α) Η ευσέβεια των Μυροφόρων.
Την επομένη του Σαββάτου ημέρα, κάποιες ευσεβείς γυναίκες, δηλαδή η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η του Ιακώβου του μικρού μητέρα και η Σαλώμη, η μητέρα των υιών Ζεβαδαόυ, βαστάζοντας πολύτιμα αρώματα, που είχαν πιο μπροστά αγοράσει, ξεκίνησαν πολύ πρωί, πριν να χαράξει ο ήλιος, για τον τόπο της ταφής του σώματος του Χριστού «ίνα ελθούσας αλείψωσιν αυτόν» (Μάρ. 16,1). (Σημ. το λίαν πρωί για τη Μαγδαληνή, το ανατέλλοντος του ηλίου για τις άλλες).
Τα αρώματα δε αυτά που κρατούσαν, συμβολίζουν και δείχνουν αδιάψευστα τις μεγάλες αρετές που είχαν οι Μυροφόρες, δηλαδή την πίστη, εφόσον πίστευαν ότι ο Χριστός ήταν ο Μεσσίας, την ελπίδα, εφόσον έλπιζαν ότι θα ανασταίνονταν, και την αγάπη, εφόσον είχαν αγοράσει αρώματα ακριβά.
Τις αρετές των Μυροφόρων γυναικών αυτές και πολλές άλλες ακόμα (το θάρρος, την ανδρεία, την αυτοθυσία, την αφοσίωση κ.ά.) εξύμνησαν αργότερα οι άγιοι Πατέρες, χαρακτηρίζοντας αυτές άλλοτε σαν δρόμους που οδηγούν στον ουρανό, άλλοτε σαν μίμηση των τελειοτήτων του Θεού Λόγου (Άγ. Μάξιμος), άλλοτε σαν σκαλοπάτια που ανεβάζουν κάθε πιστό στην αλήθεια, εφόσον δίδαξαν ότι «διά την αλήθειαν η αρετή», άλλοτε αθάνατες ή αθανατοποιές και ωφέλιμες «και εν τη παρούση ζωή και εν τη μελλούση (Χρυσόστομος) κ.ο.κ. Για τον λόγο ακριβώς αυτόν όλες οι χριστιανικές αρετές πρέπει να χαρακτηρίζουν και να κοσμούν κάθε χριστιανό και χριστιανή και μάλιστα, οι αρετές της πραότητας και του ησυχίου πνεύματος, όπως διδάσκεται θεοκίνητα από τον Απόστολο Πέτρο.
Ένα μονάχα δεν πρέπει να ξεχνούμε στο σημείο αυτό, ότι δηλαδή αρετή σημαίνει τη σταθερή προσαρμογή στο αγαθό. «Προσπάθησε, λοιπόν, είπε κάποιος σοφός, να κάνεις πάντοτε το καλό και η αρετή θα σε κάνει ν’ αγαπήσεις τη ζωή».
β) Η φανέρωση της ανάστασης από αγίους Αγγέλους.
Όταν οι Μυροφόρες έφθασαν στο μνημείο το καινό, αντίκρισαν τη θύρα του ανοιχτή, ενώ δύο λευκοντυμένοι άγγελοι στράφηκαν στο κενό πια μνημείο και είπαν προς αυτές: «Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν, ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε, ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτού» (Μάρκ. 16,6). Εάν, δηλαδή, ζητείτε τον Ιησούν τον Ναζαρηνό και εσταυρωμένο, σας βεβαιώνουμε ότι αναστήθηκε και για τούτο το σώμα του δεν είναι πια εδώ. Κοιτάξτε και μόνες σας για να διαπιστώσετε ότι ο τόπος, που είχαν τοποθετήσει το σώμα του είναι αδειανός.
Η ανάσταση δε του Χριστού φανερώθηκε στη συνέχεια σε πολλούς άλλους μαθητές Του από τον ίδιο τον Χριστό, που «παρέστησε εαυτόν ζώντα εν πολλοίς τεκμηρίου δι’ημερών τεσσαράκοντα» (Πράξεις 1,3).
