αυτή την άγονη και θαμνώδη περιοχή μας υπέδειξε η τριανδρία των αξιωματικών (Ταγματάρχης – Λοχαγός – Ανθυπολοχαγός) και ένας επιλοχίας του στρατού ξηράς να στρατοπεδεύσουμε, δίνοντάς μας ανά δύο άτομα από μία μικρή σκηνή, τίποτα άλλο, ούτε ρουχισμό, ούτε κλινοσκεπάσματα, ούτε υποδήματα, ούτε οπλισμό και το κυριότερο νερό και τροφή. Ότι είχαμε από τα σπίτια μας εξαντλήθηκαν τη δεύτερη, τρίτη ημέρα. Ευτυχώς ο ζωοδότης παραπόταμος Βενέδικτος μας κράτησε ζωντανούς με το λιγοστό νεράκι του μέχρι τις 24 του Ιούλη, όπου κάποιες ομάδες (οι πιο ψύχραιμοι) πήγαμε στο Βογατσικό να βρούμε κάτι να φάμε, μαθαίνοντας συγχρόνως και το ευχάριστο νέο από τους κατοίκους του χωριού, πως ο Γκιζίκης έφερε τον αυτοεξόριστο Καραμανλή από το Παρίσι να αναλάβει το γκουβέρνο της χώρας. Ένα δεκαήμερο περιπετειώδες και δραματικό κράτησε το φιάσκο και το μπάχαλο αυτό για τους επίστρατους με ανείπωτες και απερίγραπτες συνέπειες για τον πάντα ευκολόπιστο και πάντα προδομένο ελληνικό Λαό.