Το κυβερνών κόμμα της Νέας Δημοκρατίας εμφανίζεται κραταιό σε ποσοστά άνω του 30%, με το δεύτερο και το τρίτο (ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη και ΠΑΣΟΚ) να ακολουθούν πλάι-πλάι σε ποσοστά κάτω από το μισό του ποσοστού της ΝΔ και αρκετά κάτω από το όριο του 20%. Αυτά λένε οι δημοσκοπήσεις και δεν έχουμε καμία αμφιβολία ότι ενδεχομένως και αυτά να βρίσκουν. Αυτή τη χρονική περίοδο με τον σημερινό βαθμό ενδιαφέροντος του κόσμου.
Η πραγματικότητα σε πολλές χώρες της Ευρώπης είναι αρκετά διαφορετική. Η οριζόντια διαστρωμάτωση των δυνάμεων (από αριστερά προς τα δεξιά) δείχνει να μην έχει ιδιαίτερο νόημα τα τελευταία αρκετά χρόνια. Έτσι, εμφανίζεται ένα μεγάλο αστικό κόμμα (συνηθέστατα κεντροδεξιό) και ένα κόμμα «αντισυστημικό» ή στα όρια του «ψεκασμένου» (συνήθως ακροδεξιό). Αυτά τα κόμματα σε αρκετές χώρες έχουν πλέον κυριαρχήσει στο πολιτικό σκηνικό (Ιταλία, Αυστρία, Ουγγαρία, μέχρι πρότινος Πολωνία κλπ.) και κυβερνούν ή συγκυβερνούν. Στη δε – ιδιαίτερης συμβολικής σημασίας για τη δημοκρατία και τους θεσμούς στην Ευρώπη – Γαλλία βλέπουμε ότι στις δύο τελευταίες προεδρικές εκλογές η ακροδεξιά της Λεπέν πέρασε στον δεύτερο γύρο και σημείωσε πολύ σημαντικά ποσοστά γύρω στο 40%. Το δε αξιοσημείωτο – επαναλαμβάνουμε – είναι ότι στις δημοσκοπήσεις φάνηκε καθαρά ότι προσείλκυσε πολλούς ψηφοφόρους της αριστεράς του Μελανσόν (του φίλου του Αλέξη Τσίπρα). Η λογική της μεταφοράς αυτής ψηφοφόρων της αριστεράς προς την ακροδεξιά είναι πολύ χαρακτηριστική και πρέπει να μας προβληματίσει.
Βλέπουμε τεράστια ποσοστά της Χρυσής Αυγής ή άλλων ακροδεξιών και «ψεκασμένων» σχημάτων σε λαϊκές συνοικίες – προπύργια της δημοκρατικής παράταξης. Βλέπουμε δηλαδή κάτι αντίστοιχο με τις μετακινήσεις ψηφοφόρων στον δεύτερο γύρο των γαλλικών εκλογών. Αντίστοιχα εύκολη είναι η μετάβαση ψηφοφόρων της αριστεράς του Κασσελάκη από και προς την άκρα ή την «ψεκασμένη» δεξιά έχει μία πολύ απλή εξήγηση: το τέλος της πολιτικής όπως την ξέραμε.
Μέχρι τις αρχές του αιώνα μας, κατανοούσαμε τις διαφορές μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., γιατί είχαμε την πολυτέλεια να τις ψάχνουμε. Γιατί μπορούσαμε να ζήσουμε καλύτερα και πιο άνετα. Και γιατί κάποια πράγματα ήταν δεδομένα και αδιαπραγμάτευτα, όπως η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Η τότε ΕΕ, με δεκατρείς στις δεκαπέντε σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις ασχολούταν με την αύξηση του πλούτου της και τη διεύρυνσή της, με αποκορύφωμα την υπογραφή επί ελληνικής προεδρίας από τον Κώστα Σημίτη -στις 16 Απριλίου 2003- στη Στοά Αττάλου της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πλέον) των 27 κρατών (μεταξύ των οποίων και η Κύπρος, πράγμα που αποτέλεσε τεράστια και αδιαμφισβήτητη εθνική επιτυχία μαζί με τη Συμφωνία του Ελσίνκι, που κάκιστα εγκατέλειψε ο Κώστας Καραμανλής αργότερα). Πρόσφερε στους ευρωπαίους πολίτες ευημερία και προοπτική. Δεν ασχολήθηκε όμως αρκετά με τη διεύρυνση των δημοκρατικών της θεσμών και την πολιτική της ενοποίηση, με αποτέλεσμα να αναπτυχθούν φυγόκεντρες ευρωσκεπτικιστικές τάσεις. Οι οποίες ενισχύθηκαν από τη σκληρή οικονομική πολιτική των ευρωπαίων συντηρητικών (Μνημόνια κλπ.).