Γιατί, όμως, θα έλεγε κανένας, ο ίδιος ο Χριστός φανερωνόταν κάθε τόσο αναστημένος στους μαθητές Του; Στο ερώτημα αυτό απαντά ο Απόστολος Παύλος, γράφοντας προς τους Ρωμαίους ότι αποδείχτηκε ότι αυτός ήταν ο Υιός του Θεού ο αληθινός, όχι μονάχα «εν δυνάμει», με την τέλεια αναμαρτησία, αλλά και «εξ αναστάσεως νεκρών» (Ρωμ. 1,4). Και όχι μονάχα «του γνώναι Αυτού», αλλά και για να λάβουν ταυτόχρονα «την δύναμιν της αναστάσεως Αυτού» (Φιλιπ. 3,8). Και για να οδηγηθούν τελικά «εις την εξανάστασιν των νεκρών» (Φιλιπ. 3,11), δηλαδή σε μια αναστημένη ζωή.
Την Ανάσταση του Χριστού έζησαν και εξύμνησαν στη συνέχεια όχι μονάχα οι άγιοι Απόστολοι, αλλά όλοι οι Άγιοι και ιδιαίτερα ο ιερός Χρυσόστομος, που έλεγε ότι:
«Ανέστη Χριστός και ζωή πολιτεύεται,
ανέστη Χριστός και νεκρός ουδείς εν των μνήμα».
Αυτήν την ανάσταση πρέπει να ζούμε και όλοι οι Χριστιανοί, ως αναστάσεως υιοί, λέγοντες μαζί με τον ποιητή Βερίτη, το:
«Πλάκες που στέκατε βαρειές
στα μνήματα και στις καρδιές
σας έσπασ’ ο Χριστός μου».
γ) Η διακήρυξη της Ανάστασης του Χριστού.
Ενώ, όμως, οι Μυροφόρες έμειναν εκστατικές, από τα όσα έβλεπαν και άκουγαν, οι άγιοι Άγγελοι στράφηκαν προς αυτές και είπαν: «Είπατε τοις μαθηταίς Αυτού και τας Πέτρας ότι (ανέστη) και προάγει αυτούς εις την Γαλιλαίαν. εκεί αυτόν όψεσθε» (Μαρκ. 16,7). Ύστερα από τα πιο πάνω οι Άγγελοι εξαφανίσθηκαν, ενώ οι Μυροφόρες, πλημμυρισμένες από μια ουράνια χαρά, ξαναγύρισαν στα Ιεροσόλυμα, όπου έγιναν οι πρώτες μάρτυρες της Ανάστασης του Χριστού στους Μαθητές και προς όλους, ενώ «επλήσθη το στόμα αυτών χαράν εν τω λέγειν «Ανέστη ο Κύριος».
Μάρτυρες της ανάστασης του Χριστού έγιναν στη συνέχεια όλοι οι Απόστολοι και οι Χριστιανοί και ιδιαίτερα ο Απόστολος Παύλος, που έγραψε θριαμβευτικά το «που σου θάνατε το κέντρον, που σου άδη το Νίκος» (1 Κυρ. 15,55).
Μάρτυρες της Ανάστασης του Χριστού πρέπει τελικά να γινόμαστε όλοι οι χριστιανοί, εφόσον κατά το σύνθημα της πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας «Άμα χριστιανός, άμα απόστολος». Και τούτο όχι μονάχος με τα λόγια και τους ύμνους, αλλά προπάντων με μια αναστημένη και αισιόδοξη «εν Χριστώ» ζωή.
Αυτό, άλλωστε, ακριβώς έκανε και ο ποιητής Βερίτης και για τούτο έλεγε:
«Νύχτα-νύχτα το μήνυμα
του Χριστού θα κηρύξω,
Του Χριστού την ανάσταση
στους νεκρούς που θα σμίξω».