Τα κρατούσε απ’ το χέρι σφιχτά κι εκείνα είχαν ακουμπήσει το κεφαλάκι τους πάνω της, μη θέλοντας να φύγουν από κοντά της, νιώθανε πως μόνο εκείνη νοιάζονταν γι’ αυτά, επιζητούσαν την προστασία της μάνας, τη στοργή της. Τα μάτια τους λίγο θλιμμένα κοιτούσαν γύρω το καινούριο περιβάλλον όπου βρέθηκαν κι έπρεπε να ζήσουν πλέον εκεί.
Η Μαντώ, μια γυναίκα γύρω στα σαράντα, ψηλή γεροδεμένη, με περήφανη στητή κορμοστασιά και αγέρωχο ύφος, αντίθετα απ’ τα παιδιά της δεν έδειχνε να ‘ναι φοβισμένη, έπρεπε να σταθεί γερά στα πόδια της, να μπορέσει να επιβιώσει, να μεγαλώσει, να προστατεύσει, να στηρίξει τα παιδιά της που ήταν δίπλα της σαν δύο τρεμάμενα πουλιά. Είχε υποχρέωση να σταθεί όρθια γεμάτη δύναμη, θέληση να προχωρήσει στη ζωή της μη έχοντας πατρική παρουσία –προστασία, την οικονομική, μα και την προσωπική. Ο άνδρας της την εγκατέλειψε δίχως να νοιαστεί για την οικογένειά του.
Έφυγε μακριά τους μη δίνοντας σημεία ζωής εδώ και αρκετά χρόνια.
Ίσως οι ευθύνες του πατέρα να του φάνηκαν δύσκολες, δαπανηρές και το ‘βαλε στα πόδια όπως λένε, χωρίς να σκεφτεί πιο ώριμα, πιο λογικά.
Ας αφήσουμε, όμως, τον άνδρα αυτόν και την ανωριμότητά του, κι ας σκεφτούμε, ας αναλογιστούμε τι θα μπορούσε, τι θα ‘πρεπε, πώς να ενεργήσει αυτή η γυναίκα με τα δύο ανήλικα παιδιά της, που όπως είπαμε χρειάζονταν την προσοχή της, τη φροντίδα της, την καλή διαβίωσή τους, δίχως στέρηση, ανέχεια στην πιο τρυφερή τους ηλικία.
Η πρώτη της κίνηση ήταν να βρει μια στέγη μόλις έφτασε στη γειτονιά, με τις λίγες αποσκευές που είχαν μαζί τους, αυτή και τα παιδιά ανά χείρας.
Δε δυσκολεύτηκε πολύ, σπίτια υπήρχαν μικρά φτωχικά, δίχως πολλές ανέσεις, τα απαραίτητα, τα στοιχειώδη. Ένα ως δύο δωματίων, μια μικρή κουζίνα και το μπάνιο.
Βόλεψαν πρόχειρα τα λίγα πράγματα τους για αρχή, ωσότου αγοράσουν αυτά που χρειάζεται ένα σπίτι για να μπορείς να ζεις εκεί.
Το μικρό κομπόδεμα που η Μαντώ είχε στην άκρη τελείωσε γρήγορα για τις πρώτες ανάγκες του σπιτιού κι άλλα μκροέξοδα.
Έπρεπε να κοιτάξει για δουλειά, να μπορέσει να συνεχίσει τον φτωχικό της βίο, ένα μικρό εισόδημα για να πληρώσει το νοίκι, το πιο βασικό, κάθε πρώτη του μήνα τα χρήματα έπρεπε να δοθούν. Ήταν και τα παιδιά, θέλανε το φαγητό τους, κανένα ρουχαλάκι και κάνα δυο δραχμές το πρωί που ο μεγάλος ξεκινούσε για το σχολείο.
Είμαστε εκεί γύρω στη δεκαετία του εξήντα με εβδομήντα.
Άπειρες φορές σ’ εκείνα τα χρόνια τα δύσκολα περιστρέφομαι, με πάει η σκέψη μου γράφοντας για κείνη την εποχή που ο κόσμος προσπαθούσε να επιβιώσει, να σταθεί ολόρθος, να καταφέρει να στήσει, να δημιουργήσει κάτι στη ζωή του.