Η ανεργία, η λογική της οριακής επιβίωσης μέσω των επιδομάτων, που ξεκίνησε ο Τσίπρας και επαυξάνει ο Μητσοτάκης, η έλλειψη προοπτικής και συνθηκών για την ανάπτυξη φιλοδοξιών κάνει πολλούς πολίτες να πιστεύουν ότι δεν μπορεί να υπάρξει χειρότερη κατάσταση. Οπότε νιώθουν καλύτερα να ψηφίσουν κόμματα πιο «αντισυστημικά», αριστερά ή δεξιά. Όποιος φωνάζει περισσότερο πρέπει να ψηφιστεί.
Είναι όμως λύση ένας αρχηγός που πουλάει αυθεντικές επιστολές του Ιησού και κηραλοιφές; Είναι λύση ένας όμορφος που έπαιξε στα ζάρια τις τύχες της χώρας το 2015 στα Eurogroup;
Είναι λύση ένας, κατά δήλωσή του, εφοπλιστής με αστακοκάραβα και δεν μας καταθέτει το πόθεν έσχες του αλλά μόνο τις διαφορετικές σεξουαλικές του προτιμήσεις; Ένας που θυμίζει πολύ έντονα αντίληψη και πρακτικές των ρεπουμπλικάνων του Ντόναλντ Τραμπ. Που έχει εγκαθιδρύσει μία υποτιθέμενη «αδιαμεσολάβητη» σχέση μεταξύ αρχηγού και λαού μέσα από μικρά χαριτωμένα βιντεάκια; Είναι τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη κόμμα της αριστεράς; Ο Κασσελάκης είναι αριστερός πολιτικός ή τηλεοπτική περσόνα;
Αυτοί όμως προωθούνται από τα συστήματα. Δηλαδή ακριβώς αυτοί που μία εβδομάδα πριν τις εκλογές τρομάζουν τους ψηφοφόρους. Αυτοί που, όταν προβάλλονται ως εναλλακτικές λύσεις διακυβέρνησης λίγες μέρες πριν τις εκλογές, δίνουν εξ αντανακλάσεως ένα επιπλέον 5-10% στη Νέα Δημοκρατία. Είναι οι βολικοί της αντιπολίτευσης. Αλλά μόνο της αντιπολίτευσης. Και βολικοί μόνο για τη Νέα Δημοκρατία. Όχι για τη χώρα.
Η μόνη πιθανότητα στις επόμενες εκλογές να φύγει η Νέα Δημοκρατία είναι να αναδειχθεί στις Ευρωεκλογές σε θέση αξιωματικής αντιπολίτευσης ένα κόμμα που να έχει πιθανότητες να νικήσει τη Νέα Δημοκρατία στις εθνικές εκλογές. Και αυτό μπορεί να είναι ένα κόμμα με σοβαρότητα, με πυγμή, με στελέχη, με παράδοση, με ρίζες στην κοινωνία. Ένα κόμμα που δεν θα τρομάξει τον κόσμο όταν θα φαντάζει ως εναλλακτική κυβερνητική επιλογή λίγες μέρες πριν τις εκλογές. Που, αντίθετα, θα μπορεί να το εμπιστευθεί ο κόσμος για όλα αυτά. Και αυτό μπορεί να είναι μόνο ένα. Το ΠΑΣΟΚ.