Η αδυναμία τους δύναται να δημιουργήσει γόνιμο έδαφος για βίαιες κοινωνικές και πολιτικές κρίσεις στο μέλλον. Τι πήγε στραβά λοιπόν; Η αλήθεια είναι πως φαίνεται να έχουν χάσει επαφή με τους ψηφοφόρους. Με την πάροδο του χρόνου, οι σοσιαλδημοκράτες της Ευρώπης δεν έκαναν πια αγώνα για να αντικαταστήσουν το καπιταλιστικό σύστημα, αλλά μόνο για να διορθώσουν τις καταχρήσεις του και να διανείμουν τον πλούτο πιο ισότιμα. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα πρόσφεραν στους ψηφοφόρους μια ισορροπία μεταξύ των πλεονεκτημάτων του καπιταλισμού και της παρουσίας ενός ισχυρού κράτους που θα προστάτευε τους πολίτες του. Πλέον, όμως, η παγκόσμια οικονομία μετασχηματίζεται και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ψάχνουν τρόπο για να συμβαδίσουν.
Έτσι, καθώς η ψηφιακή οικονομία συνεχίζει να επεκτείνεται, η φύση της απασχόλησης μεταλλάσσεται˙ οι προσωρινές, οι ανεξάρτητες και οι απομακρυσμένες θέσεις εργασίας αντικαθιστούν σταδιακά τις μόνιμες, μακροπρόθεσμες θέσεις εργασίας. Ενόσω η οικονομική πραγματικότητα αλλάζει γρήγορα, τα κεντροαριστερά κόμματα δυσκολεύονται να προσαρμόσουν τη ρητορική τους, με αποτέλεσμα να χάνουν έδαφος, ιδιαίτερα μεταξύ των νεαρών ψηφοφόρων. Η οικονομική κρίση που έπληξε την Ευρώπη, αναμφίβολα, έφερε πλήγμα στους σοσιαλδημοκράτες. Οι προοδευτικές κυβερνήσεις στην εξουσία όταν ξεκίνησε η κρίση σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ισπανία, ήταν από τις πρώτες που εφάρμοσαν βαθιά αντιλαϊκά μέτρα λιτότητας, τα οποία θεωρητικά ήταν αντίθετα με τις ιδεολογίες τους. Ως εκ τούτου, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην εξουσία εξισώθηκαν με το κατεστημένο που δημιούργησε τις συνθήκες για την κρίση: αντί να αναπτύξουν νέες ιδέες για την αντιμετώπιση της αναδυόμενης κοινωνικής και οικονομικής αναταραχής, πολλά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα επέλεξαν να υπερασπιστούν παρωχημένες πολιτικές, γι’ αυτό κι οι ψηφοφόροι άρχισαν να υποστηρίζουν πιο ριζοσπαστικά κόμματα. Πρόκειται για ανερχόμενα κόμματα, τα οποία μοιράζονται όλα την ίδια λαϊκιστική άποψη: «Εμείς εναντίον των άλλων».