Σ’ αυτά τα δύσκολα χρόνια γυρίζω και πάλι μέσω μιας ζωής μίζερης, μαζεμένης με τον συνεχή αγώνα για τον επιούσιο. Αυτόν τον δύσκολο δρόμο διαβίωσης έπρεπε να διαβεί η Μαντώ.
Το γράφω ξανά και ξανά γιατί στα δικά μου μάτια φαντάζει κι είναι άξια θαυμασμού ηρωίδα όχι του πολέμου της επαναστάσεως, αλλά της ζωής.
Τίποτε δεν μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στην πάλη, στη μάχη χαλαρά, ξένοιαστα, δίχως το άγχος της επιβίωσης καθημερινά να την διακατέχει.
Στερήθηκε πάρα πολλά, τα καλύτερα χρόνια έφυγαν, δε χάρηκε τίποτε.
Ακόμη κι ένας μικρός περίπατος με τα παιδιά της ήταν πολυτέλεια για κείνη τότε.
Τώρα είχε τον χρόνο, όμως δεν υπήρχε η διάθεση.
Στην αρχή, έπειτα απ’ τον πρώτο ενθουσιασμό, το αίσθημα της ξεγνοιασιάς, της φυγής απ’ των πιο πολλών υποχρεώσεων το σφρίγος, η ορμή, η ζωηράδα, η όρεξη να κινήσει γη και ουρανό όπως λέμε, δεν υπήρχαν πλέον για αυτήν.
Η κούραση όλων αυτών των χρόνων άφησε τα σημάδια του πάνω της.
Ένιωθε το σώμα της κουρασμένο, πονεμένο. Η ηρωίδα της ζωής που κάποτε πήρε στα στιβαρά της χέρια και την έστυψε γερά σαν το σφουγγαρόπανο της καθημερινότητας της όλου του βίου της, δίχως ποτέ να κοπιάσει, να αναστενάξει, τρομάζει τώρα μπρος στα χρόνια που έρχονται γιατί το νιώθει πως θα ‘ναι και πάλι δύσκολα.
Θα ‘ναι των γηρατειών της ανημποριάς τα προβλήματα υγείας που ο χρόνος φέρει μαζί του. Οι δυνάμεις λιγοστεύουν και τίποτε δεν μπορεί να φέρει πίσω τη χαμένη νιότη της.
Όμως η Μαντώ θα κρατηθεί και πάλι γερά στα πόδια της, έτσι έχει μάθει, να αγωνίζεται, να παλεύει, να ‘χει θάρρος, να τραβά κουπί οδηγώντας τη ζωή όπως ορίζει αυτή. Η γενναία στάση της της απονέμει τον τίτλο με κεφαλαία γράμματα ΗΡΩΙΔΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ. Της αξίζει.
Αξίζει, όμως, και τη φροντίδα των παιδιών της, είναι η σειρά τους να της προσφέρουν την αγάπη τους, την προσοχή τους, το αμέριστο ενδιαφέρον τους όπως έπραξε και κείνη.
Πιστεύω ακράδαντα πως έτσι θα ενεργήσουν, γιατί στα μάτια τους και στην ψυχή τους θα υπάρχει πάντα η εικόνα της αυτοθυσίας μιας ολάκερης ζωής. Σαν φωτεινό αστέρι να τα καθοδηγεί και να τα παραδειγματίζει.
Από την Κωνσταντίνα Κότση,
ποιήτρια, λογοτέχνη
(Στον 4ο Διεθνή Διαγωνισμό Διηγήματος 2024,
η Κωνσταντίνα Κότση
έλαβε βραβείο και τιμητική διάκριση
για το διήγημά της με τίτλο «Ηρωίδα της ζωής».
Η απονομή των βραβείων θα διεξαχθεί
στην Αθήνα, από τις εκδόσεις «ΗΛΙΑΧΤΙΔΑ»,
τον Σεπτέμβρη του 2024)