Δηλαδή αναγνωρίζουν την παγκοσμιοποίηση, τους πλούσιους επαγγελματίες πολιτικούς και, στην περίπτωση της ακροδεξιάς, τις μειονότητες ως εχθρούς του λαού. Από αυτήν την άποψη, ο λαϊκισμός συνιστά περισσότερο στρατηγική παρά ιδεολογία, καθώς η κύρια αφήγηση μπορεί να υιοθετήσει εθνικιστικά, ξενοφοβικά, προστατευτικά ή αντιιμπεριαλιστικά στοιχεία, ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες. Ενώ τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα συχνά αγωνίζονται να δημιουργήσουν προτάσεις πολιτικής, οι λαϊκιστές ανταγωνιστές τους τείνουν να προσφέρουν απλές λύσεις: Ο ισχυρός κρατικός έλεγχος στην οικονομία θα έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την προστασία του κράτους πρόνοιας˙ η κοινωνική συνοχή θα αποκατασταθεί με την υπεράσπιση της εθνικής ταυτότητας και με την εισαγωγή μαζικών προγραμμάτων δημοσίων δαπανών που πληρώνονται από υψηλούς φόρους στις προνομιούχες ομάδες της κοινωνίας. Τα περισσότερα λαϊκιστικά κόμματα δεν κατείχαν ποτέ την εξουσία, κάτι επομένως που τους επιτρέπει να παρουσιάζονται ως πολιτικά αουτσάιντερ. Οπότε, παρατηρούμε ακόμη κι ορισμένα μετριοπαθή κόμματα να υιοθετούν στοιχεία της λαϊκιστικής ατζέντας.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο πολιτικός ανταγωνισμός στη Δυτική Ευρώπη έφερε αντιμέτωπες τις κεντρώες δυνάμεις που, ενώ τις χωρίζει η ιδεολογία σε πολλά θέματα, μοιράζονται, ωστόσο, κοινούς στόχους σε θεμελιώδη ζητήματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Αυτό το σύστημα ήταν που παρήγαγε σταθερές, ευημερούσες δημοκρατίες, οι οποίες κράτησαν τους περισσότερους ψηφοφόρους κοντά στο πολιτικό κέντρο και υποβίβασαν όσους είχαν ακραίες απόψεις στο περιθώριο. Άλλωστε, σε κάθε δημοκρατία, ομάδες που εκπροσωπούν ορισμένα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα κατέχουν την εξουσία, ενώ ομάδες που εκπροσωπούν άλλα συμφέροντα βρίσκονται στην αντιπολίτευση. Για το μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων επτά δεκαετιών στην Ευρώπη, οι απόψεις των ομάδων της αντιπολίτευσης δε διέφεραν ριζικά από αυτές των ομάδων στην εξουσία. Οι περισσότεροι πολιτικοί παίκτες αποδέχθηκαν τους κανόνες του παιχνιδιού, οπότε μια αλλαγή κυβέρνησης δε σήμαινε απαραίτητα και ριζική αλλαγή κατεύθυνσης για τη χώρα. Η παρακμή των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων θα μπορούσε να ανατρέψει αυτήν τη σταθερότητα. Αν η κεντροαριστερά παύει να παίζει καίριο ρόλο, τότε η κεντροδεξιά δεν έχει πια συνομιλητή. Εάν το τμήμα της κοινωνίας που δεν εκπροσωπείται από την κυβέρνηση είναι θεμελιωδώς αντίθετο στο τρέχον κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό σύστημα, θέτει το έδαφος για σημαντικές διαταραχές, όσον αφορά την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων.
Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα πρέπει επιτέλους να κοιταχθούν στον καθρέπτη, αν θέλουν να παραμείνουν επίκαιρα. Ένα το ερώτημα: Πώς μπορούν να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα; Η πρόκληση για τους σοσιαλδημοκράτες είναι να παρουσιάσουν τις απόψεις τους με τρόπους που να συνδέονται με τους σημερινούς ψηφοφόρους, αλλά εξακολουθούν να είναι διαφορετικοί από εκείνους των εξτρεμιστών αντιπάλων τους. Η κεντροαριστερά δεν έχει ακόμη συνειδητοποιήσει πώς να παλέψει με τις ανάγκες της εποχής μας, και μέχρι να το κάνει, μπορεί να βρεθεί σε πολιτική αδυναμία, η οποία να είναι μη αντιστρέψιμη στα επόμενα χρόνια. Οι ευρωπαϊκές χώρες οφείλουν να αναδιαρθρώσουν τις οικονομίες τους για να ανακτήσουν την ανταγωνιστικότητα και να επανασχεδιάσουν τα κράτη πρόνοιάς τους προκειμένου να τις καταστήσουν πιο βιώσιμες˙ θα πρέπει, επίσης, να καταλάβουν πώς να ανταποκριθούν σε θέματα όπως η τρομοκρατία, η μετανάστευση, η υπερθέρμανση του πλανήτη και η δημογραφική αλλαγή. Ένα απογοητευμένο εκλογικό σώμα μπορεί να αγκαλιάσει τα άκρα, εφόσον αισθάνεται ότι το πολιτικό κέντρο δεν του δίνει νόημα ζωής, επικυρώνοντας με αυτόν τον τρόπο τον Φρέντυ Γερμανό όταν έλεγε πως το πρόβλημα της Ενωμένης Αριστεράς σήμερα είναι πώς να μείνει ενωμένη και πώς να μείνει Αριστερά.